Οι πήλινες λουτροφόροι (από το ουσιαστικό «λουτρό» και το ρήμα «φέρω»), αποκλειστικές δημιουργίες του αθηναϊκού Κεραμεικού, ήταν στην αρχαιότητα τα κατεξοχήν αγγεία με τα οποία μετέφεραν στην Αττική το νερό για τον τελετουργικό εξαγνισμό του ζευγαριού πριν από τον γάμο, διαδικασία απαραίτητη, προκειμένου να εισέλθουν με σώμα αμόλυντο στο νέο στάδιο του βιοτικού τους κύκλου. Συνήθιζαν, μάλιστα, σε περίπτωση άωρου θανάτου, όταν, δηλαδή, το τέλος ερχόταν πριν από την ώρα του, πριν, με άλλα λόγια, από την τέλεση του γάμου (όταν ο άνθρωπος φθάνει στην καλή του ώρα είναι ωραίος), να τις εναποθέτουν μαζί με τον νεκρό/τη νεκρή ή να σηματοδοτούν με αυτές τη θέση της τελευταίας τους κατοικίας ως συνοδευτικό σύμβολο μιας γαμήλιας ένωσης που θα γιορταστεί στο επέκεινα. Στις σκηνές που τις διακοσμούν άλλοτε δοξάζεται ο γάμος και άλλοτε πάλι, όπως εδώ, ο χρωστήρας ιστορεί τον νεκρικό θρήνο.
Στον λαιμό του αττικού μελανόμορφου αγγείου γυναίκες φέρνουν τα χέρια στο κεφάλι, χτυπώντας το ή τραβώντας τα μαλλιά, στη χαρακτηριστική πανανθρώπινη χειρονομία του θρήνου. Πιο κάτω, στο σώμα, άνδρες στη μία όψη σηκώνουν το χέρι ως ένδειξη αποχαιρετισμού και στην άλλη ένας εσμός ολοφυρόμενων γυναικών γύρω από τον νεκρό άνδρα μοιάζει να σχηματίζει ασπίδα προστασίας του ανίσχυρου πια σώματος. Ανάμεσά τους μια μικρότερης κλίμακας νεαρή μορφή, υποθέτω το νεότερο μέλος της πυρηνικής του οικογένειας, ίσως η μικρότερη αδελφή του, και πίσω, κάτω ακριβώς από τη λαβή, καθιστή η ηλικιωμένη γιαγιά του, διεκδικεί με την ξέχωρη θέση της τη συμπυκνωμένη σοφία της ζωής. Εκείνη, όμως, που αιχμαλωτίζει πάντα το βλέμμα του θεατή, όταν κάθε φορά περνά μπροστά από την προθήκη του αγγείου, είναι η ώριμης ηλικίας γυναίκα που, προεξάρχουσα του θρήνου, σκύβει πάνω του, χαϊδεύοντας με τρυφερότητα γενναία τα μαλλιά του.
Στον λαιμό του αττικού μελανόμορφου αγγείου γυναίκες φέρνουν τα χέρια στο κεφάλι, χτυπώντας το ή τραβώντας τα μαλλιά, στη χαρακτηριστική πανανθρώπινη χειρονομία του θρήνου. Πιο κάτω, στο σώμα, άνδρες στη μία όψη σηκώνουν το χέρι ως ένδειξη αποχαιρετισμού και στην άλλη ένας εσμός ολοφυρόμενων γυναικών γύρω από τον νεκρό άνδρα μοιάζει να σχηματίζει ασπίδα προστασίας του ανίσχυρου πια σώματος.
Μάλλον η μητέρα του, εκείνη που τον γέννησε και τον μεγάλωσε με το δικό της γάλα, αυτή που τον συντρόφεψε στα πρώτα του βήματα και προσεκτικά επέβλεψε την ανατροφή του, εκείνη που με ψυχή τρεμάμενη του έδωσε την ευχή της σαν έφευγε, έφηβος, με το πρώτο χνούδι στα απαλά μάγουλα, περίπολος στις εσχατιές της Αττικής για να ανδρωθεί, αυτή καλείται τώρα να κραυγάσει τον πόνο της σε μια πλήρη, αδιανόητη ανατροπή του ρυθμού του κόσμου. Αντί να τον υποδεχτεί μαζί με τη γυναίκα του στο νέο τους σπίτι, στρώνοντας με πλουμιστά στρωσίδια το κρεβάτι τους, και ραίνοντάς τους με σύκα, καρύδια και χουρμάδες για να αποκτήσουν γερά παιδιά, συνέχεια του οίκου τους, τον αντικρίζει τώρα ευθυτενή στη μοναξιά του θανάτου πάνω σε κλίνη περίτεχνη, θλιβερή αναγωγή σε όσα δεν χάρηκε. Δικό της το μεγαλύτερο μερτικό του σπαραγμού. Και όσο κι αν ο προφορικός λόγος και τα ακούσματα των ανθρώπων της αρχαιότητας μάς διαφεύγουν, μάλλον μπορούμε να αφουγκραστούμε τα λόγια που προφέρουν τα στεγνωμένα από την πίκρα χείλη της: «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος / πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει».
Αν, μάλιστα, μπορούσαμε να φανταστούμε τις επιμέρους σκηνές του αγγείου σε μια συνεχόμενη αφήγηση, θα βλέπαμε πως γύρω από τον νεκρό απλώνονται σαν κύματα διαδοχικά τρεις κύκλοι. Σε άμεση γειτνίαση μαζί του αυτός των γυναικών, πιο πίσω μόνοι τους οι άνδρες της οικογένειάς του και στον τρίτο κύκλο οι ιππείς που, παρατεταγμένοι κοντά στη βάση του αγγείου, τον αποχαιρετούν υψώνοντας το ένα χέρι, ως απόηχοι ενός μυθικού παρελθόντος, όταν προς τιμήν νεκρών ηρώων ιππικοί και άλλοι επιτάφιοι αγώνες επισφράγιζαν το βαρύ πένθος. Αναμφισβήτητα, όμως, κυρίαρχο είναι εδώ το γένος των γυναικών.
Διότι, όπως δηλώνει η εικονογραφία και μαρτυρούν οι γραπτές πηγές, γυναίκες μόνον συμμετείχαν στην προετοιμασία των νεκρών, πλένοντας, μυρώνοντας και στολίζοντας το ακμαίο άλλοτε σώμα πριν μεταβεί στην άλλη ζωή, γυναίκες τους κρατούσαν ακόμη ζεστούς με το μοιρολόι και τα αγγίγματά τους μέχρι να διαβούν το κατώφλι του σπιτιού και της επίγειας ύπαρξής τους, αυτές οι παραστάτες τους στο τελευταίο κατευόδιο, γυναίκες που φέρουν μέσα τους και γεννούν ζωή κι ελπίδα, και ίσως για τούτο δύνανται ως κραταιές υπάρξεις να ψηλαφούν τον θάνατο.
Μουσείο Μπενάκη - Ελληνικός Πολιτισμός
Συλλογή προϊστορικών, αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων.
Το Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού στεγάζεται σε ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας, κοντά στον Εθνικό Κήπο και τη Βουλή των Ελλήνων. Το κτίριο προσφέρθηκε στο έθνος για τη δημιουργία του μουσείου που θα φιλοξενούσε τις συλλογές του Αντώνη Μπενάκη από τον ίδιο και τις τρεις αδελφές του, Αλεξάνδρα, Πηνελόπη και Αργίνη. Μετά την πιο πρόσφατη ανάπλασή του (1989-2000) στεγάζει μια μοναδική διαχρονική έκθεση για την πορεία του ελληνικού πολιτισμού από την προϊστορία έως τον 20ό αιώνα. Η συλλογή προϊστορικών, αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, η οποία συγκροτήθηκε χάρη στη συμβολή πολλών Ελλήνων και ξένων δωρητών, αλλά και σε παρακαταθήκες μουσείων, καλύπτει ένα ευρύ χρονικό φάσμα από την αυγή της προϊστορίας έως το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου.
Επιμέλεια: Μιχάλης Μιχαήλ
σχόλια