Με τον Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι στο Rue de Marseille

Με τον Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι στο Rue de Marseille Facebook Twitter
Φωτό: Photoharrie.
0

Το ραδιόφωνο του ταξί που με ανεβάζει από την οδό Κολοκοτρώνη στην οδό Μασσαλίας παίζει ένα απροσδιόριστο «σκυλάδικο» που διακόπτεται από τις άναρθρες κραυγές του παραγωγού που θυμίζει Radio Blackman, αλλά δεν είναι. «Και μια Κική και μια Κική μ' έριξε χρόνια φυλακή. Να πεθάνουν οι γυναίκες, να πεθάνουνε... Παντρεύτηκα και χώρισα στα πιο καλά μου χρόνια και χαρτοπαίχτη μ' έκανε στον Πειραιά μια Σόνια. Και μια Σμυρνιά και μια Σμυρνιά μου τα 'φαγε στην Κοκκινιά». Με τον ταξιτζή αναγνωρίζουμε τη φωνή του Λευτέρη Πανταζή, αυτό τον ιδιαίτερο συριγμό του, και ανεβαίνουμε την οδό Αμερικής ανάμεσα σε κορναρίσματα, θέατρα που σχολάνε και μια γριά τραβεστί που κάνει πιάτσα στη γωνία της Σόλωνος. Μπαίνω στο Rue de Marseille και ο Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι με περιμένει σε ένα τραπέζι κάτω από ένα κάδρο που απεικονίζει την Γκερνίκα του Πικάσο κι ενώ στα ηχεία παίζει το «Whole lotta love» των Led Zeppelin και ύστερα ένα κομμάτι των Uriah Heep.

Απέναντί μας ένα καραβάκι με χριστουγεννιάτικα φωτάκια, στο μπαρ ένας τύπος που θυμίζει τον Ντάνιελ Τζόνστον, κάπου δίπλα ένα κάδρο με τον Τσε Γκεβάρα με το πούρο (στην κλασική φωτό) και, κολλητά, πολλά μικρά καδράκια με πρόσωπα σπουδαίων συγγραφέων και διανοουμένων των τελευταίων αιώνων. Ο Φαμπρίτσιο, αυτός ο Ιταλός που γεννήθηκε σε ένα μικροσκοπικό χωριό της βορειοανατολικής Ιταλίας ονόματι Καζανόβα, κάπου εκεί στα σύνορα με την Αυστρία και τη Σλοβενία, μέλος μιας μειονοτικής κοινότητας που μιλούν τη retro-romanic («μια μείξη λατινικών και κέλτικων»), μου εξιστορεί τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής του, μια ιστορία βαμμένη με αίμα και μπόλικη «πόρκα μιζέρια».

«Μεγάλωσα σε μια πάμφτωχη οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν χτίστης και η μητέρα μου μοδίστρα. Η μόνη περιουσία που είχαμε ήταν τα γελάδια, από τα οποία παίρναμε το γάλα και το προσούτο, και τα άλογα». Μια γαστριμαργική Τσινετσιτά, φτιαγμένη από χιονισμένα βουνά, αγροκτήματα, καρδάρες με γάλα και χοιρομέρια. «Αυτό που μισούσα ως παιδί αλλά λατρεύω τώρα είναι αυτή η σούπα από ξερό ψωμί και κόκκινη κολοκύθα που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Καθώς και μια μπομπότα με κρέμα γάλακτος. Ήταν κάτι αηδιαστικό στην όψη, αλλά τέλειο στη γεύση. Μεγαλώνοντας κατάλαβα την τελειότητα αυτών των φαγητών». Το Rue de Marseille μοιάζει με ξεχασμένο μπαρ στο Kreuzberg του Βερολίνου (από αυτά που έχουν παραμείνει στην περιοχή από τότε που ξέσπασε το πανκ). Το μόνο, ίσως, που του λείπει είναι ένας-δυο κουλοχέρηδες και τέσσερις τοίχοι γεμάτοι tags και συνθήματα. Ένα μπαρ που άνοιξε στα τέλη του '60 και στους ξύλινους πάγκους του έκατσαν ο Καρούζος (που σκάρωνε συχνά ποιήματα εδώ, ακούγοντας progressive rock), η Μελίνα Μερκούρη, ο Ελύτης, ο Ρίτσος και η μισή διανόηση της Αθήνας.

Στο τζουκμπόξ που υπήρχε τότε δίπλα στο μπαρ η Κατερίνα Γώγου έβαζε κέρματα και διάλεγε Joy Division και New York Dolls. Ο Φαμπρίτσιο είναι ένας από τους καλύτερους διεθνείς σεφ που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία. Μαθήτευσε δίπλα σε σπουδαίους μάγειρες, όπως «ο μάγος των λαχανικών» Roger Verge, οι αδελφοί Troigros, o Scherrer, ενώ ήταν ο προσωπικός σεφ του Gianfranco Ferré. Οταν ανέλαβε το Boschetto στο άλσος του Ευαγγελισμού, έφερε την επανάσταση στον αθηναϊκό γαστριμαργικό χάρτη. Εξοβέλισε τον αστακό από τις νεοπλουτίστικες συνήθειες των πελατών του και έβαλε την ταπεινή σαρδέλα και το υποτιμημένο (τότε) χριστόψαρο «στα πιάτα των ανθρώπων που μένουν από το Ψυχικό και πάνω» (sic).

Στο χρηματιστήριο της γεύσης έπαιξε και κέρδισε. Ένας σεφ που ακόμα και σήμερα ζυμώνει το δικό του ψωμί, φτιάχνει το δικό του τουρσί, ετοιμάζει τη δική του μαρινάδα και ό,τι κι αν σερβίρει είναι προϊόν δικής του έμπνευσης και δημιουργίας. Αλλά πάντα θα έχει κάτι που θα τον ακολουθεί και θα τον στοιχειώνει. Το γιορτινό πιάτο της πατρίδα του, το timballo. «Το timballo είναι ένα "κουτί" παραγεμισμένο με οτιδήποτε. Άλλοι το κάνουν με βούτυρο και αλεύρι, άλλοι με ζυμαρικά, άλλοι μόνο με ψωμί. Μέσα σε αυτό βάζεις ό,τι πιο πλούσιο έχεις. Μπορεί να περιέχει από πέρδικες και τρούφες μέχρι κεφτεδάκια και βραστά αβγά με λίγη ντομάτα. Και τα δυο για μένα είναι πλούσια, γιατί, όταν το ανοίγεις για να το μοιραστείς με τους συνδαιτυμόνες σου σε ένα τραπέζι είναι σαν να ανοίγεις την ψυχή σου», μου λέει κι ύστερα μου εκθειάζει την αξία του πρωτόλαδου («αυτό είναι το αυθεντικό λάδι»), τον «μαγικό τόπο» που τον λένε Σαρδηνία, κι επισημαίνει την ανάγκη να επιστρέψουμε στα απλά και ουσιαστικά πράγμα- τα. «Όταν έχεις την εντύπωση ότι έχεις τα πάντα, στην ουσία δεν έχεις τίποτα», λέει και το «Bohemian Rhapsody» των Queen ακούγεται από τα ηχεία του μαγαζιού.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γκίκας Ξενάκης

Γκίκας Ξενάκης / «Έχω κάνει λάθη – δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να τους σέβομαι όλους στην κουζίνα»

Μεγαλώνοντας στη Θήβα, αγάπησε το φρέσκο ψάρι, τα άγρια χόρτα και τις ταπεινές συνταγές. Αν και είχε αρχικά πολύ κακή εικόνα για τους μάγειρες, εξελίχθηκε σε σεφ για τον οποίο –όπως είπε ο Επίκουρος– μπορούσε να καταλάβει κανείς ένα πιάτο του με κλειστά τα μάτια. Ο «τιμονιέρης» της κουζίνας του Aleria, Γκίκας Ξενάκης, είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Γεύση / Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Ευφάνταστα τσουρέκια και καλιτσούνια της Λαμπρής, που βγαίνουν σε ποικίλα σχήματα και εκδοχές στα νησιά του Αιγαίου, θυμίζουν ζυμαρένια μικρογλυπτά και αναδίδουν την αρχοντική ευωδιά των ημερών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Πώς ο Ιωσήφ Ζησιάδης δημιούργησε το μοναδικό οινοποιείο της Πάτμου

Το κρασί με απλά λόγια / Πώς ένας πρώην υπουργός της Ελβετίας έγινε ο μοναδικός οινοποιός της Πάτμου

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης φιλοξενούν τον Ιωσήφ Ζησιάδη, έναν άνθρωπο με πολυδιάστατη πορεία που κάποια στιγμή αποφάσισε να δημιουργήσει το μοναδικό οινοποιείο της Πάτμου.
THE LIFO TEAM
Από arrancini μέχρι καλαμάκι συκώτι στο χέρι: Αυτό είναι το νέο αθηναϊκό street food

Γεύση / Από arrancini μέχρι καλαμάκι συκώτι στο χέρι: Αυτό είναι το νέο αθηναϊκό street food

H Αθήνα έχει πολλά στριτφουντάδικα. Όμως κάποια νέα, εκτός από το ότι ανεβάζουν το επίπεδο, έχουν καταφέρει να γίνουν instant συνήθεια για το προσεγμένο φαγητό τους, αλλά όχι μόνο γι' αυτό.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Σουπιοπίλαφο

Γεύση / Σουπιοπίλαφο: Η μυστηριώδης γεύση του Αιγαίου

Από τον μινωικό πολιτισμό και τα κύπελλα του μέχρι τα σύγχρονα τσουκάλια, το μελάνι της σουπιάς συνεχίζει να αφήνει το αποτύπωμά του, ενώ το σουπιοπίλαφο αναδεικνύει τη μοναδικότητά του, τόσο στην εμφάνιση όσο και στο γευστικό του αποτέλεσμα.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Από Άγιο Όρος στην Κρήτη: Πώς μαγειρεύει η Ελλάδα τον μπακαλιάρο

Γεύση / Από το Άγιο Όρος στην Κρήτη: Πώς μαγειρεύει η Ελλάδα τον μπακαλιάρο

Σε μακαρονάδα ή παστός με ρεβίθια, ή λεμονάτος με ολόκληρα κρεμμύδια: Από το ένα πέλαγος στο άλλο, το τελετουργικό μας πιάτο παίρνει διαφορετικές μορφές, αποτελώντας ένα εκλεκτό έδεσμα της ελληνικής cucina povera.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ