Σχεδόν πέντε χρόνια μετά τη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Κοσμά Ξενάκη που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2015, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης παρουσιάζει στο Μέγαρο Εϋνάρδου την έκθεση «Κοσμάς Ξενάκης: Χασάπηδες και Κριοφόροι», η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Μαρτίου.
Ο Κοσμάς Ξενάκης (1925-1984) υπήρξε ένας από τους πιο καινοτόμους και συγχρόνως από τους πιο ερμητικούς Έλληνες καλλιτέχνες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, δημιουργός που κινήθηκε με εντυπωσιακή συνέπεια και απαράμιλλη ποιότητα σε ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών περιοχών, πειραματιζόμενος με τη μορφή, τα υλικά, την ίδια την έννοια του καλλιτεχνικού έργου. Υπήρξε ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, σκηνογράφος, δημιουργός σύνθετων δράσεων/χάπενινγκ και βέβαια αρχιτέκτονας, που δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τη μνημειακή κλίμακα και τη δημιουργία έργων που παρενέβαιναν στο τοπίο.
Η έκθεση αυτή, ιδέα του διευθυντή του ΜΙΕΤ Διονύση Καψάλη, εστιάζει αποκλειστικά σε μία θεματική ενότητα του ζωγραφικού έργου του Ξενάκη, τις παραστάσεις χασάπικων που διανθίζονται από εξιδανικευμένες μορφές νέων Κριοφόρων και, σπανιότερα, Μοσχοφόρων. Ο συνεπιμελητής της έκθεσης, ιστορικός της τέχνης, Σπύρος Μοσχονάς, μίλησε στο Lifo.gr για τον σημαντικό ζωγράφο, ο οποίος παραμένει μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό.
Ο Ξενάκης ήταν ένας ακούραστος δημιουργός που δεν φοβήθηκε να μετρηθεί με μια σειρά από καλλιτεχνικά πεδία (ζωγραφική, γλυπτική, χάπενιγκς, animation κ.ά.), βρισκόμενος πάντοτε στην αιχμή της εγχώριας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
«Ο Κοσμάς Ξενάκης πέθανε τον Φεβρουάριο του 1984. Ήταν μόλις 59 ετών και στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη φιλοξενούνταν η δέκατη ατομική του έκθεση με μνημειακούς πίνακες και χάλκινα γλυπτά. Μετά το θάνατό του πραγματοποιήθηκαν το 1990 μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου στην Εθνική Πινακοθήκη, σε επιμέλεια της Νέλλης Μισιρλή, το 2002 μια έκθεση πινάκων του στην Ακαδημία Αθηνών με πρωτοβουλία του τότε ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση, και το 2015 στο Μουσείο Μπενάκη μια ακόμη αναδρομική έκθεση, αυτή τη φορά από τον Γιώργο Χατζημιχάλη.
Παρά τις σημαντικές αυτές μεταθανάτιες εκθέσεις, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο πρόωρος θάνατος του Κοσμά Ξενάκη δεν επέτρεψε να γίνει ευρύτερα γνωστή η καλλιτεχνική του παραγωγή. Όμως, η σύνθετη εργασία του, που δεν εξαντλείται αποκλειστικά στη ζωγραφική αλλά επεκτείνεται δυναμικά και σε άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, τον κάνει να στέκει ως ιδιαίτερη περίπτωση στο πλαίσιο της νεοελληνικής μεταπολεμικής τέχνης.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο Ξενάκης μπορεί να ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος -ουσιαστικά- ζωγράφος κάτω από τη σκιά του Τσαρούχη, που ήταν ο πρώτος του δάσκαλος, του Διαμαντόπουλου, του Γκίκα και του Πικιώνη -καθηγητές του στο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε αρχιτέκτονας- και να ήταν ενταγμένος οργανικά στο κίνημα της «ελληνικότητας», το οποίο κυριάρχησε στα χρόνια του '30 αλλά και μέχρι τη δεκαετία του '50, όμως γρήγορα ανέπτυξε έναν λόγο πρωτοποριακό, καινοτόμο.
Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι (1954-1956), ο νεαρός καλλιτέχνης στράφηκε προς την αφηρημένη τέχνη (η εδραίωση της αφαίρεσης στη μεταπολεμική ελληνική τέχνη στάθηκε ένα ιδιαίτερο στοίχημα των προοδευτικών καλλιτεχνών), ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ξεκίνησε η συστηματική ενασχόλησή του με τη μνημειακή γλυπτική –όλα αυτά παράλληλα με την βασική του επαγγελματική ενασχόληση, που ήταν η αρχιτεκτονική.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ξενάκης δούλεψε για μεγάλο διάστημα στο γραφείο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Ειδικά την περίοδο 1958-60 εργάστηκε για λογαριασμό του Δοξιάδη στο Ιράκ, ενώ το 1964-65 ήταν διευθυντής του Doxiades Iberica, του παραρτήματος του Δοξιάδη στη Μαδρίτη. Από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Ξενάκης ασχολήθηκε και με το φιλμ, δημιουργώντας πειραματικά φιλμ με θέμα τα γλυπτά του, ενώ το 1971 παρουσίασε στο θέατρο Ρεξ-Κοτοπούλη, στο πλαίσιο της Τέταρτης Διεθνούς Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής, το Πολύτεχνο Επιβολή, που ήταν από τα πρώτα καλλιτεχνικά δρώμενα/περφόρμανς που παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα.
Από όλα αυτά, γίνεται αντιληπτό ότι ο Ξενάκης ήταν ένας ακούραστος δημιουργός που δεν φοβήθηκε να μετρηθεί με μια σειρά από καλλιτεχνικά πεδία (ζωγραφική, γλυπτική, χάπενιγκς, animation κ.ά.), βρισκόμενος πάντοτε στην αιχμή της εγχώριας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας», τονίζει ο κ. Μοσχονάς.
Όπως αναφέρθηκε, ο Ξενάκης ξεκίνησε να μαθαίνει ζωγραφική κοντά στον Τσαρούχη. Τόσο ο Τσαρούχης όσο κι ο Διαμαντόπουλος είχαν φιλοτεχνήσει, ήδη από τη δεκαετία του '30, λαϊκά μαγαζιά και επαγγέλματα. Εδώ, ίσως, εντοπίζεται και το έναυσμα για να ασχοληθεί ο νεαρός ζωγράφος με το θέμα του χασάπη.
Όμως, πολύ γρήγορα, η θεματική του χασάπη αποκτά πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στο ευρύτερο πλαίσιο της ζωγραφικής του Ξενάκη. Μάλιστα, στα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι, ο ζωγράφος θα δουλέψει αποκλειστικά σε δύο ενότητες πινάκων: α) τους χασάπηδες/κριοφόρους και β) μια σειρά με λουόμενες, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκες στη θάλασσα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1945, που χρονολογούνται τα πρώτα έργα του, έως το 1960, οπότε ο Ξενάκης στρέφεται αποκλειστικά στην αφηρημένη τέχνη, σώζονται περί τα πεντακόσια έργα -πίνακες, τέμπερες, έγχρωμα και ασπρόμαυρα σχέδια- με θέμα τον χασάπη/κριοφόρο.
Στο Μέγαρο Εϋνάρδου παρουσιάζονται περί τα ογδόντα έργα αναρτημένα στους τοίχους και περίπου εξήντα σχέδια σε ειδικές προθήκες, όλα χρονολογημένα στην περίοδο 1945-1960. Στόχος είναι να παρουσιαστεί στο κοινό ο ζωγραφικός αυτός πλούτος, αφού πολλά από τα έργα εκτίθενται για πρώτη φορά, μετά την πρώτη ατομική έκθεση του Ξενάκη στην Αθήνα, στην Αίθουσα Πέην, το 1957.
Ειδικότερα, η έκθεση εστιάζει σε φορμαλιστικά ζητήματα: επιδιώκει να δείξει πώς ο νεαρός Έλληνας ζωγράφος ξεκίνησε από μια παραστατική ζωγραφική πλήρως ενταγμένη στις αναζητήσεις της ελληνικής τέχνης της περιόδου (1945-1954), αλλά μετά την εμπειρία του Παρισιού και κάτω από την επίδραση της ευρωπαϊκής τέχνης οδηγήθηκε, τελικά, προς την αφαίρεση.
Την έκθεση συνοδεύει μια πρωτότυπη, εκτενής μελέτη του Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου, καθηγητή Ιστορίας της Νεοελληνικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που επιχειρεί να αναδείξει τις εικονογραφικές πηγές του Ξενάκη, αλλά και να συνδέσει τα έργα αυτά, τουλάχιστον της ελληνικής περιόδου, με τις δύσκολες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εμφυλιακής Ελλάδας.
«Στην έκθεση ο επισκέπτης θα στοχαστεί πάνω στην έννοια της βίας (φανερής ή συγκαλυμμένης), στην εικόνα του λαϊκού ανθρώπου/χασάπη και θα δει πώς μια "ελληνική" ζωγραφική μεταπλάθεται -κάτω από την επίδραση του μοντερνισμού- σε διεθνή έκφραση», σημειώνει ο Σπύρος Μοσχονάς.
«Κοσμάς Ξενάκης: Χασάπηδες και Κριοφόροι»
Μέγαρο Εϋνάρδου, ΜΙΕΤ
Αγίου Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου
Διάρκεια έκθεσης: Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019 – Σάββατο 28 Μαρτίου 2020
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα έως Παρασκευή 11.00 – 18.00 & Σάββατο 11.00 – 17.00
Ξεναγήσεις:
Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020 στις 12.00, ξενάγηση από τον ζωγράφο Γιώργο Χατζημιχάλη. Θα ακολουθήσει ξενάγηση στην έκθεση του Σπ. Παπαλουκά από τον επιμελητή της έκθεσης Μάρκο Καμπάνη.
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020 στις 12.00, ξενάγηση από τον ιστορικό τέχνης Σπύρο Μοσχονά.
Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020 στις 12.00, ξενάγηση από τον ζωγράφο Κύριλλο Σαρρή.