Οι γέροι άνθρωποι λένε τις πιο όμορφες ιστορίες. Αν δεν έχεις γέρο άνθρωπο, φρόντισε να αγοράσεις» έχει πει ο Χρήστος Χωμενίδης. Πόσο δίκιο έχει! Ο συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς είναι σήμερα 82 ετών, αλλά αν τον δεις για πρώτη φορά, σου περνάει απ' το μυαλό ότι έχει υπογράψει συμβόλαιο με τον Διάβολο. Μοιάζει 65άρης, έχει δέρμα μωρού παιδιού και πνευματικά βρίσκεται στο ζενίθ του. Η φιλία του με τον Λούη, τον ήρωα στα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, είναι κυριολεκτικά μυθιστορηματική και παρέμεινε ακλόνητη, παρόλο που οι υποχρεώσεις της ζωής τούς ανάγκασαν αρκετές φορές να χαθούν.
«Τον Μανώλη, γιατί Μανώλης ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχέτως αν έμεινε στον κόσμο με το τηλεοπτικό όνομα "Λούης", τον γνώρισα πρώτη φορά τη δεκαετία του '50. Εγώ τότε πήγαινα γυμνάσιο στην Αγία Σοφία στον Πειραιά και εκείνος έμενε στο Πέραμα – πρέπει να ήμουν 16-17 χρονών. Στο σχολείο εκείνη την εποχή είχαμε δημιουργήσει μια παρέα που διαβάζαμε πολλή λογοτεχνία και αγοράζαμε συνέχεια βιβλία. Ένας γνωστός μας που μας τότε μας έφερε σε επαφή με τον Μανώλη, γιατί εκείνος πουλούσε βιβλία με δόσεις. Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση. Ύστερα, όμως, ο Μανώλης άρχισε να με γοητεύει. Άρχισα να τον θαυμάζω. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος, παράξενος άνθρωπος. Δεν είχε σχολική μόρφωση, κι όμως ήταν πανέξυπνος. Να φανταστείς, δεν είχε τελειώσει το δημοτικό και είχε τρομερές λογοτεχνικές γνώσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήξερε όλα τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Τον θαύμασα, γιατί δεν περιμένεις από έναν άνθρωπο που δεν έχει τελειώσει το δημοτικό να ξέρει απ' έξω όλη τη λογοτεχνία. Έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα, γίναμε φίλοι. Κάποια στιγμή, μετά από λίγα χρόνια, χωρίστηκαν οι δρόμοι μας για ένα διάστημα, γιατί εκείνος έτρεχε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο για να γίνει ναυτικός και αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω του ότι ήταν Αριστερός. Συναντιόμαστε τακτικά και κάποια στιγμή, όταν τον ρωτήσαμε –η παρέα– τι έγινε και χάθηκε, μας είπε ότι είχε παντρευτεί. Τον ρωτάω λοιπόν: "Kαλά, ρε Μανώλη, πότε παντρεύτηκες, πώς έγινε αυτό, τι συνέβη;". Και μου λέει τότε ότι είχε πάρε-δώσε με μια κοπελιά που της πουλούσε βιβλία, αλλά εκείνη για κάποιους μήνες δεν τον πλήρωνε και όταν τη ρώτησε "τι θα γίνει, ρε ξαδέρφη;" –έτσι μας έλεγε όλους, ξαδέλφια του– "πότε θα μου δώσεις κάνα φράγκο;", του απάντησε "παντρέψου με, να πατσίσουμε", κι έτσι την παντρεύτηκε. Αυτό είναι πραγματική ιστορία. Λοιπόν, αυτήν τη φράση την κουβαλούσα μαζί μου μια ζωή, γιατί κατάλαβα αμέσως, μέσα από αυτά του τα λόγια, ότι είχε γεννηθεί το μυθιστόρημα. Είχα έτοιμο, δηλαδή, και τον χαρακτήρα ενός ήρωά μου και για μένα ο χαρακτήρας θα γεννήσει και τις ιστορίες του. Αντιμετώπισε με τόση επιπολαιότητα τον γάμο του, που μας εξέπληξε όλους. Ειδικά εκείνη την εποχή, ήταν καθαρή τρέλα ο τρόπος που παντρεύτηκε.
Είναι ψέματα ότι απέκτησε αυτό το όνομα στα χρόνια της Κατοχής. Ήταν λίγο παραμυθάς σε αυτά, του άρεσε, δηλαδή, να φτιάχνει ιστορίες. Λούη τον έβγαλα εγώ. Σε μια σκηνή στο βιβλίο ο Λούης έχει μια ερωτική σκηνή με μια παντρεμένη γυναίκα, που όταν τους ανακάλυψε ο άντρας της, αυτός έγινε "Λούης", εξαφανίστηκε δηλαδή. Μπορεί έπειτα να τον έβγαλα στην τηλεόραση και να τον παρουσίασα ως Λούη, αλλά το όνομα, το υποκοριστικό αυτό αν θες, του το έδωσα εγώ, και στα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά το εξηγώ αυτό. Άρχισε η παρέα να φωνάζει και να λέει "έγινε Λούης" επειδή, αν θυμάσαι, ο Λούης ήταν εκείνος που είχε βγει πρώτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1890.
Προς το τέλος της δεκαετίας του '80, που ξεκίνησα να γράφω τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, είναι αλήθεια πως είχαμε απομακρυνθεί με τον Μανώλη. Όχι όμως γιατί βαρεθήκαμε ο ένας τον άλλον ή γιατί τσακωθήκαμε, όπως μπορεί να φαντάζονται κάποιοι. Οι συγκυρίες τα έφεραν τότε έτσι που οι δρόμοι μας δεν συναντιόντουσαν τόσο πολύ. Εγώ τότε είχα μετακομίσει στην Αθήνα και μόλις άρχιζα να σταδιοδρομώ στην πιάτσα του βιβλίου. Ο Μανώλης πάλι είχε βγάλει το ναυτικό φυλλάδιο και ταξίδευε. Το Πέραμα τότε ήταν πολύ μακριά και δεν ήταν εύκολο να συναντιόμαστε συχνά, όχι όμως ότι είχαμε σταματήσει να έχουμε επαφές. Πολλές φορές ο Μανώλης ερχόταν στο παλιό μου σπίτι στο Κολωνάκι να με δει ή πηγαίναμε σε κάνα καφενείο ή σε καμιά ταβέρνα και κάναμε πνευματικές συζητήσεις γύρω από τα βιβλία, την πολιτική, πράγματα που μας απασχολούσαν. Δεν είχαμε κρατήσει την επαφή που μπορεί να έχουν δυο κολλητοί που συναντιούνται σχεδόν κάθε μέρα, μιλούν συνέχεια για την καθημερινότητά τους, βγαίνουν, διασκεδάζουν, πάνε σε ταβέρνες. Ερχόταν αρκετές φορές, όντας ναυτικός, στην Πάρο όπου έκανα διακοπές ή στη Σύρο και μιλάγαμε. Απλώς με τον Μανώλη δεν κάναμε πια πολλή παρέα γιατί είχαμε και οι δυο τις δουλειές μας. Στο μυθιστόρημα έγινε πράγματι μυθική η φιλία. Θα μου πεις "δεν ήσασταν έτσι και στην πραγματικότητα"; Όχι, αν και θα μπορούσαμε να ήμαστε. Δεν υπήρχαν οι συνθήκες όμως. Δεν μπορούσε να συντηρηθεί λόγω χρόνου και λόγω απόστασης η φιλία μας. Γενικά, πάντως, εμείς οι συγγραφείς βάζουμε στις φιλίες μας ένα όριο. Επιστρέφουμε πάντα κάποια στιγμή στον εαυτό μας, αλλιώς δεν μπορούμε να γράψουμε. Όσο δημιουργείς, αν δεν απομακρυνθείς από τη φθορά της καθημερινότητας, χάνουν οι ιστορίες σου, έχουν απώλειες. Βέβαια, ο θαυμασμός μου για τον Μανώλη ποτέ δεν λιγόστεψε, άσε που είναι και πιο δυνατός και από τη φιλία.
Ναι, ήταν σοφός. Αυτό φαίνεται και από το ότι δεν είχε σπουδάσει, δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό – αν και τα τελευταία χρόνια της ζωής του μου έλεγε πως είχε αρχίσει να πηγαίνει στο νυχτερινό γυμνάσιο. Μάλιστα, μου έλεγε ότι πάντα φρόντιζε να μένει στην ίδια τάξη για να μη φύγει, να μην αποφοιτήσει ποτέ. "Δεν θέλω να φύγω" μου έλεγε, του άρεσε που πήγαινε στο γυμνάσιο.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φίλους, γιατί είναι ανάγκη του. Η φιλία συμπληρώνει τη ζωή. Στη φιλία πρέπει να υπάρχει πάντοτε η εμπιστοσύνη, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της. Αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, τότε δεν υπάρχει φιλία. Θέλω να σε εμπιστεύομαι, να σου ανοίγω την καρδιά και την ψυχή μου. Δεν θέλω να σε εκμεταλλεύομαι και να με εκμεταλλεύεσαι, γιατί υπάρχουν και αυτά στη φιλία. Ο Μανώλης, όπως και εγώ, δεν ήταν πότε έτσι, παρ' όλη την επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο και η σειρά. Την αναγνωσιμότητα όμως που απέκτησε εκείνος, ποτέ του δεν προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί. Ήταν απλός άνθρωπος και αυτό ήταν που με συγκινούσε τόσο πολύ. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει εμπιστοσύνη στη φιλία, γιατί μόνο η εμπιστοσύνη δημιουργεί και ολοκληρώνει τις σχέσεις. Ξέρεις, η φιλία δεν προέρχεται από τα ένστικτά μας, όπως ο έρωτας. Η φιλία είναι κατά κάποιον τρόπο περισσότερο γέννημα του πολιτισμού, της ανάγκης επικοινωνίας και επαφής των ανθρώπων. Λέω πως είναι εφεύρεσή τους.
Το παράξενο, για να μην πω τραγικό, είναι ότι ενώ η φιλία στον σύγχρονο άνθρωπο εξακολουθεί να παραμένει όσο ποτέ είδος πρώτης ανάγκης, εντούτοις, επειδή η εμπιστοσύνη όσο πάει ελαχιστοποιείται μεταξύ των ανθρώπων, μοιραίο είναι να ελαχιστοποιείται και η φιλία.
Πριν από τρία χρόνια, στο παλιό ταχυδρομείο του Πειραιά μού έκαναν μια εκδήλωση. Βλέπω ξαφνικά, εκεί που μιλούσα στον κόσμο, να έρχεται ένας κύριος, να σταματά την ομιλία μου και να μου αφήνει στο τραπέζι μια πέτρα με ένα σκαλιστό καΐκι μέσα. Ήταν ο Μανώλης. Το άφησε δίπλα μου και άρχισε να απομακρύνεται. Εγώ, μόλις τον αναγνώρισα, άρχισα να φωνάζω "στάσου, Μανώλη, μη φεύγεις". Γυρνά τότε και μου λέει "δεν φεύγω, θα μιλήσουμε μετά". Όταν τελείωσε η εκδήλωση κανονίσαμε με μια παρέα, μαζί και ο Μανώλης, να πάμε σε μια ταβέρνα στο Πασαλιμάνι. Όταν όμως φτάσαμε εκεί και τον αντίκρισα καλύτερα, είδα ότι είχε στο πρόσωπο κάτι σημάδια. Τότε τον ρώτησα "τι έπαθες, ρε Μανώλη; Πού χτύπησες;" Κι άρχισε να μου λέει ότι είχε πάει πριν από λίγες μέρες σε ένα ταβερνάκι με μια παρέα και απέναντί του ήταν μια άλλη παρέα, που ανάμεσά τους ήταν μια πολύ όμορφη κυρία. "Πώς μου έρχεται", λέει, "σηκώνομαι και πάω και τη ρωτάω αν είναι ελεύθερη. "Ναι", μου λέει εκείνη και της απαντάω "ελεύθερος είμαι κι εγώ, αν θέλεις μπορούμε να ζήσουμε μαζί". Σηκώνεται τότε ο διπλανός της κύριος που καθόταν μαζί της, με βουτάει και αρχίζει να μου δίνει γροθιές". Αυτός ήταν ο Λούης, ανυπάκουος, ανυπότακτος, αντισυμβατικός, απρόβλεπτος. Και, απ' ό,τι είπε, φαίνεται πως η κυρία ήταν σαραντάρα κι εκείνος κάπου στα ογδόντα».
© Γκρέκα 2015/ LIFO
σχόλια