Έχεις γεννηθεί στα Τίρανα;
Στην Αυλώνα.
Γνώρισες την Μαλβίνα πριν τρία χρόνια. (1999)
Ναι.
Έχεις σπουδάσει οικονομικά;
Ναι, οικονομικά.
Στην Ελλάδα πριν πόσα χρόνια ήρθες;
Πριν έντεκα.
Τη δουλεία σου δεν μπόρεσες να την εξασκήσεις εδώ πέρα;
Ούτε έψαξα ποτέ. Γιατί εδώ δεν έχει για Έλληνες. Θα έχει για μένα; Δεν έψαξα.
Πώς βρέθηκες στην Μαλβίνα;
Από έναν κύριο που έμενε πάνω από την Μαλβίνα, στο σπίτι της στην Πλάκα. Η Μαλβίνα έψαχνε τότε μια κοπέλα. Με κατεβάζει κάτω αυτός και μου λέει. «Την ξέρεις αυτή;» λέω «φυσικά, πως δεν την ξέρω!» «Τώρα για το πώς αποφάσισε να με κρατήσει, ρώτα με.»
Ήθελε κόσμο. Φυσικά κόσμο με εξυπνάδα. Ήθελε εξυπνάδα. Αυτά που έλεγε, και που λίγοι τα καταλαβαίνανε - πόσο μάλλον εγώ που έρχομαι από μια χώρα δίχως μόρφωση- αυτή έπαιρνε δεδομένα ότι εσύ τα ήξερες, κι άρχιζε την συζήτηση.
Πως;
Μόλις είχε ντυθεί για να πάει στο STAR, στην εκπομπή. Και με ρωτάει αν της πήγαινε αυτό που φορούσε. Εγώ επειδή δεν ήμουνα του κύκλου και ξέρω να τα πω μόνο χύμα, της είπα «φαίνεσαι χοντρή». «Μαλάκα είσαι ο άνθρωπός μου. Όλοι οι άλλοι θα μου λέγανε ότι και να βάλεις είσαι κούκλα. Δεν θα το αλλάξεις αυτό, θα μου τα λες χύμα. Θα μου λες την αλήθεια» μου λέει τότε αυτή. «Όπως νομίζεις εσύ την αλήθεια»
Ήθελε πάντα να ακούει την αλήθεια;
Από μένα ναι. Νομίζω επειδή δεν ήμουνα από τον χώρο της. Στον χώρο της η Μαλβίνα δεν ήταν συνηθισμένη να ακούει τέτοια. Ήταν η Μαλβίνα, η σταρ. Ή το άλλο! Επειδή ήμουνα ο κοσμάκης, να πούμε, που ζω με τον λαϊκό τον κόσμο κι όχι με τον καλλιτεχνικό, θυμάμαι όταν έγραφε το βιβλίο της το «Πιο πολύ πιο πολλοί» ήμουνα η πρώτη που μου τα διάβαζε. Κι όταν κάναμε την περιοδεία του βιβλίου εκεί ήμουνα, από πίσω της. Έλεγε στον κόσμο «η φίλη μου η Άντα, η πρώτη μου αναγνώστρια.». Δεν ένιωθα κατώτερη με την Μαλβίνα. Μου έλεγε τα πάντα, και της έλεγα τα πάντα. Πάει τελείωσε.
Αυτό έγινε από την αρχή; Ένιωσες ότι σε εμπιστευόταν από την αρχή;
Πήγα την πρώτη μέρα και είχα τρακ. Λέω «Άντα μη μιλάς». Από την τηλεόραση την ήξερα, την νόμιζα αυστηρή. Θα σου πω ένα πράγμα και θα καταλάβεις. Μέχρι που άρχισα να δουλεύω για τη Μαλβίνα κάπνιζα τρία –πέντε τσιγάρα την ημέρα, έκανα τράκες όπου έβρισκα. Με την Μαλβίνα συνήθισα να παίρνω πακέτο. Έλεγε «γάμα τις δουλειές, φτιάξε καφέ, έλα στο δωμάτιο. Συζητάμε τώρα.» Η Μαλβίνα τα έζησε όλα έξτρα. Τον πόνο, το πάθος …. Έτσι έζησε και τον θάνατο της. Στο βάθος.
Δεν είχε μέτριες στιγμές;
Όχι, όχι. Δεν το δεχότανε. Ή μιλάμε ή δεν μιλάμε. Αυτό. Ή υπό του μηδέν ή τέρμα πάνω ήταν η Μαλβίνα. Δεν υπήρχε μέτριο.
Της άρεσε η μοναξιά ή ήθελε κόσμο;
Ήθελε κόσμο. Φυσικά κόσμο με εξυπνάδα. Ήθελε εξυπνάδα. Αυτά που έλεγε, και που λίγοι τα καταλαβαίνανε - πόσο μάλλον εγώ που έρχομαι από μια χώρα δίχως μόρφωση- αυτή έπαιρνε δεδομένα ότι εσύ τα ήξερες, κι άρχιζε την συζήτηση. Είχε και κάτι άλλο. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει, αλλά ρωτούσε όλους. «Πέτρο τι λες να κάνω; Άντα τι να κάνω;» Ρωτούσε τριάντα άτομα. Στο τέλος έκανε το δικό της, το ξέραμε και της έλεγα εγώ «αφού θα κάνεις αυτό που θες εσύ, τι ρωτάς; Γιατί να σου πω όχι;» «Ρε πουτάνα, σε ρωτάω για να μου πεις καν' το» μου έλεγε. Υπήρχε ένας κώδικας μεταξύ μας. Χωρίς να μιλήσω ήξερε, και καλά μάλιστα, τι σκεφτόμουνα. Όσο για μένα μπορούσα να την καταλάβω, αλλά όχι εκατό τοις εκατό. Γιατί η Μαλβίνα ήταν άπιαστη. Άπιαστη
Δεν καταλάβαινες πάντα αυτά που σου έλεγε;
Να σου πω, δεν γινότανε να την καταλαβαίνω πάντα. Απλά επειδή ζήσαμε μαζί είχε μπει μέσα μου. Στο πως ζω. Μεταμόρφωσε όλο το πράγμα. Όλο το σύστημά μου. Ξέρεις, αλλιώς σκεφτόμουνα πρώτα. Δεν ήξερα πως για το ότι καπνίζουμε ένα τσιγάρο υπάρχουν δέκα εξηγήσεις. Έλεγα το ένα. Έλεγα «συνήθεια» ή «το στρες». Η Μαλβίνα έβρισκε για το κάθε πράγμα δέκα εξηγήσεις. Δεν δεχότανε την μία. Ότι αυτό είναι έτσι. Έβλεπε και το καλό και το κακό. Το να είσαι καλό παιδί δεν της έλεγε τίποτα. «Δεν υπάρχει καλός» μου έλεγε. «Εσύ σκοτώνεις κάποιον για πάρτη μου. Για την οικογένεια και τους φίλους μου είσαι καλή. Για την κοινωνία είσαι πάρα πολύ κακή γιατί έχεις κάνει ένα έγκλημα. Δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος καλός ή κακός. Κατάλαβες;» Κάποια πράγματα που δεν τα είχα δει ποτέ πριν με αυτό το μάτι. Στην αρχή ας πούμε, που συζητούσαμε για την Αλβανία, για τους Αλβανούς κι είπα εγώ «Δεν δέχομαι να σκοτώνουν για το δεκαχίλιαρο μερικοί Αλβανοί. Μπορεί να μην έχουνε, αλλά δεν το δέχομαι σαν Αλβανίδα που είμαι.» Και η Μαλβίνα καθότανε να μου εξηγήσει. Μου έλεγε «Γιατί τα λες αυτά; Επειδή τα λένε στην τηλεόραση τα λες κι εσύ;» Ώρες ολόκληρες μου εξηγούσε.
Το να είσαι καλό παιδί δεν της έλεγε τίποτα. «Δεν υπάρχει καλός» μου έλεγε. «Εσύ σκοτώνεις κάποιον για πάρτη μου. Για την οικογένεια και τους φίλους μου είσαι καλή. Για την κοινωνία είσαι πάρα πολύ κακή γιατί έχεις κάνει ένα έγκλημα. Δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος καλός ή κακός. Κατάλαβες;»
Την άκουσες ποτέ να δυσανασχετεί για την ευφυΐα της; Γιατί το να είσαι και τόσο έξυπνος δεν είναι ότι πιο ευχάριστο; Μάλλον βασανιστικό είναι.
Αυτό το συζητούσαμε πάντα. Μερικές φορές εγώ τραβιόμουνα. Της είπα «να σου πω ρε! Δεν θέλω να μάθω και τόσα!». Ναι, το συζητούσαμε. Η άγνοια λέγαμε, φέρνει ευτυχία.
Το πίστευε και η Μαλβίνα αυτό;
Το δεχότανε, αλλά δεν ήθελε να είναι αυτό. Εγώ της έλεγα: «Είσαι τέρας» Το όνομα της αυτό ήταν για μένα. Δεν την έλεγα Μαλβίνα. Τέρας την έλεγα.
Πιστεύεις ότι σε αγαπούσε πραγματικά;
Θα σου πω κάτι. Έγινε κάτι με μένα. Μου το λένε και δικοί της άνθρωποι. Μου το έλεγε και η ίδια. «Αν πριν τρία χρόνια κάποιος με χάιδευε -ο οποιοσδήποτε, ή άντρας ή γυναίκα- θα τον είχα χτυπήσει» μου έλεγε. Δεν άφηνε κανέναν να την αγγίξει. Δεν καταλάβαινε πως γίνεται έτσι πολύ απλά χωρίς να ζητήσει κάποιος κάτι να αγαπάει. Εδώ με μένανε…. Εκεί που έλεγε «Άντα, αν ήσουνα εσύ γιατρός το ξέρω ότι θα με είχες σώσει επειδή με αγαπάς» εκεί, μετά από ένα δευτερόλεπτο, έλεγε «δεν υπάρχει περίπτωση να αγαπάει ένας άνθρωπος έτσι στα καλά καθούμενα» Εντάξει, έχει απωθημένα απο μικρή η Μαλβίνα. Μου έχει πει πολλά. Αυτά τα κουβαλάς όλη σου τη ζωή. Κι αλλοι έχουν απωθημένα αλλά ξεχνάνε. Η Μαλβίνα έχει γεννηθεί τέρας, δεν ξέχναγε εύκολα.
Αυτό για το άγγιγμα που λες. Εγώ πιάνω πολύ τους ανθρώπους που αγαπάω. Και μια φορά την χτύπησα στην πλάτη. Της λέω «Γεια σου ρε Μαλβίνα!» Τα έχασε. Ήταν σαν να την χτύπησε ρεύμα. «Ε τι με χτυπάς;» μου είπε. Αλλά χαμογελούσε. Κατάλαβα ότι σαν να φοβόταν κάτι, αλλά της άρεσε κι όλας. Από τότε με άφηνε συχνά να την πιάνω αγκαλιά.
Στο τέλος το κατάλαβε και το δέχτηκε ως ένα σημείο.
Σε ποιόν δεν αρέσει το χάδι ρε Άντα;
Ναι, αλλά δεν τολμούσανε να το κάνουνε αυτό στην Μαλβίνα. Δεν το πίστευε ότι υπάρχει αγάπη. Δεν το πίστευε.
Αυτό όμως είναι σκληρό και για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Εμείς στην Αλβανία λέμε αυτό που λέτε κι εσείς εδώ. Λέμε «το αίμα νερό δεν γίνεται». Θυμάμαι όταν έγραφε το «Πιο πολύ, πιο πολλοί» στην μνήμη της μάνας της, μου έλεγε συνέχεια «σε παρακαλώ πάρα πολύ, θέλω να με αγκαλιάζεις.» Εγώ το έχω πει, ότι τον μοναδικό άνθρωπο που έχει αγαπήσει τόσο πολύ -γιατί όποιον τον αγαπάς πιο πολύ τον μισείς και πιο πολύ- ήτανε η μαμά της. Θα σου δώσω το βιβλίο. Θα το διαβάσεις κι θα βγάλεις συμπέρασμα. Γιατί έτσι κάνει η Μαλβίνα. Αν αγαπάει κάποιον είναι τελειωμένη. Τα δίνει όλα. Όλα για όλα. Δεν υπήρχε η Μαλβίνα όταν αγάπαγε Δεν το έκανε κανένας αυτό. Κανένας. «Ας πονάμε, δεν πειράζει. Αφού πονώντας σημαίνει ότι υπάρχουμε και δεν γίνεται να ζούμε μια βαρετή ζωή δίχως να πονάμε». Αυτό λέγαμε. Α! Να σου πω για την αρχή; Για την πρώτη μέρα που πήγα;
Ναι, πες μου.
Μου λέει «Σε παρακαλώ ένα πράγμα μόνο» μου λέει «Να μη φωνάζεις.» Σκέψου τώρα, εγώ να πάω για να καθαρίζω ένα σπίτι, και να σου λέει το αφεντικό τέτοιο πράγμα.
Τι μη φωνάζεις;
Να μη μιλάω δυνατά δηλαδή. Δεν μπορούσε τη φασαρία. Γιατί αν φώναζες φοβότανε.
Φοβότανε;
Κοίτα. Αν θέλεις να μάθεις την Μαλβίνα, ξέχνα τη Μαλβίνα που έβλεπες έξω...
*Ο Πέτρος Μπιρμπίλης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Aσχολείται επίσης με τα εικαστικά, χρησιμοποιώντας κυρίως οπτικοακουστικά μέσα
σχόλια