Χριστούγεννα του 2009 μετακόμισα σε μια γειτονιά στο Κουκάκι, που έχει τηδική της επωνυμία: «Γαργαρέτα». Από το μπαλκόνι μου βλέπω –δεξιά λοξά– το μνημείο του Φιλοπάππου. Στην πλάτη μου έχω την Ακρόπολη και το Ηρώδειο –αυτά δεν τα βλέπω. Ο δρόμος μου είναι τρία τέταρτα πεζόδρομος, εγώ μένω στο κομμάτι που δεν είναι. Γύρω-γύρω έχει όλη την γκάμα των ξενοδοχείων: για πλούσιους, για τουρίστες, για φοιτητές, για μοντέλα, για ζευγάρια...
Η Γαργαρέτα ενώνει δύο εντελώς διαφορετικές περιοχές,αυτήν της Ακρόπολης και του περιφερειακού με τη θέα στον λόφο, τα μνημεία, τις οικολογικές μπουτίκ, τα «καλά» τουριστικά, και την άλλη, που ξεκινά απ’ την αρχή της Συγγρού με το γνωστό 24ωρο, τις Κούκλες, τον Μικρόκοσμο, τα Goody’s και τον Γρηγόρη, κι εκτείνεται λοξά πάνω ως τα μπαράκια και τα ουζάδικα των Πετραλώνων.
Όταν με ξεκουνάει κανένας φίλος, κάνω την εξής εκλεκτή βόλτα: ανεβαίνω τη Δράκου και μπαίνω στον λόφο του Φιλοπάππου, φτάνω στο μνημείο και χαζεύω τη θέα από Δάφνη μέχρι Πειραιά και από Allou Fan Park ως Ακρόπολη. Βαθιές ανάσες –ελπίζω καθαρού οξυγόνου– και κάτω, στο μονοπάτι προς τον Λουμπαρδιάρη, μέσα απ’ τα πεύκα. Στα παγκάκια κοιτάω αν οι παρέες είναι για πικνίκ ή άστεγοι – δεν ξεχωρίζεις εύκολα.
Στρίβω στον πεζόδρομο του Θησείου, διασχίζω το Μοναστηράκι, βγαίνω στα ασιατικά εστιατόρια πίσω από τη Μητρόπολη και γυρνάω προς το Μουσείο της Ακρόπολης, περνώντας περιφερειακά την Πλάκα, ξυστά από το παλιό Τρίστρατο.
Για τσουρέκι με σοκολάτα πάω στον «Τάκη», ενώ για πρωινό πετάγομαι στο διακριτικό «Καφεδάκι μας», στη Δράκου, για την άψογη χειροποίητη σερραϊκή μπουγάτσα. Στον πεζόδρομο έχει και τα Κορίτσια με το άπαιχτο σουβλάκι τους, πιο κάτω τη μικροσκοπική Σβούρα για καφέ ή χυμό. Όταν έχω όρεξη για μπέργκερ παραγγέλνω από το Colibri, που έχει παράρτημα στην Αναπαύσεως. Για ιταλικό πάμε σε ένα στενάκι κοντά στο μουσείο, στο Aglio Olio της Σουζάνας και του Ηρακλή.
Δίπλα μου έχει ένα παράξενο στέκι,τη Φωλιά Στήριξης Μεσαίας Τάξης. Είναι ένας κοινωνικός πολυχώρος με πολλαπλή προσφορά σε άπορους, άνεργους, ηλικιωμένους κ.λπ. Μπαινοβγαίνουν εθελοντές, γείτονες. Δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο. Η αεικίνητη Ρουμπίνη που το τρέχει οργανώνει και ολοήμερες φιέστες στον δρόμο από κάτω. Πρώτη φορά το ζούσα αυτό, κοιτούσα αμήχανα από το μπαλκόνι και είπα μέσα μου χαμογελώντας... «γειτονιά»!
Στη γειτονιά κυκλοφορεί και μια ηλικιωμένη κυρία, υπέροχη, με ένα όμορφο, υπέργηρο λυκόσκυλο: βγάζει βόλτα ο ένας τον άλλον και με μεγάλο πείσμα ανεβοκατεβαίνουν τους δρόμους, τόσο ευδιάθετοι όσο και εύθραυστοι μπορεί κανείς να τους δει και δυο φορές τη μέρα... Ο σκύλος μπερδεύει τη μηχανή μου με κάποιου άλλου και όταν τύχει να συναντηθούμε, περιμένει να ξεκαβαλήσω.
Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι ο άλλος και δίνει ένα κουτσό σήμα για να συνεχίσει ο περίπατος. Η κυρία με τη ζακετούλα, το εμπριμέ φόρεμα και τις κοντές κάλτσες τού μιλά συνεχώς σαν να είναι ζευγάρι.
σχόλια