Ο Φρανκ Τασόουν ήταν ένας ευυπόληπτος, ατσαλάκωτος, αλλά φιλικότατος διευθυντής στο γυμνάσιο Ρόσλιν της Νέας Υόρκης, πρώην καθηγητής αγγλικών που προβιβάστηκε σε γενικό επόπτη με ηγετικό ρόλο και οργανωτικά καθήκοντα, ένας, τεχνικά μιλώντας, διοικητικός υπάλληλος του κρατικού συστήματος που λογοδοτούσε στο δημοτικό συμβούλιο και στον σύλλογο γονέων, αλλά πάντα φρόντιζε να τους κολακεύει σε προσωπικό επίπεδο και να ικανοποιεί την ανάγκη τους για προσοχή και ενδιαφέρον, γνωρίζοντας απέξω και ανακατωτά τα ονόματα, τις επιδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ακόμη και μαθητών που είχαν αποφοιτήσει χρόνια πριν.
Το χάρισμά του δεν ήταν ουρανόσταλτο: με τη βοήθεια της συνεργάτιδάς του, Πάμελα Γκλάκιν, αφιέρωνε πολλές ώρες προβάροντας τις πληροφορίες που επικοινωνούσε σε κοινωνικές εκδηλώσεις και συναντήσεις, σαν ηθοποιός που ετοιμαζόταν να ανεβεί στη σκηνή για την καθημερινή ερμηνεία του. Αυτό ακριβώς ήταν, ένα κράμα ηθοποιού και πωλητή, με ανεξάντλητη υπομονή και έναν ακούραστο χειρισμό των καταστάσεων, τόσο υπεράνθρωπα απάνθρωπο, που δεν θα μπορούσε παρά να ανασηκώσει τα φρύδια των καχύποπτων. Ωστόσο, η πρόοδος του σχολείου σε όλα τα επίπεδα δεν άφηνε χώρο για αμφισβήτηση. Ο Τασόουν αποδείχτηκε εξαιρετικός στον θεσμικό του ρόλο και η αναψηλάφηση της περίπτωσής του συνέβη από σπόντα.
Το «Bad Education» είναι κάτι παραπάνω από το χρονικό της πιο εκτεταμένης κατάχρησης στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης και το πορτρέτο ενός γοητευτικού απατεώνα.
Ένας μαγαζάτορας αναρωτήθηκε γιατί ο γιος της Γκλάκιν αγοράζει οικοδομικά υλικά με την πιστωτική κάρτα του σχολείου και τηλεφώνησε στα γραφεία του γυμνασίου για να ειδοποιήσει. Η Γκλάκιν, επίσης εργατική και παραγωγική, είχε μόλις δανείσει την ίδια κάρτα στη συγγενή της, που επίσης δούλευε σε κατώτερη θέση στο ίδιο σχολείο, για να αγοράσει ένα ΡlayStation για το παιδί της. Η χιονοστιβάδα αποκαλύψεων στοχοποίησε αμέσως την Γκλάκιν και, ενεργώντας ψύχραιμα και γρήγορα, ο Τασόουν καθησύχασε τους συναδέλφους του για το τι θα έπρεπε να γίνει, προτείνοντας να συγκαλύψουν το σκάνδαλο για να μην εκτεθούν και ξοδευτούν σε δικηγόρους, ανακοινώνοντάς της ότι οφείλει να παραιτηθεί σιωπηλά, με ανάκληση της άδειας εργασίας της, και στη συνέχεια να βρει τον τρόπο να επιστρέψει τα 250.000 δολάρια που έκλεψε.
Σοκαρισμένη η Γκλάκιν, που πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή πως ο Φρανκ, με τον οποίο είχε συνωμοτική σχέση και μια πιο προσωπική επαφή, θα έβρισκε λύση υπέρ της, τα έχασε ενόσω συνειδητοποιούσε την οριστική έξωση από τα συγκαταβατικά χείλη των συναδέλφων της. Όταν είδε πως ο Τασόουν επέλεξε να μην απαντά στις κλήσεις της ούτε καν να τη δεχτεί στο πάντα ανοιχτό γραφείο του και να ακούσει τον πόνο ή τις δικαιολογίες της, μάζεψε τα πράγματά της σε ένα κουτί και, πριν αποχωρήσει οριστικά, άφησε ένα σημείωμα που έλεγε: «Ο πραγματικός κοινωνιοπαθής είσαι εσύ».
Παράλληλα, μια μαθήτρια είχε αναλάβει να γράψει ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα με θέμα ένα φιλόδοξο πρότζεκτ του σχολείου της. Ο πάντα προσβάσιμος Τασόουν έσπευσε να τη βοηθήσει, απαντώντας στις ερωτήσεις της, και μάλιστα την ενθάρρυνε να γράψει ένα κομμάτι με βάθος, αληθινά δημοσιογραφικό, και όχι μια εφήμερη «ξεπέτα», άθελά του σκάβοντας το λάκκο του. Διότι, με τη βοήθεια της Γκλάκιν, η οποία της είχε δώσει το κλειδί της αποθήκης για να ψάξει στα παραπεταμένα αρχεία, η μικρή ανακάλυψε εκατοντάδες έγγραφα που αποκάλυπταν μετατοπισμένα και ανακριβή τιμολόγια που οδηγούσαν σε κάθε είδους ατασθαλίες, από τον επιχείρηση του συζύγου της Γκλάκιν μέχρι την κρυφή ζωή του Τασόουν.
Ο αξιαγάπητος ποιμένας, που δήλωνε γενικώς και αορίστως χήρος και διατηρούσε τη φωτογραφία μιας γυναίκας με νυφικό στο γραφείο του, δίνοντας ασαφείς λεπτομέρειες για το παρελθόν του, μοιραζόταν τη ζωή του με έναν αμέριμνο κύριο στο Μανχάταν επί δεκαετίες και είχε βρει έναν χορευτή στο Λας Βέγκας, του είχε αγοράσει ένα σπίτι και διήγε, τουλάχιστον, τριπλή ζωή. Ο Χιου Τζάκμαν είναι τέλεια επιλογή σε έναν ρόλο που δεν αυξάνει ακριβώς τις μετοχές του στην υποκριτική αλλά επιβεβαιώνει πως δεν αριστεύει μόνο στα δύο άκρα, δηλαδή στη δράση και το μιούζικαλ. Συλλαμβάνει τον ρόλο με πιο πολύπλοκα κριτήρια από τα υλικά του ατελούς, αδύναμου Γκάρι Χαρτ στο «Front Runner» του Τζέισον Ράιτμαν. Είναι αυτό το θεϊκό συμπέρασμα ζωής που είχε πει σε μια συνέντευξή της η Λούλα Αναγνωστάκη, ανατέμνοντας τον χαρακτήρα του Γιώργου Χειμωνά: δεν λέει ψέματα, αλλά είναι ψεύτης!
Ο Τασόουν του περπατά στο νερό σαν τον Ιησού, σκορπάει αυτοπεποίθηση και κοντρόλ, απολαμβάνει με showbiz χάρη τους σπόρους του τέλειου μάνατζερ που έχει συστηματικά σπείρει και στραβώνει μοχθηρά όποτε απειλείται, επιστρατεύοντας αστραπιαία μυστικά όπλα που κρατούσε στη ρεζέρβα της φαρέτρας του για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της βιτρίνας του. Κάτω από την παχιά προφορά του Long Island, η Άλισον Τζάνι προσφέρει και πάλι πολλαπλάσια ποιότητα έναντι της μικρής διάρκειας του χαρακτήρα της στην ταινία. Από τις πρώτες σκηνές διακρίνουμε τη σχεδόν χορευτική της άνεση δίπλα στον Τασόουν του Τζάκμαν, σαν ζευγάρι συνεργατών που δεν συνιστούν απλώς εταιρεία αλλά αρραγή διμελή σπείρα ‒ και δεν το λένε σε κανέναν, γιατί δεν υπάρχει ανάγκη να το παραδεχτούν. Η Γκλάκιν που πλάθει δίπλα στον συγκαλυμμένο ναρκισσισμό του Τασόουν είναι ένα υπόδειγμα άμυαλης αυταπάρνησης, μια μητέρα που υποτίθεται πως θυσιάζεται για τα παιδιά της, αλλά επιδεικνύεται απερίσκεπτα.
Με χιούμορ, όποτε χρειάζεται, και μια συνολική αποτίμηση μιας μάλλον άγνωστης πλευράς της καπιταλιστικής Αμερικής στα προνομιούχα δημόσια σχολεία όπως αυτό του Long Island, που στηρίζονται σε μεσίτες ακινήτων και λειτουργούν ως πλατφόρμες τοπικής κοινωνικής αναρρίχησης, το «Bad Education» του νεότατου Κόρι Φίνλεϊ, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο και μόλις προβλήθηκε από το HBO, είναι κάτι παραπάνω από το χρονικό της πιο εκτεταμένης κατάχρησης στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης και το πορτρέτο ενός γοητευτικού απατεώνα. Μιλάει για τον δικαιωματισμό σε ποινικό βαθμό: μια χούφτα ανθρώπων, αφοσιωμένων στη δουλειά τους, λειτουργών που έχουν φάει τη ζωή τους εξυπηρετώντας αιτήματα και ακούγοντας παράπονα, θεωρούν λογικό να βουτήξουν το χέρι στο μέλι επειδή είναι εύκολο, σαν να θέλουν να ισοφαρίσουν τη χρόνια ταλαιπωρία πίσω από τα άχαρα γραφεία και τα κουραστικά συμβούλια ‒ μια στρεβλή ανταπόδοση δικαιοσύνης προς όλα τα μεγαλοστελέχη του ιδιωτικού τομέα που πλουτίζουν νόμιμα και υπέρμετρα.
Οι Αμερικανοί επαίρονται για την άμεση δράση τους σε υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος, με ατρόμητες δημοσιογραφικές έρευνες και κασκαντερικές εισαγγελικές και αστυνομικές παρεμβάσεις, αλλά θα πρέπει να εξηγήσουν στους «φορολογούμενους», όπως τρελαίνονται να αποκαλούν τους πολίτες οι υποψήφιοι πολιτικοί τους άρχοντες για να κολακέψουν την τιμιότητα και να αναδείξουν τον ενεργό τους ρόλο στο πολίτευμα, πώς και γιατί ο, και με τη βούλα των δικαστηρίων, καταδικασμένος, καταφρονεμένος και ατιμασμένος Τασόουν εξακολουθεί να παίρνει τη σύνταξή του, που ανέρχεται στο καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν των 173.000 δολαρίων και κάτι ψιλά ετησίως!
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας
σχόλια