Η απώλεια έγινε συνήθειά μας, ναι, στην εποχή της αέναης RIPολογίας. Και κάθε δεύτερο μουσικό έργο (άλμπουμ) που κυκλοφορεί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια της μουσικής βιομηχανίας (ό,τι απέμεινε απ' αυτήν) και της μουσικοκριτικής (ό,τι απέμεινε απ' αυτήν) να διασωθεί το προστατευόμενο πλέον είδος, παρουσιάζεται ως ελεγειακή σπουδή, ως διαλογισμός στο τραύμα, στη μνήμη, στην απώλεια. Απώλεια ρομαντικής σχέσης, απώλεια συντρόφου, γονιού, παιδιού. Το κόνσεπτ είναι τόσο ισχυρό, που καθορίζει καταπιεστικά την εμπειρία ακρόασης και ισοπεδώνει το αποτέλεσμα, απαγορεύοντας στα τραγούδια να σταθούν στα πόδια τους. Αν μπορούν να σταθούν δηλαδή ως κομμάτια που μένουν στη μνήμη και δεν χάνονται στην αχλή μιας ελεγειακής αφήγησης που δεν έχει τα απαραίτητα στηρίγματα μιας στιβαρής τραγουδοποιίας. Εν ολίγοις, τα συγκλονιστικά έργα δεν προκύπτουν απαραίτητα από συγκλονιστικές βιωματικές εμπειρίες, δεν λειτουργεί έτσι η έκφραση, ούτε η προσωπική τραγωδία μετουσιώνεται εύκολα σε υψηλού επιπέδου αφηγηματική πράξη και πολύ περισσότερο σε αθάνατο τραγούδι. Για μένα, και για πολλούς άλλους, ο Nick Cave διαθέτει ένα τεράστιο οπλοστάσιο από αθάνατα τραγούδια, δεν μπόρεσα όμως να διακρίνω ούτε ένα στο νέο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε συνοδευόμενο με promotion τη βαριά αποσκευή της προσωπικής, ανείπωτης τραγωδίας που συνέβη στον ίδιο και την οικογένειά του (να θάβεις παιδί είναι το ταβάνι της φρίκης, της τραγωδίας, της απώλειας, καταργείται κάθε σειρά, κλίμακα και λογική, δεν υπάρχει χειρότερο, ουδείς νομίζω διαφωνεί επ' αυτού).
Όχι ότι δεν τον αγαπώ για πάντα, να είμαστε ξεκάθαροι, όποιος αγαπά, όμως, πληγώνεται.
Ακόμα και πριν από την ακρόαση, που εξελίχθηκε σε πολύ δυσάρεστη εμπειρία για όλους τους λάθος λόγους, ήταν ήδη ανησυχητικά (και δυσοίωνα για την πραγματική αξία του περιεχομένου) όλα τα δημοσιεύματα και οι κριτικές του δίσκου, που ανεξαιρέτως σχεδόν τόνιζαν ντροπιαστικά στην εισαγωγή, με bold γράμματα, το τραγικό γεγονός που ενέπνευσε το ύφος και τη θεματολογία των τραγουδιών του «Skeleton Tree». Οι πιο ψύχραιμοι έγραψαν ότι πρόκειται για το πιο σημαντικό έργο του από την εποχή του «Boatman's Call», είκοσι χρόνια πριν (ύβρις, εκείνος ο συγκλονιστικός δίσκος, που θριάμβευσε υπό τη σκιά της απώλειας της σχέσης του με την Polly Harvey, περιέχει αιώνιες κι αθάνατες τραγουδάρες), ενώ πολλοί άλλοι, ακόμα και στα πιο «έγκυρα» διεθνή μέσα (ή, μάλλον, ειδικά σ' αυτά), ανακήρυξαν το άλμπουμ στο απόλυτο highlight της καριέρας του. Το απόλυτο highlight! Εντάξει, παιδιά, για σας είναι η ζωή, δώστε πόνο φέτος (άντε και του χρόνου) που και καλά συμβαίνουν τα πιο σημαντικά πράγματα στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού, το παρελθόν είναι μόνο για ασκήσεις ρεβιζιονισμού και ρετροφιλίας.
Το θέμα δεν είναι αν έχω δίκιο εγώ ή κάποιος άλλος ξινός αντιρρησίας σε σχέση με την αξία του δίσκου αλλά το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι κριτικές δεν κάνουν καν τον κόπο να τραβήξουν το σκοτεινό (βολικό) παραπέτασμα και να εξετάσουν τα τραγούδια πέρα από τις συνθήκες ενός αποπνικτικά ελεγειακού mood, ειδικά από τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς σε ποιον βαθμό επηρέασε η προσωπική τραγωδία τη διαδικασία παραγωγής του έργου. Δεν έχω δει και το ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Andrew Dominik κατά την περίοδο των ηχογραφήσεων με τίτλο One more time with feeling (από τους στίχους του σούπερ creepy τραγουδιού «Magneto», «Ιn love you laugh, in love you move, I move and one more time with feeling») που θα μπορούσε ίσως να με διαφωτίσει κάπως. Είχα δει όμως το προπέρσινο αγιογραφικό ντοκιμαντέρ 20.000 μέρες στη Γη και είχα χαλαστεί (ανεπανόρθωτα μάλλον) από την αβάσταχτης επιτήδευσης εικόνα του καταξιωμένου αναγεννησιακού post-goth τζέντλεμαν δημιουργού/συγγραφέα που μοιάζει να έκανε συμφωνία με τον διάβολο με τον όρο ότι δεν θα τον δουν ποτέ να φοράει, ακόμα και στο σπίτι του, τζιν ή κάποιου άλλου είδους casual εμφάνιση πέρα από τη vintage λούμπεν στολή Ελληνοαυστραλού νταβατζή (ή αφορισμένου πάστορα) στη Μελβούρνη των '70s. Όχι ότι δεν τον αγαπώ για πάντα, να είμαστε ξεκάθαροι, όποιος αγαπά, όμως, πληγώνεται. Θα προτιμούσα να έλειπε όλο αυτό το βάρος και να ήταν δύσκολη και απαιτητική η ακρόαση του δίσκου για τους σωστούς λόγους. Όπως, ας πούμε, τα τελευταία προσωπικά άλμπουμ του Scott Walker, που μπορεί να μην έχουν «κανονικά» τραγούδια, αλλά αποτελούν συγκλονιστική εμπειρία ως θεατρική πρόζα, με ειδικά εφέ και σκηνικό που συνθλίβεται από το βάρος της Ιστορίας (όπως η εικόνα της κρεμασμένης ανάποδα στα κλαδιά του δέντρου Κλάρα Πετάτσι, ερωμένης του Μουσολίνι) σαν γκραν γκινιόλ Μπέκετ που έχει νόημα να το ακούς μόνο με ακουστικά και σβησμένα φώτα αργά τη νύχτα.