ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΠΙΚΟ σε μέγεθος, εμβέλεια και βάθος πεδίου Underworld (Υπόγειος Κόσμος στα ελληνικά) που κυκλοφόρησε ακριβώς πριν από 20 χρόνια, προκαλώντας αλυσιδωτές εκρήξεις που ακόμα ακούγονται, τα βιβλία του Ντον Ντελίλο έγιναν πιο μικρά σε όγκο, παραμένοντας ωστόσο εξίσου διεισδυτικά για τις πιο μύχιες πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης όπως φαίνεται να έχει διαμορφωθεί σε αυτό τον αιώνα, που είναι συνέχεια του προηγούμενου, αλλά και κάτι εντελώς άλλο, ανησυχητικά ραγδαίο και τρομακτικά ακαθόριστο. Το καλό με τον περιορισμό των σελίδων είναι ότι μπορεί να τα ξαναδιαβάσει κανείς από την αρχή και να εστιάσει σε διαφορετικά στοιχεία της αφήγησης χωρίς να χάνει χρόνο, «σβήνοντας» κάθε τόσο από την έμπνευση και το μεγαλείο της πρόζας ενός μοναδικού μάστορα του λόγου. Και να επιβεβαιώσει εξαρχής την –παγιωμένη σε όσους έχουν εξοικειωθεί με το ύφος και το εύρος των αναζητήσεών του– αντίληψη ότι τα σημαντικά στο έργο του δεν είναι μόνο τα «προφητικά» –ο Ντελίλο ως μάντης κομβικών τάσεων και καταστάσεων, ως σύγχρονος Νοστράδαμος του λυκόφωτος, όπως αυτό αντανακλάται σε γυάλινους ουρανοξύστες– αλλά τα αιώνια, τα πανανθρώπινα, αυτά που είναι εκτός εποχής και σχεδόν εκτός χρόνου.
Ξαναδιαβάζοντας, λοιπόν, το τελευταίο του βιβλίο, το Zero K –τεχνικά, ένα μεταφυσικό θρίλερ-δράμα σε σκηνικό κλινικής δυστοπίας που διαδραματίζεται κυρίως στις απόκοσμες εγκαταστάσεις ενός κέντρου κρυονικής στα βάθη της πρώην Σοβιετίας–, κόλλησα σε κάποια «περιφερειακά» στοιχεία της πλοκής που δεν είχαν αναδυθεί τόσο έντονα την πρώτη φορά και είχαν να κάνουν κυρίως με τη σχέση του αφηγητή με τη μάνα του, τις γυναίκες και την τυραννία (ή τη σωτηρία) της μνήμης: «Οι ηθοποιοί της μνήμης είναι κλειδωμένοι στη θέση τους, νεκροζώντανοι. Εγώ σε μια καρέκλα να διαβάζω ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό, η μάνα μου να βλέπει τηλεόραση με κλειστό τον ήχο. Οι συνηθισμένες στιγμές κάνουν τη ζωή. Εκείνη ήξερε ότι μπορεί να εμπιστευτεί αυτό το αξίωμα που έμαθα κι εγώ τελικά να το εμπιστεύομαι, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια που περάσαμε μαζί. Όχι άλματα και πτώσεις. Εισπνέω τις μικρές, σαν ψιλόβροχο, λεπτομέρειες του παρελθόντος κι έτσι ξέρω ποιος είμαι. Αυτά που δεν κατάφερα να κατανοήσω πριν είναι ξεκάθαρα τώρα, φιλτραρισμένα από τον χρόνο, μια εμπειρία που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον, ούτε κατά διάνοια, σε κανέναν, ποτέ...». Και μερικά κεφάλαια μετά: «Ποτέ δεν ένιωσα τόσο ανθρώπινα όσο τότε που η μάνα μου αργοπέθαινε στο κρεβάτι της. Δεν επρόκειτο για την ευπάθεια κάποιου που τελικά είναι "μόνο άνθρωπος" και συνεπώς αδύναμος και ευάλωτος. Εκείνο ήταν ένα κύμα θλίψης και απώλειας που με έκανε να κατανοήσω ότι ήμουν κάποιος που εξελίχθηκε από το πένθος. Υπήρχαν μνήμες, παντού, που δεν γινόταν να ανακληθούν. Υπήρχαν εικόνες, οράματα, φωνές και ο τρόπος με τον οποίο η ύστατη πνοή μιας γυναίκας επιτρέπει να εκφραστεί ο καταπιεσμένος ανθρωπισμός του γιου της...».
Ο ανθρωπισμός και η κατανόηση εκφράζονται συχνά με τη σιωπή ή με το βλέμμα. Ειδικά όταν επιχειρείς να συνδεθείς με κάποιον και να φτιάξεις κοινές μνήμες και κοινή επίγνωση. Ειδικά στην πρώτη κρίσιμη περίοδο μιας ερωτικής σχέσης: «Πέφταμε σε μεγάλες σιωπές, υποχωρώντας μέσα μας, καθώς περπατούσαμε βήμα-βήμα, και η ψιλή βροχή δεν μας έβγαλε λέξη, ούτε μας έστειλε να βρούμε καταφύγιο... Τότε ξαφνικά κοιταχτήκαμε, χωρίς λόγια πάντα, ένα απ' αυτά τα βλέμματα που λένε ποιος στο διάολο είσαι τελικά. Αυτό το βλέμμα ήταν δικό της. Οι γυναίκες το κατέχουν απόλυτα αυτό το βλέμμα. Τι κάνω εδώ και με ποιον είμαι, με κάποιον ηλίθιο που έσκασε από το πουθενά. Ήμασταν ακόμα στον πρώτο καιρό κι αν η σχέση άντεχε θα συνέχιζε να θυμίζει εκείνον τον πρώτο καιρό. Δεν χρειαζόταν να ανακαλύψουμε τίποτε άλλο κι αυτό δεν αποτελεί μια συμβατική διευθέτηση, όπως ίσως φαίνεται. Αυτοί ήμασταν, έτσι επικοινωνούσαμε, έτσι νιώθαμε. Συνεχίσαμε το περπάτημα, πιο χαλαρά τώρα, κοιτάζοντας έναν ημίγυμνο άντρα με παντελόνι πιτζάμας που έκανε ηλιοθεραπεία σε μια υγρή σεζλόνγκ πλάι σε μια σκάλα κινδύνου. Αυτό ήταν το παν. Κατανοήσαμε ότι ο σπόρος της κοινής μας επίγνωσης, το αποτύπωμα, το σχήμα, θα παρέμενε χαραγμένο όπως εκείνες τις πρώτες μέρες και νύχτες...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO