«Κάθε φορά που ακούγονται καμπάνες, ένας άγγελος κερδίζει ταφτερά του» ήταν το σλόγκαν της κλασικής «feelgood» ταινίας του Φρανκ Κάπρα με τον Τζέιμς Στιούαρτ.Παραφράζοντάς το, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε φορά που βλέπεις τον ΚώσταΒουτσά σε τηλεοπτικό talk show,δύο τινά συμβαίνουν: είτε βρήκε νέο αμόρε και το γλεντάει, είτε νεκρολογείκάποιον εκπρόσωπο του «παλιού καλού» κινηματογράφου (ακόμα και τον ίδιο τον«παλιό καλό κινηματογράφο» και την «εποχή της αθωότητας» γενικώς, χωρίςαφορμή). Να ζήσει και να χαρεί ο άνθρωπος τη φήμη και τον έρωτα όσο μπορεί(μακάρι να 'χουμε κι εμείς τέτοια κουράγια για ντόλτσε βίτα στα γεράματα), αλλάαυτή η περιφορά στα κανάλια του ασώτου αιώνιου χαβαλέ τεντιμπόι ως τάλισμαν της εποχής του Φίνου είναι κάπωςθλιβερή. Ακόμα και σ' ένα δραματικό σίριαλ «ποιοτικών αξιώσεων» όπου εμφανίζεταιεσχάτως, μοιάζει παγιδευμένος σε κακό όνειρο και περιμένει να τον ξυπνήσεικάποιος για να πει το «φσσστ μπόινγκ» (ή να αναφωνήσει «Κα-τίνα! Σα-λαμάκι!» ή«Έχω και κότερο - πάμε βόλτα;»). Εδώ δεν είχε καταφέρει (ή δεν είχε τη διάθεση)να ξεφύγει από τη στερεοτυπική περσόνα του στις «κουλτουριάρικες» ταινίες τουΒαφέα που είχε παίξει. Μόνο στο «Ανθρωπάκι»-την ωδή του Γιάννη Δαλιανίδη στηλατρεμένη του μικροαστική νιρβάνα (τι βίτσιο κι αυτό)- απείλησε να υπερβείεαυτόν, αλλά κάπου στη μέση το μετάνιωσε.
Ο Βουτσάς έχει την τύχη να είναι από τους τελευταίους επιζώντεςσταρ της ένδοξης βιοτεχνίας του ελληνικού σινεμά (που αναπτύχθηκε παράλληλα μετην ανοικοδόμηση, αλλά τους εργολάβους δεν τους νοσταλγεί κανείς), κυρίως όμωςείναι ένας από τους τελευταίους συνδετικούς κρίκους με την ιεροτελεστία τηςελληνικής ταινίας στην τηλεόραση, όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια Σάββατο βράδυκαι Κυριακή μεσημέρι. Αυτό νοσταλγούν κυρίως -για τους δικούς τουςδιεστραμμένους λόγους- οι νεότεροι παρουσιαστές που τον καλούν να αφηγηθείηρωικές στιγμές του σταρ σύστεμ των 60s, το οποίο δεν πρόλαβαν, αλλά μοιάζει να εκπροσωπεί κάτιαφηρημένα ένδοξο και κοσμοπολίτικο - όπως ο Ωνάσης και το συρτάκι. Θυμάμαι τονΑλεξανδράκη, που τον ρωτούσαν για τις ταινίες που έπαιξε και έμοιαζε να θέλεινα πεθάνει από ενοχές για τη «σπατάλη» στην οποία αφέθηκε (αλλά για νασνομπάρεις την άτιμη την ευκολία και το χρήμα και το σταριλίκι χρειάζονται γεράκαι ειδικής κατασκευής άντερα). Ας μην είμαστε μεμψίμοιροι όμως, εγώτουλάχιστον είμαι πάντα ευγνώμων όταν σκοντάφτω πάνω σε κάποια από τις ωραίες«αξιοπρεπείς» κωμωδίες που γύρισαν οι γνωστοί«αξιοπρεπείς» σκηνοθέτες (Τζαβέλλας,Σακελλάριος, Ντίνος Δημόπουλος - ό,τι μπορούσαν έκαναν κι αυτοί, αφού ακόμα κιο «υψηλών προδιαγραφών» Φίνος δεν επέτρεπε «δημιουργούς» στο μαγαζί, να πάρουντα μυαλά τους αέρα και να του το κλείσουν, παρ' όλο που αυτό αποδείχτηκε μέγασφάλμα εκ των υστέρων), και μοιάζουν με μαργαριτάρια στον θολό πάτο της τηλεοπτικήςεικόνας.
Ελλείψει παλιών «κλασικών» σταρ, αναγκαστικά μπαίνουν πλέον στο πρόγραμμαεπανένταξης των media ακόμα και οι πρωταγωνιστές των 80s (βιντεο)ταινιών. Με«ναυαρχίδα» δικαιωματικά τον Στάθη Ψάλτη (ο οποίος άλλωστε είχε ξεκινήσει ωςμεγάλο ταλέντο από τον «Συμβολαιογράφο»), που παίζει ήδη σε σίριαλ ρόλο serial killer (αν κατάλαβα καλά από το σχετικό τρέιλερ), και πιθανότατα θα κάνει δεύτερη(ή τρίτη;) καριέρα ως ψυχάκιας. Όσο γιατους εναπομείναντες εκπρόσωπους του λαϊκού σινεμά, ευτυχώς υπάρχει ακόμα οΒέγγος, που λάμπει τόσο διά της απουσίας του από το κακόγουστο πανηγύρι των media, αλλά και ως αυθεντική κινηματογραφική δύναμη στηνοθόνη. Όχι ως «σύγχρονος Καραγκιόζης», «αιώνιος ρωμιός», «δικός μας άνθρωπος» καιάλλα τέτοια άστοχα που του 'χουν βάλει στην πλάτη κατά καιρούς, αλλά ωςμοναδικός εκπρόσωπος ενός «αθεράπευτου και ανεξήγητα αυθόρμητου μοντερνισμού» (όπως έγραφεο Χρήστος Βακαλόπουλος σ' ένα κείμενό του με τίτλο «Η μοναξιά του κωμικούμακρινών αποστάσεων») «[...] ο οποίος διέτρεξε με απίστευτη ταχύτητα τοκινηματογραφικό θέαμα καταπίνοντας κάθε μυθοπλασία που του προσφέρθηκε καισυνθέτοντας ένα γιγάντιο σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ, χιλιάδες μέτρα επικαίρων,για το ελαφρό θέαμα [...]». Κατόπιν βέβαια υιοθετήθηκε και ευνουχίστηκε από την Αριστερά,που πήγε να τον μετατρέψει από μοναδικό κωμικό σε «φορέα μηνύματος»· ασχέτωςπάντως οποιουδήποτε καπελώματος (αριστερού ή δεξιού δεν έχει σημασία, όλους οΠρόεδρος της Δημοκρατίας τούς «καθαγιάζει» πια), ο Βέγγος παραμένει ένα από ταελάχιστα καθαρά εμβλήματα μιας - απροσδιόριστης έστω - διαχρονικής λαϊκής αξιοπρέπειας που έχουμε, κι όταν φύγει κάποτε(ελπίζω στα πιο βαθιά γεράματα), αν ζω, θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο για τη Γητου Πυρός, για να μη βιώσω από κοντά την εκκωφαντική «αγρύπνια» που θαεπακολουθήσει στην τηλεόραση...
σχόλια