> Το μόνο σίγουρο είναι πως γεννήθηκα στη Χίο. Ήρθα στην Αθήνα το 1970 για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Από τη Χίο ήθελα να φύγω πάρα πολύ. Έπαιξαν πολλά ρόλο. Η επαρχία σε περιορίζει, ειδικά εκείνη την εποχή. Ήταν μια κλειστή κοινωνία που δεν σε άφηνε ν’ αναπνεύσεις εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, σε τροφοδοτούσε μ’ εμπειρίες.
> Όταν φεύγεις από έναν τόπο, μετράς το παρελθόν σου και τις γνώσεις σου. Αποκτά αξία μέσα σου κάτι όταν σου λείπει. Αυτός είναι ένας λόγος που ταξιδεύουμε. Για να εκτιμήσουμε το παρελθόν μας. Οι Έλληνες, στην αρχαιότητα, θεωρούσαν τα ταξίδια τη μεγαλύτερη πηγή γνώσης και αυτογνωσίας. Μπορείς να δεις από απόσταση τα πράγματα και να τα κρίνεις πιο σωστά. Όπως λέει και ο Βιζυηνός, το «κάθε ταξίδι είναι το μεγαλύτερο ταξίδι του κόσμου».
> Όταν ήρθα στην Αθήνα, ένιωσα τρόμο. Ένα πάγωμα. Μια ψύχρα που αισθάνεσαι σε έναν χώρο που δεν είναι δικός σου και πρέπει να τον αναγνωρίσεις. Αυτό το αίσθημα σε διακατέχει γιατί μόνο με τις ανθρώπινες σχέσεις μπορείς να συμφιλιωθείς με έναν χώρο. Δεν ήμουν καλά στην Αθήνα, καθετί με ξένιζε. Από τη στιγμή που έκανα παιδιά κι έφτιαξα ένα πλέγμα αγάπης και δημιουργικότητας, «κλείστηκα» μέσα σε έναν χώρο φιλοξενίας. Βρήκα κι εγώ ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο που λέγεται «Αθήνα».
> Από 12 ετών ασχολιόμουν με το θέατρο. Έπαιζα στην ερασιτεχνική ομάδα στο χωριό μου. Μετά με έπιασαν οι ντροπές της εφηβείας, μέχρι που με πίεσαν τα κορίτσια που ήξεραν ότι τα κατάφερνα και έπεισαν τον γυμνασιάρχη να μου δώσει τον πρώτο ρόλο σε μια σχολική παράσταση. Εκείνη την περίοδο ο ηθοποιός ήταν ένας όρος παραβατικός. Δεν είχε σχέση με κανονικούς ανθρώπους, αλλά με αυτούς που για κάποιον λόγο ήταν παράξενοι. Αυτό, τουλάχιστον στην επαρχία. Δεν υπήρχε η τηλεόραση, που εξοικείωσε την υποκριτική με τον απλό κόσμο. Υπήρχαν μόνο τα μπουλούκια, που, ενώ για τους άλλους ήταν ένα είδος αλητείας, εμένα μου ασκούσε μια γοητεία.
> Δεν αντιμετώπισα ποτέ την τέχνη ως επάγγελμα. Δεν πίστευα ότι μπορεί να είναι επάγγελμα αυτό του ηθοποιού. Όταν ένας ηθοποιός είναι επαγγελματίας, χάνει την αποστολή του, που είναι ανεκτίμητη. Δεν με ενδιαφέρει που έχει εκφυλιστεί το είδος. Εμένα μ’ ενδιαφέρει το αρχέτυπο. Αν τείνεις σε αυτό, μπορείς να βρεις μια δόση αλήθειας ή να αποκτήσεις κριτήρια. Αν το αφήσεις στον χυλό που έχει δημιουργηθεί, χάνεις και την αξία των λέξεων.
> Η δεξαμενή για τους κινηματογραφικούς ήρωές μου ήταν η φυσικότητα. Μου αρέσει να τρυγώ το δημιουργικό κομμάτι των ηρώων μου. Δεν με ενδιαφέρει το αρνητικό τους στοιχείο. Καθένας προσπαθεί να υποστηρίξει την ύπαρξή του όπως μπορεί. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί σε αυτό τον κόσμο, αλλά άνθρωποι που με κάθε τρόπο προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τον θάνατο, με την ύπαρξή τους. Ο καθένας, με τον εγκέφαλο που έχει, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Ακόμα και έναν εγκληματία μπορεί να τον υμνήσεις παραπάνω από έναν αδιάφορο άνθρωπο. Οι τρεις ταινίες μου έχουν αντλήσει από το υλικό της μνήμης. Στο Δέντρο που πληγώναμε, στη Νίκη της Σαμοθράκης και στην Εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων συνειδητά δεν με ενδιέφερε να αρχειοθετήσω ένα ηθογραφικό υλικό. Στο Δέντρο, για παράδειγμα, με ενδιέφερε ο χρόνος που περνά αμείλικτα. Η ταινία δεν είχε σχέση με το 1960, αλλά με το 1985, οπότε κι έκανα την ταινία.
> Τα έργα του Βιζυηνού αλλά και του Καραγκιόζη ανάγονται στα πιο τρομερά επιτεύγματα είτε της προσωπικής κατάθεσης, που είναι ο πρώτος, είτε της συλλογικής, που είναι ο δεύτερος. Δεν είναι θέματα που πρέπει να τα αφήσεις. Είναι ρεπερτορίου και δεν πρέπει να σταματήσουν να παίζονται. Αισθανόμαστε την ανάγκη να τα αναμορφώσουμε, έτσι ώστε να είναι επίκαιρα και σύγχρονα, ώστε να φύγει αυτή η μούχλα που τα κάνει γραφικά και φολκλορικά. Ο Βιζυηνός είναι ποιητής. Στα έργα του έχει αποκρυσταλλωθεί όλη η ουσία του ελληνικού πνεύματος. Το ελληνικό πνεύμα που συλλέγει το κάλλος και τείνει προς την αρετή και την υπέρβαση. Μια πλατωνική διαδρομή που έχει πραγματωθεί σε πολλά έργα τέχνης. Από το αρχαίο δράμα στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου και στον Βιζυηνό. Η οπτική μέσα από την οποία βλέπει τα πράγματα είναι η αρχαία ελληνική. Ενώ είναι προσωπικό το θέμα, αγγίζει τους πάντες γιατί θίγεται το ζήτημα των αξιών. Τι είναι αυτό που συγκινεί διαχρονικά; Πως συνδέεται ο προφανής με τον μυστικό κόσμο με έναν τρόπο που να μη γίνεται γελοίος.
> Αν δεν έχεις έμπνευση στη ζωή, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αν δεν έχεις όραμα και προσπαθείς απλώς να τη βγάλεις όπως όπως, τότε όλα συρρικνώνονται και γίνεσαι κι εσύ πολύ μικρός. Ενώ τα άλλα είναι ζητήματα για τα οποία πρέπει να πάρεις θέση με πράξεις ανθρώπινες, αυτό είναι ένα τίμημα, το οποίο όμως έχει αξία. Αυτό κάνει ο Βιζυηνός. Δεν είναι ένα έργο παρωχημένο που μας αρέσει η γλώσσα του για αισθητικούς, τάχα μου, λόγους. Ας το κάνει ένας σήμερα που να μας συγκινήσει τόσο πολύ. Ας κάνει ένα μοντέρνο έργο κάποιος που να μην έχει μέσα δήθεν επινοήματα και άλλες σαχλαμάρες, που να περιγράφει έτσι πώς μπλέκεται ένας άνθρωπος μέσα στα νύχια της ύπαρξης. Θάνατος και κίνδυνος: τι κάνεις εκεί; Πώς διαχειρίζεσαι τον ανθρώπινο μύθο, όπως ο παππούς στο Μόνον της ζωής του ταξείδιον. Ο παππούς δεν είναι απλώς ο παππούς, αλλά ο Όμηρος που μάζεψε τις ιστορίες των ανθρώπων και τις έκανε αφήγηση. Με αυτό τον τρόπο, όταν ο μύθος αποστασιοποιείται με λέξεις, γίνεται πραγματικότητα.
> Αν ψωνιστεί ο καλλιτέχνης, τότε δεν κάνει αυτό που προσδοκά ο καθένας να αναγνωρίσει στην τέχνη. Στην τέχνη περιμένουν όλοι να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και να συγκινηθούν από ένα κοινό σημείο. Αν συγκινηθούν 1.000.000 Έλληνες, σημαίνει ότι το αξιολογικό σύστημα δουλεύει σωστά. Ότι μπορούμε να μιλήσουμε με έναν κοινό κώδικα. Αν το έργο τέχνης δεν εμπεριέχει αυτό τον κώδικα και μετά πάει ο καθένας σπίτι του και προσπαθεί να καταλάβει τι είδε, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει έργο τέχνης αλλά μια σκατούλα. Αν δεν έχει αυτήν τη συναίσθηση ο καλλιτέχνης, ότι δουλεύει με κώδικες που χτυπάνε πάνω στην κοινή εμπειρία και πάνω στην κοινή αίσθηση του τι αφορά, τότε μιλάμε για μια κινούμενη άγνοια που επιτρέπεται μόνο στα πρώτα χρόνια της ζωής μας.
> Η κρίση, εκ των πραγμάτων, είναι μια επαναξιολόγηση των πραγμάτων. Φεύγουν οι αυταπάτες, οι υπεραξίες που πήραν κάποια πράγματα. Είναι ένα φυσικό επακόλουθο μιας επιπόλαιας αντιμετώπισης των σοβαρών πολιτικών θεμάτων. Όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης, αλλά η κακή διαχείριση στον βωμό της επιπολαιότητας και της ξεγνοιασιάς έγινε από τους κυρίως υπεύθυνους. Δεν υπήρξαν πολιτικοί που να δουν την Ελλάδα μετά από πενήντα χρόνια και να τη συνδέσουν ταυτόχρονα με την αρχαία κληρονομιά. Δεν υπήρξαν εμπνευσμένοι πολιτικοί, αλλά ευτελείς. Είναι απαράδεκτο να υπάρχουν άνθρωποι στην πολιτική που έχουν πλήρη άγνοια της φιλοσοφίας και της τέχνης. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να λειτουργήσει η πολιτική χωρίς αυτά τα δύο. Η πολιτική είναι η εφαρμογή της τέχνης και της φιλοσοφίας. Και η τέχνη και η φιλοσοφία έχουν κύριο σκοπό τους να προβλέπουν για την πολιτική.
σχόλια