Ζαχαρίας Μαυροειδής

Ζαχαρίας Μαυροειδής Facebook Twitter
Φωτο: Στάθης Μαμαλάκης
0

Μεγάλωσα στην Τούφα Χαλανδρίου, σε μια εποχή που η Αττική Οδός ήταν μια τεράστια αλάνα, όπου βοσκούσαν πρόβατα, η Πλακεντίας περιβαλλόταν από μποστάνια και στην πλατεία Χαλανδρίου υπήρχαν μικρασιάτικα ζαχαροπλαστεία. Θυμάμαι τη γέφυρα της Κατεχάκη σαν ένα τούνελ για μια άλλη πόλη.

Η πρώτη φορά που κατέβηκα μόνος μου στο κέντρο ήταν μέσα σε στρατιωτικό φορτηγό. Ήταν στις μεγάλες απεργίες των λεωφορείων επί Μητσοτάκη. Είχα πάει στην Πατησίων για ν’ αγοράσω τα πρώτα μου γυαλιά ηλίου με μια ξαδέρφη μου και είχα εντυπωσιαστεί από την αρχοντιά του δρόμου. Όταν μετακόμισα στο κέντρο, η σχέση μου με την Αθήνα άλλαξε ραγδαία. Απ’ το σαλόνι του σπιτιού μου στον Κεραμεικό έβλεπα την Ακρόπολη ανάμεσα από ρετιρέ, κεραίες και τυφλές όψεις. Για πολλούς μήνες στο σαλόνι μου υπήρχε μόνο μια διπλή σεζλόνγκ, όπου περνούσαμε άπειρες ώρες με φίλους «ακροπολώντας», χαζεύοντας δηλαδή την Ακρόπολη και φιλοσοφώντας.

Κάπου στα πέντε μου νοσηλεύτηκα για λίγο στο Παίδων. Θυμάμαι τη νοσηλεία μου ως μια πολύ ευχάριστη εμπειρία: ήμουν το κέντρο της προσοχής όλης της οικογένειας. Από τότε αισθάνομαι πολύ τρυφερά συναισθήματα για τα γεύματα σε μεταλλικούς δίσκους.

Όταν ήμουν μικρός, δεν είχα κάποιο πολύ ισχυρό όνειρο. Λάτρευα τους Θάντερκατς, διάβαζα Αστερίξ πριν ακόμη μάθω να διαβάζω, φοβόμουνα τη «Φρουτοπία» και ήμουν κρυφά ερωτευμένος με τον Φάντομ Ντακ. Επίσης, είχα πάθος με τα Lego. Η Μαφάλντα, ο Αρκάς, ο Αστερίξ, ο μικρός Νικόλας και ο Άντριαν Μολ είναι τα βιβλία που νομίζω ότι καθόρισαν το χιούμορ μου. Στην εφηβεία μου πέρασα ένα κόλλημα με τη γενιά του ’30, και ειδικά με τον Καραγάτση. Ο Κίτρινος Φάκελος με είχε στοιχειώσει για πολλά χρόνια, καθώς είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή. Το τελευταίο βιβλίο που μ’ εντυπωσίασε ήταν το Αγαπημένο Παιχνίδι του Λέοναρντ Κοέν.

Οι σπουδές μου στην Αρχιτεκτονική ήρθαν από κεκτημένη ταχύτητα, ως συνδυασμός μιας έφεσης στο σχέδιο και του οικογενειακού ιστορικού. Ήδη, πριν μπω στη σχολή, ήξερα ότι δεν ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας. Ήθελα, όμως, να το σπουδάσω. Η αρχιτεκτονική και το σινεμά είναι δυο συλλογικές τέχνες, με ισοδύναμο θεωρητικό και τεχνικό σκέλος, που απαιτούν τη συνεργασία πολλών ετερόκλητων ανθρώπων. Και οι δύο κατασκευάζουν κόσμους. Η αρχιτεκτονική φαντάζεται σενάρια και φτιάχνει χώρους, ενώ το σινεμά φαντάζεται χώ ρους και φτιάχνει σενάρια. Η σκηνοθεσία ήρθε αργά και αβίαστα. Πρώτα έκανα θέατρο με φίλους, μετά άρχισα να κάνω ταινίες με φίλους και σιγά σιγά το πήρα στα σοβαρά. Ουσιαστικά, έμαθα σινεμά στην πράξη, μέσα από τρομερά λάθη και πολλή δουλειά.

Η αγάπη μου για τις ταινίες του Αλμοδόβαρ ξεκίνησε κάπου στην εφηβεία μου. Όταν τελείωνα τις σπουδές μου στην
Αρχιτεκτονική έκανα μια εργασία πάνω στη χρήση του χώρου στις ταινίες του Αλμοδόβαρ. Εκεί συνειδητοποίησα με πόσο ποικίλους τρόπους μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αρχιτεκτονική ως εργαλείο αφήγησης στον κινηματογράφο. Αυτό, όμως, το οποίο μ’ έχει επηρεάσει πιο πολύ απ’ τον Αλμοδόβαρ είναι η έλλειψη σοβαροφάνειας. Τουλάχιστον μέχρι το Μίλα της ο Αλμοδόβαρ έβαζε συστηματικά στις ταινίες του στοιχεία κιτς, ποπ και φολκλόρ, που υπονόμευαν το κύρος της πλοκής του, όπως, για παράδειγμα, τα μελοδραματικά ρετρό τραγούδια, τα οποία για τους Ισπανούς ισοδυναμούν με ό,τι πιο λαϊκό - στον Ξεναγό επιχείρησα κάτι αντίστοιχο μ’ ένα τραγούδι της Μαρινέλλας.

Η αφορμή για να γράψω το σενάριο του Ξεναγού ήταν ένα άρθρο που διάβασα, το οποίο απαντούσε στο ερώτημα γιατί οι αρχιτέκτονες δεν έχουν ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο ως κινηματογραφικοί ήρωες. Η απάντηση που έδινε είναι ότι, ενώ οι αρχιτέκτονες είναι ένα επάγγελμα με κύρος αντίστοιχο των γιατρών ή των δικηγόρων, η διαδικασία της αρχιτεκτονικής δεν έχει το σασπένς που υπάρχει σε μια δίκη ή σε μια εγχείρηση. Έτσι, οι αρχιτέκτονες δεν γίνονται εύκολα πρωταγωνιστές, γιατί πολύ απλά δεν έχουν δράμα να προσφέρουν. Και είναι γεγονός: τόσο το θεωρητικό σκέλος της αρχιτεκτονικής, με τις διάφορες θεωρίες για την πόλη, τον χώρο και τον κάτοικο, όσο και το πρακτικό της σκέλος, με τον εργολάβο, τον μάστορα και το πλακάκι, δεν ενδείκνυνται ως υλικό για δράμα. Αν, όμως, προσεγγίσεις την αρχιτεκτονική ως την τρισδιάστατη και χτισμένη απεικόνιση μιας κοινωνίας, τότε μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο αφήγησης.

Η Αθήνα είναι ένα πεδίο μάχης: άνθρωποι, αυτοκίνητα, κτίρια, μνημεία, σκυλιά και γατιά, όλα παλεύουν για τον ζωτικό τους χώρο. Στην πραγματικότητα, έχουν όλοι συμβιβαστεί μ’ ένα αμφίθυμο στρίμωγμα. Εκεί κρύβεται τόσο η γοητεία όσο και η απελπισία της.

Η Αθήνα δεν είναι γκέι πόλη με την έννοια που είναι το Βερολίνο ή η Μαδρίτη. Η ανατολίτικη-βαλκανική μας πλευρά χαρακτηρίζει και την γκέι κουλτούρα, γι’ αυτό και θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί μόνο με πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Βηρυτός ή το Τελ Αβίβ. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι το αποτύπωμα της γκέι κουλτούρας στην πόλη αντικατοπτρίζει τη σύνθεση και τον χαρακτήρα της ίδιας της γκέι κοινότητάς: πολλά μπαρ και κλαμπ, λίγα καφέ, ελάχιστοι χώροι κοινωνικής δικτύωσης, ένα βιβλιοπωλείο.

Στα μάτια μου η Ακρόπολη, μαζί με το αστικό τοπίο που την περιβάλλει, συνθέτει μια εξωφρενική αρχιτεκτονική αντίφαση, εφάμιλλη ίσως αυτής των Πυραμίδων μέσα στο Κάιρο. Αυτή η μεγαλειώδης αντίφαση είναι για μένα τεράστια πηγή νοημάτων. Στην ταινία αποτελεί την οπτικοποίηση των αντιφάσεων της εθνικής μας ταυτότητας.

Έμαθα πολλά από τους ξένους ηθοποιούς που παίζουν στην ταινία. Είναι εκπαιδευτική εμπειρία να βιώνεις επεισόδια στα Εξάρχεια από το μπαλκόνι μιας Αγγλίδας ηθοποιού. Όπως και το να βλέπεις την εργασιακή ρουτίνα μεταξύ Χαλανδρίου, Παλλήνης και Καπανδριτίου μέσα από την οπτική μιας Γερμανίδας απ’ το Ανατολικό Βερολίνο. Ή ν’ ανακαλύπτεις για πρώτη φορά τη θέα από την Πνύκα μέσα από τα μάτια ενός Γάλλου. Κι έχει σημασία ότι δεν είναι απλώς ξένοι, αλλά ξένοι από τη Δύση, την Ευρώπη, το διαχρονικό μέτρο σύγκρισης. Μόνο ένας ξένος από την Ευρώπη θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι αναφερόμαστε συχνά στην Ευρώπη σαν να μην είμαστε μέρος της.

Το νέο νέο κύμα του ελληνικού σινεμά είναι ένα ετερόκλητο σύνολο δημιουργών που τους ενώνει το πείσμα και η συλλογικότητα, μέσα από την οποία κάνουν ταινίες και που αντισταθμίζει την έλλειψη χρημάτων. Οι ταινίες αυτές καθαυτές είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Κι αυτό είναι ίσως το στοιχείο που το διαφοροποιεί περισσότερο απ’ το προηγούμενο ρεύμα του ελληνικού σινεμά, όπου υπήρχε έντονη συνάφεια ύφους και πολιτικού στίγματος.

Θα ήθελα μια Αθήνα με βαμμένες όλες τις τυφλές όψεις, μποστάνια στις ταράτσες, τον Ιλισσό στη θέση της Μιχαλακοπούλου με γόνδολες που να σε πηγαίνουν από το Γουδί στο Φάληρο, πτήσεις «παραπέντε» από τον Λυκαβηττό, «παραλιοποίηση» όλης της Ποσειδώνος και ανοιχτούς όλους τους αρχαιολογικούς χώρους διαρκώς.

Οι Αθηναίοι
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT