Στα 24 του είχε γίνει διευθυντής του Οίκου Sotheby's. Κομψός, γαλανομάτης, ενδιαφέρων. Δειπνούσε με τη δούκισσα του Ουεστμίνστερ, τον Πικάσο και την Jackie Ο., μιλούσε με πάθος για τον κονστρουκτιβισμό και για τη Συλλογή Κωστάκη (που ο ίδιος ανακάλυψε), έλεγε ότι οι πίνακες είναι οι νέες ιερές εικόνες, διάβαζε Γάλλους κλασικούς, Μαντελστάμ και Κικέρωνα και τύλιγε τους συλλεκτικούς του θησαυρούς, κάτω από το μονό κρεβάτι του, με κομμάτια από αρχαίο μετάξι.
Αλλά, ξαφνικά, δεν ήθελε πια ούτε μεταξωτά μαντίλια, ούτε τίποτα. Άφησε το γραφείο του στο έλεος των επιτήδειων (και επιτηδευμένων) connoisseurs και πήγε να δει τους ναούς του Βούδα στην Ιάβα, τους γελαστούς κυνηγούς αντιλόπης Νεμάντι στην έρημο της Μαυριτανίας, τους νομάδες Μπέζα που αλείφουν με κατσικίσιο λίπος τα μαλλιά τους στους λόφους της Ερυθράς Θάλασσας. Είναι σαφές, η Ευρώπη τον έπληττε.
O Τσάτουιν πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να κάτσει ήσυχος σ' ένα δωμάτιο κι ότι για να μπορέσει να βρει το νόημα της ζωής πρέπει να αποβάλει τους δεσμούς του και να πάρει τους δρόμους.
Αλλά ο ίδιος, στα χρόνια των περιπλανήσεων, έγραψε και ξανάγραψε στα μικρά του σημειωματάρια (από δέρμα τυφλοπόντικα) ότι ο λόγος της αεικινησίας του ήτανε κάτι παραπάνω από πλήξη. Ήτανε αποδημητικό ένστικτο που υπάρχει μέσα στους ανθρώπους, όπως υπάρχει στα πουλιά το φθινόπωρο.
Από αυτά τα σημειωματάρια γεννήθηκαν τα περισσότερα βιβλία του – κυρίως όμως το Songlines, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο Τα μονοπάτια των τραγουδιών από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Μαζί βγήκε και το Στο μαύρο λόφο, που περιγράφει τον παράξενο δεσμό δύο δίδυμων αγοριών στην αγροτική Ουαλία των αρχών του αιώνα. Και τα δύο είναι γραμμένα με τρόπο «κλασικό», αρμονικό, χαμηλόφωνο – μιλάνε όμως για πράγματα δυνατά, μάλλον πρωτότυπα και εντελώς μελλοντικά.
Τα Μονοπάτια των τραγουδιών είναι, ας πούμε, τα καλτ ημερολόγιά του. Κάτι ανάμεσα σε μαρτυρία, ταξιδιωτικό, μυθιστόρημα και ταινία δρόμου. Μιλάνε, καταρχάς, για τον ιστό των μονοπατιών που καλύπτουν την Αυστραλία των Αυτοχθόνων (μονοπάτια που χωρίζουν τις κυριότητες της γης, οδοιπορούνται τραγουδώντας – και κάθε συγκεκριμένο σημείο τους «διαβάζεται» από τους Αυτόχθονες σαν ένα είδος προγονικής παρτιτούρας), αλλά καταλήγουν να δοξάζουν τη νομαδική φύση των Αυτοχθόνων και την αεικινησία των ανθρώπων.
Ο Τσάτουιν ο ίδιος περιπλανήθηκε πολύ καιρό στην αυστραλέζικη έρημο και βάδισε στα μονοπάτια των τραγουδιών. Αλλά γνώρισε κι άλλες φυλές της ερήμου. Τους Κουασγκάι, τους Ταϊμάνι, τους Τουαρέγκ, τους Μπορόρο. Γνώρισε κι άλλους νομάδες, μοναχικούς κι έκπτωτους Ευρωπαίους, που είχαν ασπαστεί ιδιόρρυθμες θρησκείες, ανέλυαν τον Ντιρκάιμ στο φως μιας λάμπας πετρελαίου και πάνω από την πόρτα του ερημητηρίου τους, στη Θάλασσα του Τιμόρ, έγραφαν:
Τρύπες έχουν οι αλεπούδες
και φωλιές τ' ανεμοπούλια.
Αλλά του Ανθρώπου ο γιος
στους πέντε δρόμους βρίσκεται.
Για να μην πολυλογούμε, ο Τσάτουιν πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να κάτσει ήσυχος σ' ένα δωμάτιο κι ότι για να μπορέσει να βρει το νόημα της ζωής πρέπει να αποβάλει τους δεσμούς του και να πάρει τους δρόμους. Ελευθερωμένος από τα αντικείμενα (γιατί «τα αντικείμενα καρφώνονται μες στην ψυχή κι έπειτα της λένε τι να τα κάνει»), αλλά και μελαγχολικός από τη γνώση του θανάτου του, πλανιέται στη μικρή του φυλακή, που είναι ο κόσμος, ψάχνοντας απαντήσεις.
Ο Τσάτουιν προχώρησε την άποψή του και πέραν της φιλοσοφίας. Στην ηθολογία.
Ο άνθρωπος περιπλανιέται, υποστήριξε, γιατί ακούει τη μνήμη του αίματός του. Οι πρόγονοί του στη λίθινη εποχή έπρεπε να μεταναστεύουν διαρκώς από το Τράνσβααλ ως την Αιθιοπία για να γλιτώσουν από το γιγαντιαίο ανθρωποφάγο ζώο Dinofelis. Η κοινή άμυνα σ' αυτό το ζώο δημιούργησε την περίφημη «ενστικτώδη επιθετικότητα» του Λόρεντς ή το «δολοφονικό ένστικτο» του Κέσλερ – κι όχι κάποιο έμφυτο μίσος του ανθρώπου για τον όμοιό του. Ο άνθρωπος, κατά τον Τσάτουιν, δεν είναι ένας παραλογισμένος αδελφοκτόνος – αλλά ένας τραγουδιστής «με αέρινες σόλες» που ψάχνει πρόσκαιρες ειρηνικές πατρίδες και εν ανάγκη πολεμάει μαζί με τους άλλους, ενάντια στο Μεγάλο Θηρίο ή την Ανάμνησή του.
Έτσι ο Τσάτουιν διάβασε τα ίχνη της ζωής πάνω στην άμμο της ερήμου. Πίστεψε ότι η έρημος είναι η πατρίδα του. Κάπνισε χόρτο στην Καμπούλ, δούλεψε υλοτόμος στη Σκωτία, έμεινε στα κιμπούτς του Ισραήλ και στις πολύμηνες παραμονές του στον πύργο του Teddy Millington-Drake στην Πάτμο άρχισε να δίνει μορφή στα Songlines.
Στο μεταξύ, παντρεύτηκε, έφτιαξε ένα υποτυπώδες αγρόκτημα στο Οξφορντσάιρ και χαιρετίστηκε ως ο μεγαλύτερος ζων στυλίστας της αγγλικής γλώσσας. Αλλά προσβλήθηκε από ΑIDS. Kι έτσι, ο «αναλυτής της αεικινησίας» καθηλώθηκε από το καλοκαίρι του 1988 σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του έζησε στη σοφίτα ενός γεωργιανού σπιτιού – σε λίγα τετραγωνικά που, αντί για τοίχους, είχαν κρέπια για να χωρίζει το ντους από την κουζίνα και τη βιβλιοθήκη. Είχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, μια καρέκλα (Jacob!) κι έναν καναπέ. Έγραψε το τελευταίο του βιβλίο What am I doing here (από το λίγο που διάβασα, ένα είδος γλωσσικού ασκητισμού) και έπιασε φιλίες με έναν Νοτιοαφρικανό συνθέτη, ο οποίος συνέθετε τότε το «The songlines quartet».
Στο μεταξύ, είχε γίνει χριστιανός ορθόδοξος κι ετοιμαζόταν να πάει με ελικόπτερο σε μια μονή του Αγίου Όρους για να χειροτονηθεί ιερέας. Δεν πρόλαβε. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1989 στα 48 του χρόνια. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε εξ ολοκλήρου στα ελληνικά, στην ελληνική εκκλησία της Moscow Road, στο Λονδίνο.
Η αφρόκρεμα των γραμμάτων που μυξόκλαιγε στα κράσπεδα αναρωτιόταν αν το Songlines είναι fiction ή nonfiction.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια