ΗΤΑΝ, ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ, ο πιο θεατρικός άνθρωπος μιας δημοσιογραφικής ζώνης που συνόρευε ή φιλοξενούσε πολλές από τις σκοτεινές πλευρές της Ελλάδας των μεταπολιτευτικών χρόνων.
Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχε ταλέντο ο Γιώργος Τράγκας. Η χρήση της υπερβολής, οι παύσεις και οι εκρήξεις, η τέχνη των υπονοούμενων και των απειλών, έφτιαχναν από παλιά μια ζοφώδη ατμόσφαιρα, ένα είδος φτηνής αλλά αποτελεσματικής μυσταγωγίας για τις μάζες. Συχνά μάλιστα, αυτή η εξτραβαγκάντσα έφερνε γέλιο, και αυτή ήταν άλλη μια επιτυχία στο παράδοξο μενού.
Θυμάμαι συχνά πως αυτοσυστηνόταν ως καραμανλικός. Όμως η πραγματική πολιτική και αισθητική προέλευση του Γιώργου Τράγκα ήταν τα μυστήρια της δεκαετίας του '80. Πολύ πριν από τις αντιμνημονιακές, αντιμερκελικές εμβατηριακές του παραστάσεις, πολύ πριν από την τελευταία του μεταμόρφωση σε μαχητή κατά της «χούντας του κορωνοϊού», η φωνή του Τράγκα παλλόταν αληθινά όταν μιλούσε για την τρομοκρατία, για το «Σημιτιστάν», για τα μυστικά που ο ίδιος άφηνε να εννοηθεί ότι κατείχε ως ες αεί αστυνομικός συντάκτης. Σμίλεψε έτσι μια πλούσια περσόνα συνωμοσιολογικά πολύ πριν γίνει μόδα στη θεωρία και στα σχόλια το θέμα της συνωμοσιολογίας.
Ο τοξικός λαϊκισμός του δεν θα ήταν τίποτα ιδιαίτερο δίχως την ικανότητά του να τον σαρκώνει, να τον υποδύεται με παντομίμες, με μουσικό χαλί, με τεχνικές υποβολής.
Ο Γιώργος Τράγκας περιείχε έτσι κάτι από τα μυστήρια των Αθηνών, ένα κλείσιμο του ματιού στο παρακράτος, στις πίσω σελίδες, στις σκιάσεις. Και με όλα αυτά προίκα έγινε ένας επιχειρηματίας του εαυτού του, μια αποτελεσματική και δημοφιλής μηχανή ραδιοφωνικής (κυρίως) έκστασης. Σε φούρνους, ψιλικά ή σε ταξί, πλάθοντας λέξεις και χαρακτηρισμούς, οργανώνοντας τα συναισθήματα ενός λαού που δεν ήταν μόνο «λαϊκο-δεξιός», αλλά ήδη ένα υβριδικό πλάσμα, ένα σύνθεμα όλων των δυνατών αρνήσεων.
Αντιεκσυγχρονιστής, αλλά και υπέρ της αγοράς, αντιμνημόνιο και συγχρόνως λάτρης της μεγάλης ζωής στη Νότια Γαλλία ή αλλού, ευσυγκίνητος στη μνήμη του Εθνάρχη του και λυσσαλέος εχθρός των όσων εκπροσωπούσε ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Τράγκας έγινε μια εκδοχή ευαγγελιστή δίχως Θεό, το δημιούργημα της άναρχης διεύρυνσης του ραδιοτηλεοπτικού και δημοσιογραφικού πεδίου στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών.
Και μάλλον ο τοξικός λαϊκισμός του δεν θα ήταν τίποτα ιδιαίτερο δίχως την ικανότητά του να τον σαρκώνει, να τον υποδύεται με παντομίμες, με μουσικό χαλί, με τεχνικές υποβολής. Αν μάλιστα πάει κανείς πίσω, σε εκπομπές ή ρεπορτάζ της «Χώρας» ή παλαιότερα ακόμα, θα αναγνωρίσει αυτό το μίγμα φαντασμαγορίας και δηλητηρίου που αποτελούσε πάντοτε μια συνταγή επιτυχίας στις δημοκρατίες των ταμπλόιντ και αργότερα στην εποχή των social media.
Τελικά ο Τράγκας ήταν ένας από αυτούς που επινόησαν μια δημοσιογραφία του σκότους, κερδίζοντας την προσοχή ενός κοινού που ζητούσε ψυχική εκτόνωση και διάφορες μορφές εκδίκησης απέναντι σε κάποιες από τις ελίτ.
Ο θάνατός του από τις συνέπειες του Covid επισφραγίζει με θλίψη αυτή την ιστορία των μεταμορφώσεων ενός ταλαντούχου δημαγωγού που δεν είχε ενδοιασμούς, έχοντας καταλάβει εμπειρικά πως έτσι αποκτά κανείς ισχύ μέσα στην αρένα.