Οι συναυλίες τους είναι ένα ξεφάντωμα μέχρι τελικής πτώσεως. Φτιάχνουν μουσική χρησιμοποιώντας υλικά παλιά και δοκιμασμένα –surf and garage and psychedelia–, τα οποία ρίχνουν στο μπλέντερ και με πολύ αυτοσαρκασμό μάς σερβίρουν τον νέο ήχο: το beach goth. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις τα θεοπάλαβα κοστούμια που φορούν στη σκηνή και το αστείρευτο κέφι τους, αρχίζεις να μετράς τις μέρες ως το επόμενο live των Growlers στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στον Βόλο (16, 17 και 18 Απριλίου, στο Gagarin, στο Principal και στο Συγκρότημα Τσαλαπάτα αντίστοιχα).
Σίγουρα είμαστε λιγάκι ανεύθυνοι και ανέμελοι τύποι. Το punk ήταν η αφορμή να γράψω μουσική, επειδή την έκανε να μοιάζει εύκολη και σέξι. Δεν γούσταρα ποτέ το σκληροπυρηνικό punk.
Από το Μπρούκλιν στην Ελλάδα για συναυλίες, και μετά Γαλλία, U.K., Ιαπωνία... Είναι τόσο συναρπαστική η ζωή των μουσικών, όσο τη φαντασιωνόμαστε εμείς οι ακροατές; Μας προτείνεις να πιάσουμε κιθάρες και μικρόφωνα;
Μερικά παιδιά λένε: «Θέλω να μπω σ' ένα συγκρότημα επειδή δεν θέλω να δουλεύω». Σόρι, παίδες, θα σας βγει το λάδι. Αλλά είναι μια ικανοποιητική δουλειά. Είναι η δική μας επιχείρηση. Μια επιχείρηση που κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο και μας αναγκάζει να κάνουμε πράγματα που δεν θα κάναμε σε καμιά άλλη δουλειά. Και, ναι, ξεφαντώνουμε μέχρι τελικής πτώσεως, μας κακομαθαίνουν όλοι και οι γυναίκες μάς κυνηγάνε. Η απόφαση είναι δική σας.
Είστε από το Dana Point του Orange County, το οποίο είναι πιο γνωστό για τη σκηνή του hardcore. Πώς και ξεφύγατε απ' αυτόν το σκληρό ήχο; Τις σας έσπρωξε στο garage, την ψυχεδέλεια και τις jangle κιθάρες;
Για να είμαστε ακριβείς, η περιοχή ήταν γνωστή για το Hardcore Straight Edge (υβρίδιο του hardcore punk που πρέσβευε την αποχή από κάθε εθιστική ουσία, αλκοόλ, τσιγάρα, ακόμα και από τα πιο ελαφρά –recreational– ναρκωτικά, όπως η κάνναβη και οι αμφεταμίνες). Ήταν η κυρίαρχη τάση τότε. Μεγαλώνοντας, μου φαινόταν όλο και λιγότερο ελκυστική. Ήταν ένα είδος punk και το εκτιμούσα. Πολλά από τα παιδιά στον χώρο του Straight Edge ήταν οι πιο εντάξει τύποι στην πιάτσα, οι πιο διασκεδαστικοί – και οι πρώτοι που το παράτησαν. Ξέγραψα τελείως τη συγκεκριμένη μουσική και δεν ασχολήθηκα καθόλου μαζί της, επειδή δεν μου άρεσε που απέρριπτε όλες τις «εθιστικές ουσίες»: αλκοόλ, τσιγάρο, καφεΐνη και ελαφρά ναρκωτικά. Εξαιτίας της στάσης μου δεν με άφησαν να συμμετάσχω ποτέ στη φάση. Με θεωρούσαν πρεζόνι ή χίπη. Και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί φοβούνταν να δοκιμάσουν τα ελαφρά ναρκωτικά ή να πιουν μια μπίρα. Τα άλλα μέλη της μπάντας μου προέρχονται από τη σκηνή του hardcore. Πρώτα η μουσική, αλλά και ελεύθερη χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Όταν οι σκληροπυρηνικοί άλλαξαν στρατόπεδο και μπήκαν στη μουσική που σχετιζόταν με την drug κουλτούρα, συγκρουστήκαμε. Τώρα πια είμαστε φίλοι.
Η μουσική σας αποπνέει μια laid back αίσθηση που έχουμε συνδυάσει με τα '60s. Θεωρείτε ότι τα '60s ήταν μια ιδανική χρονική παρένθεση μέσα στην ιστορία; Πώς εξηγείται όλη αυτή η επιστροφή στο παρελθόν;
Η δεκαετία του '60 είναι για τα μπάζα. Μας αρέσουν απλώς τα μουσικά στοιχεία της, τα όργανα που χρησιμοποιούσαν κ.λπ.
Από την άλλη, οι δίσκοι σας είναι φτιαγμένοι με κάτι από το DIY ήθος του punk. Ποια είναι η σχέση σας με το είδος αυτό;
Σίγουρα είμαστε λιγάκι ανεύθυνοι και ανέμελοι τύποι. Το punk ήταν η αφορμή να γράψω μουσική, επειδή την έκανε να μοιάζει εύκολη και σέξι. Δεν γούσταρα ποτέ το σκληροπυρηνικό punk.
Τι μουσική ακούτε; Θα μας συστήσετε κανένα καινούργιο γκρουπ;
Ακούω πολύ αφρικανικό funk, τον William Onyeabor κι άλλα τέτοια. Ξανακούω επίσης πολλά πράγματα από το punk των '70s, με το οποίο μεγάλωσα και από το οποίο επηρεάστηκα. Ian Dury, Television, Talking Heads κ.λπ., μουσική για πάρτι.
Ως συγκρότημα με χιούμορ που είστε, δεν βρίσκετε ότι ο αυτοσαρκασμός είναι στοιχείο που σπανίζει στο ροκ; Ποια γκρουπ που διαθέτουν χιούμορ σας αρέσουν;
Οι περισσότεροι θέλουν να περνιούνται για σοβαροί καλλιτέχνες, αλλά αυτό γίνεται πληκτικό. Το χιούμορ είναι απαραίτητο για να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος, αν δεν είσαι σεμνός. Οι Black Lips έχουν τρομερή αίσθηση του χιούμορ. Και ο Mac DeΜarco επίσης.
Τι να περιμένουμε στις συναυλίες σας στην Ελλάδα; Θα βγείτε ντυμένοι με κινέζικα κοστούμια και μακιγιάζ αλά Kiss;
Όχι, θα βγούμε με στριγκάκια και λαμέ.
The Growlers
Πέμπτη 16 Απριλίου, Gagarin 205 Live Music Space (Λιοσίων 205, Αθήνα) / Παρασκευή 17 Απριλίου, Principal Club Theater Μύλος (Ανδρέα Γεωργίου 56, Θεσσαλονίκη) / Σάββατο 18 Απριλίου, Συγκρότημα Τσαλαπάτα (Ζάχου-Παγασών-Γιαννιτσών-Λαχανά, Βόλος). Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00.
Τι άλλο καλό κυκλοφορεί;
Courtney Barnett
Sometimes I sit and think, and sometimes I just sit
Τη γνωρίσαμε από τα δύο-EP-σ' ένα-CD που κυκλοφόρησε το 2013 με τίτλο «The double EP: A sea of split peas». Η Courtney, η οποία θεωρητικά ανήκει στη γενιά των slackers, ξεχώρισε χάρη στη φρεσκάδα και στη μελετημένη αφέλεια των στίχων της, σε ένα μουσικό σύμπαν όπου το όνειρο κάθε νεαρής τραγουδίστριας είναι να φανεί πιο κυνική και femme fatale από τη Nico, τη Marianne και την Debbie μαζί. Με αισθητικές αποσκευές το grunge και το garage κι έναν αυτοσαρκασμό που σπάει κόκαλα, η εκ Μελβούρνης ορμώμενη νεαρή μάς ενθουσίασε και τα δύο ΕΡ έμοιαζαν με συλλογές διηγημάτων που μας άνοιξαν την όρεξη για ένα χορταστικό μυθιστόρημα. Ο τίτλος του νέου της πονήματος «Sometimes I sit and think, and sometimes I just sit» επιβεβαιώνει ότι θα παραμείνει η ιέρεια-μούσα των slackers. Κι αυτό φυσικά δεν είναι κακό, απλώς κατεβάζει υπερβολικά τον πήχη των δυνατοτήτων της. Όλα στον δίσκο –μουσική, στίχοι– αποπνέουν μια ηθελημένη αδιαφορία, σαν να γίνονται χωρίς ιδιαίτερο πάθος, αφού η ζωή είναι κάτι χωρίς σημασία τελικά, μια ραγισματιά στον τοίχο – άσε που κινδυνεύεις να πεθάνεις από κρίση άσθματος, ενώ ξεχορταριάζεις τον κήπο σου (όπως τραγουδούσε στα ΕΡ). Ο δυναμικός ήχος της μπάντας της (κιθάρα-μπάσο-ντραμς) θυμίζει τους pub-rockers των '70s, μόνο που η Courtney δεν ζορίζει τις φωνητικές χορδές της, μερικές φορές μονολογεί απλώς, διηγούμενη ασήμαντα περιστατικά. Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον, ίσως όχι όσο περίμενε το άτυπο φαν κλαμπ της στο οποίο ανήκω, και για να συνεχίσω το λογοπαίγνιο, είναι μάλλον νουβέλα παρά μυθιστόρημα. Από τις 12 αφηγηματικές βινιέτες της ξεχώρισα το «An illustration of loneliness (Sleepless in New York)», το «Small Poppies» για την bluesy ενορχήστρωση, το «Aqua Profunda!» για την περιγραφή των κολυμβητών στην πισίνα, το «Nobody really cares if you don't go to the party» για την ειρωνεία του και την «γκαραζιέρικη» ατμόσφαιρά του.
The Monochrome Set
Spaces everywhere
Η μπάντα που θα μπορούσε να έχει καταλάβει τη θέση των Smiths στις καρδιές μας και στα charts ξαναχτυπά. Μη σας κουράσω με τις αμέτρητες αναποδιές, ατυχείς συγκυρίες και εσωτερικές κόντρες που δεν τους το επέτρεψαν. Ας αρκεστούμε στο ότι οι Monochrome Set χρωμάτισαν με τον αβανγκάρντ/art-punk ήχο τους τη δεκαετία των '80s, όπως μια πλειάδα άλλων γκρουπ της Cherry Red (στην οποία έκαναν μεταγραφή από την άλλη αγαπημένη δισκογραφική, τη Rough Trade). Πριν με πιάσει η νοσταλγία κι αρχίσω να θυμάμαι τις εποχές που καταλαβαίναμε τι θα ακούσουμε βλέποντας την ετικέτα της δισκογραφικής, να πω ότι ασχολούμαι με τους Monochrome Set όχι από νοσταλγία, αλλά επειδή το «Spaces Everywhere» θα το ζήλευαν πολλοί νέοι και παλιοί pop-ίστες – ακούστε το «Rain Check» και θα με θυμηθείτε. Ο ινδικής καταγωγής Bid τραγουδάει με την κάπως παράφωνη ειρωνεία που θα πρέπει να ζήλευε ο Elvis Costello και σαφώς υπάρχουν πολλές στιγμές που αντιλαμβάνεσαι πόσο τον έχει επηρεάσει ο Mozz. Οι ενορχηστρώσεις δεν βασίζονται μόνο στην κλασική τετράδα κιθάρα-μπάσο-ντραμς-πλήκτρα, αλλά διακρίνουμε ένα φλάουτο κι ένα τσέλο, ένα βιμπράφωνο που ορίζει το jazzy ύφος του δίσκου κι ένα μπάντζο. Υποσημείωση: το «Z Train» θα μπορούσε να προέρχεται από σάουντρακ ταινίας γουέστερν ή να το έχουν γράψει οι Calexico. Συμπέρασμα: ενώ οι Smiths διαλύθηκαν προ αμνημονεύτων χρόνων, οι Monochrome Set συνεχίζουν – ίσως επειδή ο Bid δεν ήθελε όλα τα φώτα πάνω του. Μακάρι πολλά από τα γκρουπ που πέφτουν στα reunions από απελπισία, ματαιοδοξία ή υπέρμετρη φιλοδοξία, μακάρι να είχαν ωριμάσει και να είχαν εξελιχθεί όπως οι Monochrome Set.
σχόλια