Γι’ άλλη μια φορά η Ύδρα υπήρξε η απόλυτη πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Υπάρχει κάτι μαγικό στο να φεύγεις απ’ τη δουλειά σου Δευτέρα μεσημέρι για να πεταχτείς καλεσμένη για μια «δουλειά» στην κοντινή Ύδρα. Η μαγική ενέργεια πολλαπλασιάζεται, δε, όταν αυτό το κάνουν μαζί σου την ίδια ώρα 300 περίπου άτομα, τα οποία ταξίδεψαν από διαφορετικά μέρη του κόσμου για να έρθουν στο ίδιο μέρος για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Το δελφίνι έμοιαζε έτοιμο να απογειωθεί απ’ το ανεβασμένο ηθικό όλων, που συνδυαζόταν για τη στιγμή. Και αυτό στη σημερινή Αθήνα δεν είναι, δυστυχώς, δεδομένο! Η αντίστιξη ανάμεσα στην πολλή ζέστη εκείνης της μέρας, στο άγχος για την καθημερινότητα και το μέλλον, στη βαρύτητα αυτής της συγκεκριμένης στιγμής για την Ελλάδα, στην έλλειψη ελπίδας λόγω των καθημερινών ειδήσεων και στο να αρμενίζεις πάνω σε ένα πανέμορφο σκαρί στη μέση του Σαρωνικού είναι απρόσμενη, περίεργη και ανακουφιστική.
Κι ύστερα, η Ύδρα, το νησί των παλιών και παντοτινών διακοπών όπου οι άνθρωποι κυκλοφορούν με πετσέτες πάνω στους ώμους, όπου το πέρασμα του χρόνου δεν έχει διαφθείρει καθόλου την κομψότητα, όπου όλα είναι σταματημένα σε μια μέρα χωρίς ημερομηνία, τόσο παρελθοντική όσο και μελλοντική (σίγουρα τη μέρα της «Αγίας Ευτυχίας»), ένας τόπος για τον οποίο τα αυτοκίνητα δεν έχουν διαβατήριο, όπως ούτε κι οι φωνακλάδες, θυμωμένοι οδηγοί τους. «Δεν υπάρχει περίπτωση λάθους σε αυτό το νησί. Ό,τι και να κάνεις, όπου και να πας, είναι σωστό», μου λέει μια Αμερικανίδα παραγωγός (η παραγωγός του Τraffic, ανάμεσα σε άλλες γνωστές ταινίες), καλεσμένη του Δάκη Ιωάννου για το γεγονός.
Η Ύδρα είναι πάντα «βασίλισσα», απλώς τώρα που τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα πια στην Αθήνα, η επίσκεψη μού φαίνεται σαν «ταινία επιστημονικής φαντασίας», σαν να έχω μπει σ’ ένα υπέροχο σενάριο, απ’ το οποίο μακάρι να μη με άφηναν να βγω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τίποτα δεν μπορεί να φαίνεται άσχημο ή κακό, όσο ανεπαρκές ή αδύναμο και να είναι. Το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, ακολουθώντας τις προσπάθειες άλλων στο νησί (της συλλέκτριας Πολίν Καρπίδα, η οποία ξεκίνησε τις ετήσιες εκθέσεις, και του εικαστικού Δημήτρη Αντωνίτση, ο οποίος κάνει κάθε χρόνο στο σχολείο εκθέσεις, και μάλιστα με εμπορική διάσταση), καλεί κάθε χρόνο στον χώρο του (τα παλιά σφαγεία) έναν καλλιτέχνη διεθνούς φήμης να κάνει μια καινούργια παραγωγή.
Και πολύ-πολύ κόσμο να συγκεντρωθεί για να τη δει. Μέσα σε τρία χρόνια, οι ισάριθμες εκθέσεις των Mathew Barney, Maurizio Cattelan και τώρα του Doug Aitken, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, σε μεταφέρουν ουσιαστικά σε μια άλλη πραγματικότητα. Αυτό, σε συνδυασμό με την άψογη οργάνωση των εκδηλώσεων του ιδρύματος και την εξαιρετική και από καρδιάς φιλοξενία του Δάκη και της Λιέτας Ιωάννου, η οποία έχει προσωπική ακτινοβολία ακόμη και εάν οι καλεσμένοι είναι 300, είναι εγγύηση για ουσιαστική επιτυχία. Όλοι γύρω είναι εκστασιασμένοι κι ευτυχισμένοι. Η ιδέα των σφαγείων στην Ύδρα είναι τόσο καλή και ιδιαίτερη, ώστε η επιτυχία είναι ούτως η άλλως προδιαγεγραμμένη. Φέτος, ο Doug Aitken κάνει ένα καινούργιο φιλμ για το πολύ γνωστό θέμα του σύγχρονου «κοσμοπολιτισμού» και της διάσπασης που φέρνει η αδιάκοπη μετακίνηση στην ουσιαστική επικοινωνία και το συναίσθημα. Ορμώμενος από ένα απόσπασμα της Τζόαν Ντίντιον από το White Album (1979), ο Aitken καταλήγει σ’ ένα απλό concept και ακόμη πιο απλό (ίσως λιγάκι περισσότερο απ’ όσο πρέπει) κείμενο-σενάριο, κατά το οποίο η Κλοέ Σεβινί επαναλαμβάνει φράσεις όπως checking, check out, lost track of information, leaving is surviving κ.ά. μέχρι τελικής πτώσεως (όχι δικής της, αλλά του κοινού).
Τα λέει αυτά, μάλιστα, σ’ ένα κοινό που ζει με τόσο παρόμοιο τρόπο, ώστε η περιγραφή δεν είναι καν αντικείμενο ταύτισης. Το θέμα είναι τόσο βιωμένο που υπάρχει απλώς μια εύκολη όσμωση.Τι σημασία έχει, όμως; Βρισκόμαστε σ’ ένα πλοίο (τύπου «παντόφλα») στ’ ανοιχτά του πελάγους, ο ήλιος δύει, οι No Age παίζουν μουσική, η Κλοέ Σεβινί έχει πολύ τύπο και φοράει απίθανα ρούχα, σκοτεινιάζει και τ’ άστρα βγαίνουν, ο απίθανος κλακετίστας χορεύει δίνοντας τον ρυθμό, ενώ το σκάφος αρμενίζει. Αργότερα και μετά από ένα απίθανο ζογκλερικό με μαστίγια, θα φτάσουμε σ’ ένα μικρό λιμανάκι για να προχωρήσουμε σ’ έναν ερημικό και σκοτεινό δρόμο δίπλα στη θάλασσα, μέχρι να φτάσουμε στα σφαγεία. Εκεί, ένα τραπέζι για 300 άτομα μάς περιμένει στρωμένο στη μέση του δρόμου. Το τραπέζι πρέπει να είναι πάνω από ένα χιλιόμετρο. Το φεγγάρι είναι ψηλά. Πραγματικά, σε αυτό το σκηνικό «πόσο λάθος μπορείς να κάνεις;». Δεν υπάρχει περίπτωση.
σχόλια