Ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση;
Μάλλον όνειρο ήταν, θυμάμαι να κατεβαίνω από το δωμάτιό μου στην αυλή αιωρούμενος.
Πού μεγάλωσες; Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Μεγάλωσα στον Βύρωνα και στα πέριξ μέχρι τα δεκαέξι. Μεγαλώσαμε με τις πέτρες, δηλαδή θυμάμαι ότι οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι. Ερχόταν φορτηγό και μοίραζε πάγο, ήταν η εποχή πριν να υπάρξει σοκολατούχο γάλα. Αλλά ήταν ωραία. Βγαίναμε έξω και παίζαμε όλη μέρα. Τώρα τα παιδιά για να παίξουν δίνουν ραντεβού.
Εσένα και τον αδερφό σου σας μεγάλωσε η μητέρα σου;
Ναι, μόνη της. Η μητέρα μου πέθανε πριν από είκοσι μέρες. Ο πατέρας μου την έκανε το ’75. Ήταν ναυτικός και μέχρι τότε τον θυμάμαι να πηγαινοέρχεται. Ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο, με πήγε εκείνος, με άφησε και τον ξαναείδα το 1991. Δεν ζει πια, πέθανε το 2004. Η μητέρα μου μας υποστήριζε. Ποτέ δεν μου είπε τι να κάνω, δεν με πίεσε. Αφού ήθελα μουσική, μουσική θα έκανα. Χρωστάω πολλά στη μητέρα μου.
Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μουσική;
Ξεκίνησα να παίζω κιθάρα στα έξι, αλλά μεγάλωσα σε οικογένεια με πολλούς μουσικούς. Ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, ήταν ντράμερ στην Τρούμπα. Είχε παίξει με τον Μανώλη Χιώτη, τον Εσκενάζυ, τους πάντες. Επίσης, έπαιζε κόρνο στη Λυρική Σκηνή και ο αδερφός του έπαιζε τρομπέτα και μπάσο. Αυτός ο θείος έμενε δίπλα στο σπίτι μας κι έβγαινε κάθε μέρα στην αυλή και έκανε ασκήσεις με την τρομπέτα. Ήταν κάπως αναπόφευκτο να ασχοληθώ και εγώ με τη μουσική.
Και οι πρώτη σου μουσική έμπνευση;
Ο EnnioMorricone από τα γουέστερν. Βλέπαμε γουέστερν με τον αδελφό μου, πιτσιρίκια, και λέγαμε ότι αυτό θα θέλαμε να παίξουμε. Πήγα να μάθω κιθάρα στο ωδείο, έκατσα τέσσερα χρόνια κι έφυγα. Μετά έπαιξα λίγο μπάσο και στη συνέχεια ντραμς.
Πότε αποφάσισες να φτιάξεις μπάντα;
Μέχρι το 1988 που πήγα φαντάρος είχα μια μπάντα και παίζαμε κυρίως μέταλ διασκευές εδώ στο σπίτι. Το πρώτο μου ροκ live ήταν ως ντράμερ αντικατάστασης στους Vaal το 1986, στη Rainbow. Μετά τη θητεία μου στο στρατό πετυχαίνω των Ηλία και αποφασίζουμε να κάνουμε μια μπάντα. Μπαίνει και ο φίλος του ο Αντώνης τότε και πάνω που συζητούσαμε ποιος θα τραγουδάει, αποφάσισα να τραγουδάω εγώ, ο ντράμερ. Έτσι σχηματίζεται το αρχικό σχήμα των «Nightstalker» το 1989. Το όνομα το πήραμε ανοίγοντας στην τύχη ένα λεξικό. Το ανοίξαμε, πέσαμε πάνω στη λέξη, αυτό ήταν.
Πώς ήταν η Αθήνα τότε;
Καμία σχέση. Τέλη του ’80, που ήμασταν μεταλλάδες, έβγαιναν από τα καφενεία και μας κυνηγούσαν. Ακούγαμε ό,τι θες στον δρόμο. Υπήρχαν τότε διάφορες ενεργές υποκουλτούρες. Ήταν οι πάνκηδες, οι ροκαμπιλάδες, οι σκινάδες, οι μεταλλάδες. Εμείς μονίμως πλακωνόμασταν με τους σκινάδες. Κάναμε παρέα με τους πάνκηδες κι έτσι ήμασταν αυτομάτως εχθροί. Στο καφενείο «Ελλάς», στην πλατεία Πλαστήρα όπου μεγαλώσαμε, υπήρχε ένα συνονθύλευμα χίπηδων, μεταλλάδων και πάνκηδων και λίγο πιο κάτω ήταν το BrightShoeόπου μαζεύονταν οι σκινάδες. Γινόταν κάθε μέρα χαμός, πλακωνόμασταν στον δρόμο. Ήταν διαφορετικά τα πράγματα τότε. Θυμάμαι ένα μαγαζί που πηγαίναμε, το λεγόμενο «Βικτώρια», στη Νίκαια. Βρισκόταν ανάμεσα σε δύο αστυνομικά τμήματα και τελικά το ανατίναξε ο ΕΛΑ. Ήταν γεμάτο χούλιγκαν του Ολυμπιακού, αν έβγαζες κίτρινο αναπτήρα, σε πέταγαν έξω με τις κλοτσιές. Είχαν πάει εκεί οι Motorhead κι έβαλαν τον ντράμερ και τον κιθαρίστα να παίξουν ένα παιχνίδι στο οποίο τους ξεβρακώσανε, τους βάλανε κωλόχαρτο στον κώλο που έφτανε μέχρι κάτω στο πάτωμα και τους δώσανε από μια μεγάλη μπίρα. Μετά βάλανε φωτιά στο χαρτί κι έπρεπε να πιουν την μπίρα πριν καεί ο κώλος τους (γέλια). Ήμασταν πρωτόγονοι τότε, μωρέ!
Πότε περίπου ξεκινάει η μπάντα να γίνεται γνωστή;
Μετά το 1992 που ήρθε ο Αντρέας στο μπάσο άρχισε να διαμορφώνεται ένας διαφορετικός ήχος, αφού αυτός ήταν αμιγώς ροκάς, όχι μέταλ, μόνο ροκ. Εμπλουτίστηκε κάπως ο ήχος μας, υπήρχε ποικιλία. Το 1994 γράψαμε το «SideFX» με HitchHyke και «Ιπτάμενους Δίσκους» του Θοδωρή Μανίκα, σε παραγωγή του Αλέξη Καλοφωλιά από LastDrive και ανοίξαμε και για δύο μέρες τους Ramones στο Ρόδον.
Πες μια ιστορία για τους Ramones.
Θυμάμαι, την πρώτη μέρα, μόλις είχαν φτάσει από το αεροδρόμιο κουρασμένοι κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί, όταν παίζαμε, ο Joey καθόταν στην κουίντα δίπλα στα ντραμς και γούσταρε πολύ. Έπαιζα, τον κοίταζα και δεν το πίστευα.
Τι σας έκανε να ξεχωρίσετε ως μπάντα;
Το ότι δεν μπήκαμε σε κάποια κατηγορία ή είδος. Μας έχουν χαρακτηρίσει τα πάντα, από μέταλ μέχρι indie. Για μένα η μουσική είναι μία. Δεν έχω ταμπέλες, στη μουσική ακούω τα πάντα.
Εσύ, όμως, γιατί επέλεξες να γράφεις αγγλικό στίχο;
Τι να πω, παίξε σκυλάδικα με αγγλικό στίχο. Γίνεται; Θυμάσαι έναν ραδιοφωνικό σταθμό που λεγόταν «Freedom»; Το διαφημιστικό του έλεγε τότε «ακούστε ελληνικό ροκ» και το όνομα του σταθμού ήταν Freedom! Άσε μας, ρε φίλε.
Πότε κατάλαβες ότι δεν θα ζούσες μια κανονική ζωή, δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά;
Μετά τον στρατό δούλεψα για λίγο στον Δήμο Βύρωνα, βοήθησα στη διαμόρφωση του θεάτρου Βράχων. Χειρωνακτική δουλειά. Ρίξαμε τα τσιμέντα για το γήπεδο. Μετά ανέλαβα ένα στούντιο στα Εξάρχεια, το EchoMaster. Στην αρχή το δούλευα κανονικά, μετά από λίγο καταλήξαμε να είμαστε εκεί μέσα μόνο εμείς, ε, και κάπου εκεί κατάλαβα ότι δεν θα έκανα μια φυσιολογική ζωή, αφού δεν με κάλυπτε.
Θεωρείσαι ένας από τους χαρισματικότερους frontmen στην Ελλάδα. Πότε αποφάσισες να αφήσεις τα ντραμς και γιατί;
Σταμάτησα να παίζω ντραμς το 2000 γιατί το χέρι μου σταμάτησε να δουλεύει κανονικά. Ήταν και εξαντλητικό να παίζεις και να τραγουδάς ταυτόχρονα. Μεγαλώνοντας απέκτησα και πρόβλημα κυκλοφορικό και πλέον, και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να το ξανακάνω. Πάντως, η καλύτερη περίοδος των Nightstalker είναι τώρα. Είναι όλα εντονότερα.
Αν σου δινόταν η ευκαιρία να συνεργαστείς με οποιονδήποτε μουσικό, ποιος θα ήταν αυτός;
Ο JamesLeg και ο Lemmy. Είχαν έρθει οι Motorhead την πρώτη φορά στην Αθήνα και ήξερα ότι έμεναν στο President. Κατά τις δύο το βράδυ πάω στη ρεσεψιόν και ζητάω να με συνδέσουν με το δωμάτιο του IanKilmister. Τον καλεί, μου το δίνει και μετά από λίγο το σηκώνει ο Lemmy, του λέω είμαι φαν, μου λέει «fuckyou, I ’msleeping» και μου το κλείνει. Βγαίνω έξω που περίμεναν οι φίλοι μου ενθουσιασμένος, «μου μίλησε ο Lemmy, μου είπε “fuckyouI ’msleeping”!». Χαιρόμασταν όλοι μαζί. Την επόμενη μέρα, στη συναυλία, πήγα από το πρωί για να δω και το soundcheck. Με το που ξεκινάει θυμάμαι το «fuckyou» και αρχίζω να σκαλώνω. Αρχίζω να τον βρίζω «που θα μου πεις εμένα’ και τέτοια. Σταματάει το check και ρωτάει «Who is this guy? Throw him out». Με πετάνε έξω, αλλά βρίσκω τους Flames που παίζανε support, παίρνω το πιατίνι του ντράμερ, το κουβαλάω –και καλά, να μη φαίνομαι– και ξαναμπαίνω.
Ταξιδεύεις πολύ. Ποιο είναι το σημαντικότερο ταξίδι της ζωής σου;
Το ταξίδι στην Ουγκάντα. Πήγαμε με ιεραποστολή, μέσω μιας φίλης η οποία σπούδαζε Συντήρηση Αρχαιοτήτων και Εικόνων και μας γνώρισε έναν ορθόδοξο παπά από την Ουγκάντα που ζούσε στην Αθήνα. Αυτός μας είπε για την αποστολή. Κάτσαμε δεκαεπτά ημέρες και χαλάσαμε 150 ευρώ. Να δεις εκεί κάτι μόδες να μην το πιστεύεις. Μεταχειρισμένα παπούτσια φοράνε όλοι. Παιδάκι να φοράει παπούτσι 42 νούμερο – θα μεγαλώσει εκεί μέσα. Να δεις εφευρετικότητα, να φτιάχνουν παπούτσια από πλαστικά μπουκάλια, κορίτσια που μαθαίνουν πατρόν πάνω σε σακιά τσιμέντου. Ανακυκλώνονται τα πάντα. Πήγαμε σε έναν παραδοσιακό γάμο και καθίσαμε δίπλα στον γαμπρό την στιγμή που αντάλαζαν δώρα οι οικογένειες. Ήταν οι κολοκύθες γεμισμένες με αλκοόλ, τα ζώα κι εμείς. Μας λέγανε πριν πάμε να μη βγαίνουμε το βράδυ και να προσέχουμε και τέτοια. Έπρεπε να με δεις ξημερώματα να κάνω καραόκε το SympathyfortheDevil, να κάνουν backingvocals τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια και να γίνεται πάρτι. Πήγαμε και τέσσερις μέρες στη σαβάνα σαφάρι με το βαν. Φτάνουμε κοντά σε μια αγέλη ελεφάντων, βγαίνει ο οδηγός έξω, μας λέει «βγείτε, αλλά κάντε μόνο ένα βήμα». Με το που βγαίνουμε εμείς, γυρνάει ο ελέφαντας κατευθείαν, ανοίγουν τ’ αυτιά του και χτυπάει το πόδι στη γη. Για πότε μπήκαμε μέσα στο βαν δεν φαντάζεσαι!
Είναι όντως τόσο τρομακτικοί από κοντά, ε;
Εκεί και τα μυρμήγκια είναι τρομακτικά. Εκεί υποτίθεται ότι είναι οι πηγές του Νείλου. Οι κροκόδειλοι είναι έξι μέτρα. Μείναμε σε σκηνές με πινακίδες που έγραφαν «μην αφήνεται φαγητό έξω, προσελκύει άγρια ζώα». Γνωρίσαμε κάτι παιδιά και λέω «το βράδυ, πάρτι». Βάλαμε μια φωτιά σε έναν λάκκο, ήπιαμε κάτι μπίρες. περάσαμε ωραία. Κατά τις δέκα έκλεισε και η γεννήτρια, έσβησαν τη φωτιά, είπαν καληνύχτα, εγώ λέω θα κάτσω έξω – την είχα δει ότι είμαι στην Αντίπαρο. Μετά από καμιά ώρα αρχίζει ένα ζευγάρι ύαινες να με περικυκλώνει, φωνάζοντας η μία στην άλλη. Εγώ να έχω «κατεβάσει» όλα τα ντοκιμαντέρ για ύαινες στο κεφάλι μου, προσπάθησα να κοιμηθώ, μετά λέω «καλύτερα να έχω το ένα μάτι κλειστό» – φυσικά δεν κοιμήθηκα λεπτό. Αλλά δεν με έφαγαν.
Ποια είναι η κοσμοθεωρία σου;
Τι εννοείς; Ενέργεια είμαστε, ρε. Και ο ήλιος από τι είναι; Θερμότητα και φως. Από το ίδιο υλικό είναι τα πάντα. We are the children of the Sun.
σχόλια