Το πρώτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει όταν έχεις ολοκληρώσει την ακρόαση του νέου άλμπουμ του Burial είναι το πόσο μεγάλη σημασία έχει η σειρά που παρουσιάζονται τα κομμάτια σε έναν δίσκο – που μπορεί να κάνει μια συλλογή από παλιά tracks να ακούγεται σαν έργο τέχνης και ολοκληρωμένο δημιούργημα. Όλα τα κομμάτια στην διπλή συλλογή του «Tunes 2011 to 2019» είναι γνωστά από τις κυκλοφορίες του της τελευταίας δεκαετίας και δεν αποτελούν καμία έκπληξη, αλλά, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, αποκτούν μια ηχητική συνοχή που τους δίνει άλλη αξία και σε προκαλεί να τα ανακαλύψεις από την αρχή. Τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια που αρχικά ίσως είχες θεωρήσει μέχρι και βαρετά στην ανάπτυξή τους, αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις όταν ακουστούν συνολικά, αποκτούν τη δομή κινηματογραφικού σάουντρακ, με εισαγωγή που θυμίζει sci-fi ταινία και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του Leyland Kirby (του άλλου σπουδαίου και πρωτοπόρου μουσικού αυτής της δεκαετίας στη Βρετανία), μέση με μελωδίες και ρυθμικά κρεσέντα και μία κατάληξη που σε πάει πίσω στις στιγμές του «Untrue» (που σήμερα ακούγονται μεγαλειώδεις).
Τα τρία πρώτα κομμάτια («State Forest», «Beachfires» και «Subtemple») είναι γνήσια δείγματα hauntology, της θεωρίας που αναπτύχθηκε στην Αγγλία βασισμένη στον όρο του Ζακ Ντεριντά από τα «Φαντάσματα του Μαρξ», όπου ισχυριζόταν ότι μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου ο κομμουνισμός θα στοίχειωνε την γερμανική πρωτεύουσα σαν φάντασμα.
Ο ήχος του Burial είναι βουτηγμένος στην φαντασμολογία, στο σκοτεινό και το απόκοσμο και τα κομμάτια του λειτουργούν πολύ καλύτερα τη νύχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες, με χαμηλό τεχνητό φως ή ακόμα καλύτερα στο σκοτάδι.
Αυτή η «φαντασμολογία» όπως την αποκαλεί ο Γάλλος φιλόσοφος και θεμελιωτής της αποδόμησης υιοθετήθηκε ως λέξη από τον Mark Fisher και αναπτύχθηκε ως πολιτιστική θεωρία που έλεγε ότι η φαντασμολογία είναι ένας αισθητικός όρος ή είδος που θρηνεί για «την αργή ματαίωση του μέλλοντος». Η φαντασμολογία αναγνωρίζει ότι στον μετα-ψηφιακό ύστερο καπιταλισμό, ο ακραίος μοντερνισμός είναι ένα φάντασμα, μία ευρέως βιωμένη απουσία του ριζοσπαστισμού, της κίνησης προς τα μπρος, σε μία σύγχρονη κουλτούρα παγιδευμένη σε μία προσωρινή λούπα νοσταλγίας.
Η θεωρία βαθμιαία βρήκε εφαρμογή σε μία ολόκληρη πολιτιστική κατάσταση εμποτισμένη από το πένθος, το αλλόκοτο και τη νοσταλγία για ένα μέλλον που ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα. Υπήρξε ολόκληρη σκηνή την προηγούμενη δεκαετία στη μουσική με τις κυκλοφορίες της Ghost Box, αλλά ο Burial, όπως και ο Caretaker και ο William Basinski συνδέθηκαν με την hauntology με έναν τρόπο που σήμερα βγάζει περισσότερο νόημα από τότε που κυκλοφορούσαν τη μουσική τους. Παρόλο που φαντασμολογία έχει πολλές φορές θεωρήθηκε «τελειωμένη» στα '10s, επανέρχεται και «στοιχειώνει» τη σύγχρονη μουσική, γιατί όπως είχε γράψει κι ο Simon Reynolds σε ένα άρθρο του στην αρχή της δεκαετίας στο Wire, «οι φαντασματολόγοι αρνούνται πεισματικά να φύγουν από την επικαιρότητα, όπως και τα φαντάσματα που είναι αδύνατο να τα εντοπίσεις και να τα ξεφορτωθείς».
Ο ήχος του Burial είναι βουτηγμένος στην φαντασμολογία, στο σκοτεινό και το απόκοσμο και τα κομμάτια του λειτουργούν πολύ καλύτερα τη νύχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες, με χαμηλό τεχνητό φως ή ακόμα καλύτερα στο σκοτάδι, για να μπορέσεις να εντοπίσεις κάθε στοιχείο που τα συνθέτουν: εσκεμμένους επαναληπτικούς θορύβους από χαλασμένους δίσκους, παραμορφωμένες φωνές που ακούγονται πάντα θλιμμένες, μελωδίες από αρμόνια και beat από drum machine που σε ταξιδεύουν σε εκπομπές λονδρέζικων πειρατικών, όπου το τέκνο το διαδέχεται το 2step, το jungle, το garage, το dubstep, ακόμα και το R&B και το νέο ραπ.
Ο Burial ως γνώστης και καλός ακροατής μπλέκει με έναν μοναδικό, κατάδικό του τρόπο όλα τα χορευτικά υποείδη που εμφανίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Βρετανία, αυτούσια ή αποδομημένα. Ξανακούγοντας μαζεμένα τα κομμάτια απορείς πώς δεν είχες προσέξει πόσο σπουδαία ήταν μέσα στην φαινομενική απλότητά τους, πόσο σημαντικά για την σύγχρονη μουσική και πόσο «κρυμμένα» παραμένουν μέσα στις εντυπωσιακές κυκλοφορίες αυτής της δεκαετίας. Υποθέτω ότι δεν ήταν καθόλου τυχαία η κίνησή του να τα βγάλει όλα μαζί σε ένα άλμπουμ – που συνοψίζει όσα ήταν η χορευτική μουσική από το '11 μέχρι το '19. Αυτό που δηλώνει με τον τίτλο είναι πολύ περισσότερο η μουσική ανασκόπηση των χορευτικών '10s, παρά μια συλλογή με τις κυκλοφορίες του.
Περνώντας από το «στοιχειωμένο» ambient στο ατμοσφαιρικό «Young Death» που συνεχίζει σε παρόμοιο κλίμα να δημιουργεί ένα ανατριχιαστικό sci-fi περιβάλλον με την pitch-αρισμένη φωνή να επαναλαμβάνει «I will always be there for you» (θα είμαι εδώ πάντα για σένα), καταλαβαίνεις πόσα έχεις χάσει από την πρώτη ακρόαση των κομματιών και πόσο πολύ κερδίζουν κάθε φορά που τα ακούς – ακριβώς όπως και οι δύο πρώτοι δίσκοι του. Ο Burial πάντα απαιτούσε συνεχείς και μοναχικές ακροάσεις για να σου αποκαλύψει το μεγαλείο του.
Οι χαμηλοί τόνοι και η έλλειψη ρυθμού υπάρχουν και στο «Nightmarket», ένα κομμάτι που θυμίζει τον ήχο του Τζον Κάρπεντερ, με μελωδικά ιντερλούδια να διαδέχονται τα άμπιεντ ηχοτοπία, με ήχους τρένου και «ουρλιαχτά» ανέμου, ένα κομμάτι που ως δεύτερη πλευρά στο «Young Dead» το είχα θεωρήσει ως το πιο αδιάφορο που είχε γράψει ποτέ.
Nightmarket
Το «Hiders» ξεκινάει σαν κομμάτι του Φιλ Κόλινς ή των REO Speedwagon με τη μελωδία στο πιάνο να δημιουργεί το μοτίβο για ένα «κανονικό» τραγούδι, με στίχους και φωνή που θρηνεί μέσα από το autotune: «You are the sound, it flies / The sound flies home / Out of the dawn / I will always protect you / Always protect you / You are the sound, it flies / The sound flies home» καταλήγοντας: «You don't have to be alone / You don't have to be alone / You are the sound, it flies, the sound flies home / Come down to us / You going to take me away?»...
Οι τελευταίοι στίχοι στο «Hiders» δίνουν τον τίτλο του επόμενου κομματιού, του «Come Down to Us», ένα από τα καλύτερα που έχει γράψει ποτέ, όπου πάνω σε ένα αργόσυρτο beat που ακούγεται σαν οι Sabres of Paradise να διασκευάζουν Debussy αποκαλύπτεται η φωνή της σκηνοθέτιδας Lana Wachowski (του Matrix) στην ομιλία της το 2012, σε ένα γκαλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπου αναφέρει πόσο διαλυμένη και φρικιό αισθανόταν για χρόνια, μέχρι που δήλωσε ανοιχτά ότι είναι transgender. Ο ίδιος ο Burial είχε αναφέρει ότι ήθελε να φτιάξει «ένα κομμάτι ενάντια στο bullying για να μπορέσει να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους να πιστέψουν στον εαυτό τους, να μην φοβούνται, να μην τα παρατάνε και να ξέρουν ότι υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται γι' αυτούς και τους αναζητά».
Το «Claustro» είναι ένα ερωτικό κομμάτι που θα μπορούσε να υπήρχε και στο «Untrue», παρόλο που το έγραψε 10 χρόνια αργότερα, έχει το ίδιο κοφτό drum beat και επαναλαμβάνει με την ίδια pitch-αρισμένη φωνή «σε θέλω, το ξέρω ότι κι εσύ με θέλεις, δεν μπορείς να το κρύψεις, το βλέπω στα μάτια σου». Ερωτικό είναι και το επόμενο κομμάτι, το «Rival Dealer», με τίτλο που πήρε από το ομώνυμο επεισόδιο του Breaking Bad, με σάμπλς από χιπ χοπ φωνητικά, μια παραμορφωμένη φωνή που λέει σε λούπα «θα σε αγαπήσω πιο πολύ από ό,τι θα σε αγαπήσει οποιοσδήποτε άλλος» πάνω από ένα δυνατό 2 step ρυθμό με ντίσκο hooks και «κλάμπινγκ» φασαρία.
Rival Dealer
Όσο απλοϊκοί κι αν φαίνονται οι στίχοι, πάντα υπάρχει μια πολιτική προέκταση στα κομμάτια του, παρόλο που είναι πολύ καλά κρυμμένη μέσα στους χορευτικούς ρυθμούς και στον λυγμό που δημιουργεί το autotune. Μέσα από την αλλόκοτη και εντελώς προσωπική μουσική του ο Burial δείχνει πόσο απόμακρος στέκεται απέναντι στην ποπ κουλτούρα, παρόλο που αποτελεί μέρος της και ζει από αυτή (τα Χριστούγεννα του 2012 πουλούσε πιο πολλούς δίσκους από την Adele, τους One Direction και τον Bon Iver!). Ο Burial δεν υπήρξε ποτέ περιθώριο, αλλά δεν ήταν ποτέ και mainstream ακριβώς, όσο και αν πούλησαν οι δίσκοι του. «Ενώ οι άνθρωποι ζουν την μεγαλύτερη φτώχια και απόγνωση εδώ και πολλές γενιές, η εμπορική κουλτούρα εξωραΐζει την γυμνή πραγματικότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής τροφοδοτώντας την με εντελώς αναλώσιμες μπούρδες» γράφει ο Adam Lehrer στο Quietus, «το "Rival Dealer" ακούγεται όπως θα ακουγόταν η ποπ αν ενδιαφερόταν να καθρεφτίσει την πολιτιστική σήψη μέσα στην οποία φτιάχνεται».
Ο Burial ήταν πάντα κρυφός, μοναχικός και απόμακρος, ένας παρίας του νυχτερινού inner-city life, που έγραφε πάντα μουσική για ανθρώπους μόνους. Σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις που έχει δώσει, δήλωνε το 2007 στον Mark Fisher στο Wire ότι ο πρώτος δίσκος του ήταν ένα ζωντανό ακουστικό πορτρέτο του πληγωμένου Νότιου Λονδίνου, ένας ημι-αφηρημένος πίνακας που δείχνει την απογοήτευση της πόλης και την απελπισία που βρίσκεται». Μετά από 12 χρόνια η μουσική του εκπροσωπεί αυτό την απογοήτευση και την απελπισία μίας ολόκληρης γενιάς. Και όσο κι αν έχει «παλιώσει» και έχει αντιγραφεί από άπειρους μουσικούς όλα αυτά τα χρόνια, παραμένει αυθεντικός και μοναδικός. Απλησίαστος.
Ακόμα και όταν ακούγεται σαν '90s rave (στο «Truant») με όλες τις παύσεις και τις επιστροφές του ρυθμού -σαν στιγμές χορευτικής έξαρσης σε παράνομο πάρτι με διακοπές για να πάρεις ανάσα- είναι απίστευτα σημερινός. Το «Truant» όχι απλά δεν πάλιωσε καθόλου από το 2012 που βγήκε σε single, αλλά λειτουργεί ακόμα καλύτερα μετά από 7 χρόνια μέσα σε αυτόν τον συρφετό από κακά χορευτικά κομμάτια που υπάρχει σήμερα. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα κομμάτια του. Λειτουργούν σήμερα καλύτερα από ποτέ, όπως λειτουργεί ένα κλασικό έργο πέρα από την εποχή του.
Ακούγοντας το «Street Halo», ένα δυνατό τέκνο με λουπαρισμένα hi-hats και χτυπήματα των χεριών που δίνουν τον ρυθμό, ενώ στο βάθος μία κλαψιάρικη φωνή δημιουργεί μια θλιμμένη μελωδία, σκέφτομαι ότι εδώ μέσα είναι κλειδωμένα όλα τα νιάτα μιας γενιάς που πρόλαβε να ζήσει τις καλές μέρες του κλάμπινγκ, αλλά και μιας γενιάς που το έζησε στην παρακμή του με τον δικό της τρόπο. Το «Tunes 2011 to 2019» είναι το αριστούργημα μιας εποχής που μας αποχαιρετάει με τον καλύτερο τρόπο, με έναν δίσκο που έπρεπε να βγει στο τέλος αυτής της δεκαετίας, ίσως την χειρότερη που ζήσαμε από κάθε άποψη...
Street Halo
σχόλια