Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τις κατά καιρούς εξωγηπεδικές περιπέτειες, αμαρτίες και δημόσιες προβοκάτσιες του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, που νομίζει κανείς ότι δεν υπήρξε ποτέ προ Μαραντόνα εποχή (κι όμως, δεν είναι καν πενήντα - στις 30 Οκτωβρίου κλείνει τα 49, ενώ φέτος έγινε και παππούς!), ενώ λογικά θα έπρεπε να ζούμε και να τον θυμόμαστε, αν σκεφτεί κανείς τις φορές που κόντεψε να δει «τα ραδίκια ανάποδα» εξαιτίας ενός ανελέητα εξοντωτικού lifestyle και μιας δίαιτας επικεντρωμένης στις μπριζόλες, το αλκοόλ και την κόκα. Το ξέσπασμα του «τιμής ένεκεν» προπονητή της Αργεντινής εναντίον των δημοσιογράφων πριν λίγες μέρες, μετά την απίστευτα ζορισμένη πρόκριση της Αργεντινής στο ερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, «σόκαρε» μόνο όσους υποκριτικά επιμένουν να υποστηρίζουν ότι ένα ποδοσφαιρικό ματς πρέπει να είναι ένα αγνό αθλητικό γεγονός για όλη την οικογένεια, αγνοώντας προφανώς πόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένη είναι η γηπεδική/οπαδική εμπειρία με την (αντρική) εκτόνωση. Εννοείται ότι η «καφρίλα» που λένε οι πολιτισμένοι ταιριάζει πολύ περισσότερο στο ποδόσφαιρο και ευτυχώς. Τα λεκτικά ξεσπάσματα και οι πάσης φύσεως σεξουαλικές αναφορές όσων πάνε στο γήπεδο δεν έχουν καμιά σχέση με τη μηδενιστική και προμελετημένη βία των χουλιγκάνων, οι οποίοι δεν έχουν καμιά ανάγκη αφορμών εκτόνωσης, όπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι - δεν χρειάζεται να βρίσκονται καν μέσα στο γήπεδο.
Ξεσπώντας μετά τη νίκη-πρόκριση επί της Ουρουγουάης στο φινάλε, ο Μαραντόνα εκτόξευσε προς τους δημοσιογράφους αυτά που άλλοι θα κρατούσαν μέσα τους, χωρίς να αυτολογοκριθεί καθόλου: «Τον παίρνετε όλοι!» και «Ρουφάτε τον τώρα, κουφάλες!» (ζητώντας πάντως προκαταβολικά συγγνώμη από τις κυρίες, ως γνήσιος λαϊκός τζέντλεμαν). Το έχει ξανακάνει πολλές φορές, άλλωστε, είτε βρισκόμενος υπό πίεση, είτε ως θριαμβευτής του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986 -όπου η Αργεντινή νίκησε στον τελικό τη Γερμανία, αφού προηγουμένως με το «Χέρι του Θεού» ο Μαραντόνα είχε κλέψει το πορτοφόλι των (αποικιοκρατών) Εγγλέζων- αφιερώνοντας το τρόπαιο «σε όλους εσάς και τις πόρνες που σας γέννησαν».
Θυμάμαι κάποτε μια έντονη αντιδικία που είχα μ' έναν θείο μου, ο οποίος υποστήριζε με πάθος ότι είναι απαράδεκτο να θεωρείται κορυφαίος ποδοσφαιριστής ένας υπέρβαρος ναρκομανής - τι είδους πρότυπο αθλητή είναι αυτό για τα «νέα παιδιά»; Ο Πελέ αντίθετα... Του αντέτεινα ότι η προσωπική ζωή οποιουδήποτε σταρ -και τέτοιοι είναι οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές- δεν έχει σχέση με το θέαμα στο γήπεδο, και στο φινάλε, αντίθετα από τους μεταλλαγμένους «του κλασικού αθλητισμού», όσες ουσίες κι αν κατεβάσεις δεν γίνεσαι καλύτερος ποδοσφαιριστής. Ο Μαραντόνα ήταν ο καλύτερος που είδαμε ποτέ «με την μπάλα κάτω», για τον Πελέ οι περισσότεροι μόνο εξ ακοής γνωρίζουμε. Στο σχετικό μεγάλο διαδικτυακό γκάλοπ που είχε κάνει η FIFA το 2000, ο Αργεντινός είχε επικρατήσει του Βραζιλιάνου, αλλά τελικά η Παγκόσμια Ομοσπονδία, ευθυγραμμισμένη με τις απόψεις του θείου μου, κιότεψε, ακύρωσε το αποτέλεσμα και έστησε μια «Επιτροπή Ειδικών», η οποία ανακήρυξε κορυφαίο τον Πελέ.
Φυσικά, ο Μαραντόνα (ή «Ελ Ντιέγκο», όπως έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος τον εαυτό του στην αυτοβιογραφία του) όχι μόνο δεν πτοείται με κάτι τέτοια, αλλά αντίθετα τα χρησιμοποιεί ως καύσιμο στον ναρκισσισμό του, που συχνά εκφράζεται ως μανία καταδιώξεως, ακόμα και παράνοια. Συχνά, όμως, δεν τον κυνηγάνε εγκάθετοι δημοσιογράφοι και άλλες σκοτεινές δυνάμεις, αλλά πολύ φανερές και ξενέρωτες όπως η ιταλική εφορία, στην οποία οφείλει γύρω στα 37 εκατομμύρια ευρώ (σύμφωνα με τις Αρχές της χώρας, έχει πληρώσει «έναντι» μόλις 40.000, ενώ του έχουν κατασχεθεί επίσης δύο χρυσά Rolex και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια αξίας 3.000 ευρώ) από την εποχή που μεσουρανούσε με τη φανέλα της Νάπολι (τι να γίνονται άραγε εκείνα τα παιδιά από τη Νάπολι, που κάναμε παρέα τα καλοκαίρια στην Κεφαλονιά και μας έβαζαν τα βράδια κασέτες με ύμνους για τον κοντόχοντρο αλητοβούδα;)
Ανοιχτό βιβλίο, που λένε, ο Ντιέγκο ποτέ δεν δίστασε να αποκαλύψει δημοσίως τα πάθη του, αλλά και εσχάτως τις πολιτικές προτιμήσεις του, συντασσόμενος με μπρίο και φανατισμό πλάι στους Λατινοαμερικάνους «κυματοθραύστες του ιμπεριαλισμού» όπως ο Κάστρο, ο Τσάβες και ο Έβο Μοράλες της Βολιβίας (έπαιξε μάλιστα και σ' ένα ματς πρόσφατα στην πρωτεύουσα της χώρας Λα Παζ, για να αποδείξει ότι ακόμα κι ένας πρώην «παχύσαρκος τελειωμένος» μπορεί να παίξει μπάλα σε τέτοιο υψόμετρο, χωρίς να πάθει καρδιακή προσβολή). Πολλοί έχουν λησμονήσει ότι στη δεκαετία του '90 είχε στηρίξει το νεοφιλεύθερο Δεξιό ηγέτη της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ, αλλά η αλήθεια είναι ότι το λαϊκίστικο πληθωρικό προφίλ του ταιριάζει εξίσου με sui generis περονιστές όσο και με αμφιλεγόμενους εκπροσώπους του αριστερίστικου αντιαμερικανισμού. Ο Μαραντόνα όχι μόνο δεν σνομπάρει - αγκαλιάζει τη γραφικότητα, κι αυτό είναι μ' ένα περίεργο τρόπο ανακουφιστικό.
Πάνω απ' όλα όμως παραμένει πρόθυμος απολογητής του οπαδισμού. Πριν λίγο καιρό παιζόταν μια διαφήμιση του βραζιλιάνικου τονωτικού ποτού Guarana Antartica, η οποία έδειχνε τον Μαραντόνα να τραγουδά τον ύμνο της Βραζιλίας φορώντας τη φανέλα της στο γήπεδο. Στο τέλος του σποτ ξυπνούσε από τον εφιάλτη, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα «ακούσματος» από το ποτό. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να φορέσει τη φανέλα της Βραζιλίας (εδώ είχε φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού σε μια από τις φιέστες του Σ. Κόκκαλη), αλλά δεν θα φορούσε ούτε στην κόλαση τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ, της ιστορικής αντιπάλου της αγαπημένης του Μπόκα Τζούνιορς.
σχόλια