Πόσο καλά μπορεί να ξέρει κανείς τον Ντοστογέφσκι, ο οποίος μπορούσε εν τέλει να κρύβεται ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό; Ίσως και καθόλου, αφού η γνώση του εαυτού δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το πολύπλοκο εύρος του έργου του, αδύνατο να χωρέσει σε μια προσωπική εξήγηση ή ίσως φτιαγμένο ακριβώς για να αντέξει μακριά από αυτήν. Έχοντας ζήσει τα νεανικά του χρόνια εφιαλτικά και δύσκολα, δεν είχε πλέον να φοβάται κάτι, γι' αυτό ξεμπέρδεψε από νωρίς με τα απτά δεδομένα της ψυχολογικής εξήγησης ή του χαρακτήρα.
Βρέθηκε εξόριστος και σιδηροδέσμιος στη Σιβηρία για λόγους πολιτικούς, έχοντας γλιτώσει την εκτέλεση σχεδόν από θαύμα, μαθαίνοντας παράλληλα από πρώτο χέρι τι σημαίνει οσμή θανάτου, εκδίκηση, κακό και κυνισμός. Επιστρέφοντας στην πόλη, η μοίρα δεν ήταν καλύτερη, καθώς οι επιφανείς διανοούμενοι της Πετρούπολης δεν μπόρεσαν να ενσωματώσουν τον μόνιμο αποσυνάγωγο και τις πυρωμένες αλήθειες του στα λαμπερά σαλόνια τους.
Μέσα σε όλα αυτά, οι απονενοημένοι έρωτες –για τη Μαρία Ισάγεβνα ή την Πωλίνα Σουσλόβα– του στερούσαν διαρκώς τη δικαίωση και η επιληψία του τόνιζε την άρνηση της κανονικής ζωής. Φύσει και θέσει αυτοβιογραφικά, πολλά από τα αποσπάσματα των έργων του είναι ποτισμένα με συμπεράσματα προερχόμενα από μια βιωμένη με ακραίο τρόπο πραγματικότητα.
Ενδεχομένως να είναι αρκετά για να εξηγήσουν την αυξημένη ευαισθησία του Ντοστογέφσκι απέναντι στη βία κατά των γυναικών και των μικρών παιδιών, την τάση του να αντιστρέφει ιδανικά τους όρους πραγματικότητας και φαντασίας, να αναγνωρίζει, ως εκ τούτου, ως ιδανικό συνωμότη τον Θερβάντες και στο τέλος να ασπάζεται τα θερμά κείμενα της Γεωργίας Σάνδη σε σχέση με τις απλοϊκές εξηγήσεις των εκδυτικισμένων διανοουμένων του τύπου του Στεπάν Τροφίμοβιτς από τους Δαιμονισμένους.
Σε αυτήν τη συνοπτική ανθολόγηση με κείμενα υψηλής λογοτεχνικής διαύγειας ή ένθερμης πολεμικής ή ειρωνείας, σε ύφος ανάλογο με αυτό του αφηγητή των Δαιμονισμένων, διαφαίνεται το όραμα του Ντοστογέφσκι για την επιστροφή σε έναν κόσμο αθωότητας, όπου θα δεσπόζουν η ομόνοια και η αγάπη, ενώ προβάλλεται επίσης η ανάγκη του επαναπροσδιορισμού της ρωσικής ταυτότητας πέρα από τα στενά όρια ενός έθνους ή μιας επικράτειας.
Όλα αυτά φαίνονται διάχυτα στο προσωπικό του εργαστήρι που είναι το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, το οποίο ανθολογείται με ακρίβεια σε ένα τομίδιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η ρωσική ψυχή από τις εκδόσεις Πατάκη και τη σειρά «Πολύτιμοι Λίθοι», σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Σε αυτό σταχυολογούνται ουσιαστικά οι πιο καίριες παρεμβάσεις του αχανούς Ημερολογίου του Φιόντορ Ντοστογέφσκι, του οποίου η πλήρης έκδοση ολοκληρώθηκε μόλις το 2011 και εκτείνεται σε χίλιες πεντακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες.
Σε αυτήν τη συνοπτική ανθολόγηση με κείμενα υψηλής λογοτεχνικής διαύγειας ή ένθερμης πολεμικής ή ειρωνείας, σε ύφος ανάλογο με αυτό του αφηγητή των Δαιμονισμένων, διαφαίνεται το όραμα του Ντοστογέφσκι για την επιστροφή σε έναν κόσμο αθωότητας, όπου θα δεσπόζουν η ομόνοια και η αγάπη, ενώ προβάλλεται επίσης η ανάγκη του επαναπροσδιορισμού της ρωσικής ταυτότητας πέρα από τα στενά όρια ενός έθνους ή μιας επικράτειας.
Είναι προφανές ότι η βάση της αποτύπωσης ενός τέτοιου οράματος είναι μια χώρα όπου η ψυχή θα προασπίζεται «στόχους οικουμενικούς και πανανθρώπινους», όπως τους έθετε ο Πούσκιν. Ο εκθαμβωτικός και συντριπτικός στην υπερβατικότητά του χαρακτήρας ενός νέου κόσμου εκ των πραγμάτων καταργεί στα μάτια του οραματιστή Ντοστογέφσκι τον χαρακτήρα της καθημερινότητας που προασπίζονταν ο κόσμος της εμπειρίας και των επιστημών και οι ανάλογες αρχές του δυτικού Διαφωτισμού.
Σχεδόν αναγκαστικά, λοιπόν, καταλήγει ένας μέγας αντιδραστικός, σε αντίθεση με αυτό που σημαίνοντες Ευρωπαίοι μελετητές, όπως η Ρόζαμουντ Μπάρτλετ, η οποία υπογράφει την εισαγωγή της Ρωσικής Ψυχής, επιμένουν να διαβάζουν ως «πανσλαβισμό» – ο Ντοστογέφσκι μάλλον δείχνει να προσβλέπει σε ένα ιδεατό σύμπαν, όπου δεν διαφεντεύουν πλέον το κράτος, οι διανοούμενοι ή η καθεστωτική Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο λαός με τη μεγάλη ψυχή, τη δύναμη της επιθυμίας και τον ρομαντικό μυστικισμό.
Αυτά διέκρινε και ο Τζορτζ Στάινερ, ο οποίος στη μελέτη του Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδόσεις Αντίποδες) επέμενε πως η «ρωσική σκευή ήταν κυριολεκτικά θεομανής» και πως «οι οραματιστές και οι κυνηγημένοι είναι εκείνοι που κατάφεραν να γράψουν τα τιτάνια βιβλία».
Την τρικυμία που ξεσήκωσε ο Ντοστογέφσκι στο πέλαγος του αστικού μυθιστορήματος επέμενε να την αποκαλεί σαρωτική, παρόμοια με εκείνη που έφερε στο δράμα ο Σαίξπηρ. Καμία σχέση δεν έχει το έργο του, λοιπόν, με το κλασικό ευρωπαϊκό αστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα που διαμορφώνεται την εποχή εκείνη και εύστοχα ο Στάινερ τοποθετεί τον Ρώσο συγγραφέα δίπλα σε εκπροσώπους του αμερικανικού μυθιστορήματος, όπως ο Μέλβιλ, ως προς τον υπερβατικό στόχο του και τη βαθιά μεταφυσική του δομή.
Ίσως να βοηθούν και τα μεγέθη, καθώς τέτοιοι σπουδαίοι συγγραφείς βασανίζονται από την απεραντοσύνη της γης και του θαύματος που δικαιολογούν την υπερβολή σε χώρες όπου τα πάντα, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή ήπειρο, ήταν υπερμεγεθυμένα. Μπορεί οι απέραντες στέπες να μην πρωταγωνιστούν στις περιγραφές του Ντοστογέφσκι, ο οποίος επιμένει στα σκοτάδια του αστικού σύμπαντος, στα υπόγεια και στα χαμαιτυπεία, αλλά του επιτρέπουν να ονειρευτεί έναν κόσμο που εκτείνεται πέρα από τα όρια μιας χώρας.
Αυτό φανερώνει το ουτοπικό και σχετικά μη προβεβλημένο διήγημα Όνειρο ενός γελοίου που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δοκίμια της Ρωσικής Ψυχής και φανερώνεται σχεδόν σαν μανιφέστο για το μέλλον της Ρωσίας, μοιάζοντας ταυτόχρονα αποκαλυπτικό και μεσσιανικό, χωρίς καν την παρουσία ενός Μεσσία. Με σύγχρονους όρους θα μιλούσαμε για κείμενο ακραίου ουτοπισμού ή χιπισμού, καθώς τα πάντα εδώ, όπως τονίζει ο αφηγητής, είναι λουσμένα στο φως, σαν τα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους, σε τέτοιον βαθμό που σχεδόν «είχε την εντύπωση πως τα πάντα έλαμπαν εορταστικά, σαν έναν μεγάλο, άγιο, από παλιά αναμενόμενο θρίαμβο.
Μια τρυφερή, σμαραγδένια θάλασσα πλατάγιζε ήσυχα στην ακτή, φιλώντας με αγάπη μια φανερή, ορατή, σχεδόν συνειδητή αγάπη. Τα ψηλά, υπέροχα δέντρα υψώνονταν σε όλο το μεγαλείο της άνθησής τους, ενώ τα ατελείωτα φυλλαράκια τους –είμαι σίγουρος γι' αυτό– με χαιρετούσαν με το ήσυχο, τρυφερό τους θρόισμα και έμοιαζαν να προφέρουν λόγια της αγάπης. Οι ανεμώνες έλαμπαν με τα φωτεινά τους χρώματα (...). Στο τέλος είδα και γνώρισα όλους τους ανθρώπους της ευτυχισμένης αυτής γης».
Όσο κι αν ο αφηγητής στο τέλος αποκαλύπτει πως τη γη αυτή την οραματίστηκε σε ένα όνειρο, ουσιαστικά αντιστρέφει τους όρους μεταξύ φανταστικού και πραγματικού, αφού η φαντασία έχει μεγαλύτερη ισχύ από την πραγματικότητα και το ενορατικό θάμβος αποκτά περισσότερη ενάργεια και δύναμη από τις «ανήμπορες λέξεις μας». Η «επιφάνεια», δηλαδή η αδιαμεσολάβητη σύλληψη ενός άλλου κόσμου, αποκτά άλλη διάσταση στα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι και μόνο τυχαία δεν είναι, αφού συνιστά μέρος ενός άλλου, ενορατικού τρόπου ανάκτησης του πραγματικού.
Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει στο υπέροχο δοκίμιό του για τον Δον Κιχώτη, ο διάσημος ιππότης τρελαίνεται όταν αρχίζει να αναζητά το ρεαλιστικό στοιχείο, και όχι το αντίθετο: «Δεν τον ανησύχησε η εμφάνιση των μαγεμένων στρατών, αυτό είναι κάτι που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι σπουδαίοι και υπέροχοι ιππότες να επιδείξουν όλη τους την αρετή, αν δεν περνούσαν όλες αυτές τις δοκιμασίες, αν δεν υπήρχαν ζηλιάρηδες γίγαντες και κακοί μάγοι;».
Το παν, επομένως, είναι να διασώσεις στον λόγο σου την πίστη σε έναν άφθαρτο κόσμο, μακριά από τη μικρότητα και τη διαφθορά του ρεαλισμού στον άνθρωπο, ο οποίος, για να ανυψωθεί, πρέπει να γνωρίσει πρώτα, όπως οι εκπεπτωκότες ήρωες Ραγκόζιν ή Σταυρόγκιν, την αμαρτία.
Αυτό το υπέρτατο χρέος ως μερίδιο ευθύνης, που οφείλουν να μοιράζονται οι συγγραφείς, αναγνωρίζει προφανώς στον εαυτό του ο Ντοστογέφσκι, ο οποίος υποστηρίζει ότι για να κατανοήσει πως ο άνθρωπος εκτείνεται πέρα από τις κοινωνικές δομές, κάτι το οποίο καταμαρτυρεί στον Γκόγκολ ή στον Τολστόι, οφείλει να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή, φτάνοντας σε όρια που συνορεύουν με την τρέλα, όπως αυτά που είδαν σπουδαίοι δημιουργοί όπως ο Θερβάντες ή η Σάνδη. Και έχει κανείς την αίσθηση ότι όταν μιλάει για εκείνη την αξέχαστη συγγραφέα περιγράφει σε μεγάλο βαθμό την ιδανική εικόνα που θα ήθελε να έχει για τον εαυτό του σε έναν ρόλο που εκτείνεται πέρα από το απτό, το μετρήσιμο και το ανθρώπινο: «Η Γεωργία Σάνδη δεν είναι φιλόσοφος, αλλά είναι μια από τους πιο ενορατικούς προαγγέλους (αν επιτρέπεται μια τόσο εξεζητημένη φράση) ενός ευτυχισμένου μέλλοντος για την ανθρωπότητα, στην επίτευξη των ιδανικών του οποίου η ίδια πίστευε με γενναιότητα και μεγαλοψυχία όλη της τη ζωή. Κι αυτό ακριβώς επειδή η ίδια, μέσα στην ψυχή της, ήταν ικανή να φτάσει αυτό το ιδανικό. Η διαφύλαξη αυτής της πίστης μέχρι τέλους είναι συνήθως το πεπρωμένο των μεγάλων ψυχών, όλων των αληθινών ανθρώπων».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO