Η Μαλβίνα ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που άξιζαν στη μικροπρεπή κι άφιλη φάρα μας-ένα πρόσωπο μεγάλης περηφάνιας και γενναιοδωρίας. Δεν έμοιαζε σε κανέναν. Κανείς δεν θα την υποκαταστήσει ποτέ. Ήταν προϊόν μιας μοναδικής χημείας που είχε μέσα Mέση Ανατολή, την υγρασία της Κεντρικής Ευρώπης, τον τρόπο που ερωτεύονται τα λαϊκά κορίτσια στο Μενίδι, τα φληναφήματα του Ζουλάφσκι, ένα σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα πάνω στην ανθρώπινη βλακεία, μεγάλη τρυφερότητα και υπέροχα μάτια που ακόμα κι όταν γέλαγε ήταν σαν δακρυσμένα.
Είχε δεχτεί να γράφει στο Symbol, για τη φιλία μας. Ποτέ δεν μίλησε για λεφτά. Ποτέ δεν μίλαγε για λεφτά με τους φίλους της. Τα άρπαζε από τα media και μετά τα σκόρπιζε στην παρέα της, σαν να μην υπάρχει αύριο. Αν κάτι σ’ άρεσε στο σπίτι της (σε ένα από τα σπίτια της, που άλλαζε τα τελευταία χρόνια σαν πουκάμισα- στην Πλάκα, τη Βουλιαγμένη, το Κολωνάκι) επέμενε να το πάρεις μαζί σου φεύγοντας. Ήθελε να μου δώσει την Jaguar της να την έχω να την κυκλοφορώ: «Πάρ’ την» μου είπε μια μέρα. «Είναι κλεισμένη στο γκαράζ...εγώ δεν ξέρω να οδηγώ». Δεν ήταν μια διάθεση απογύμνωσης που είχε στο τέλος όταν ήρθε η αρρώστια, ήταν ένα συστατικό του μποέμικου χαρακτήρα της. Αν και στην ιδιοφυή τηλεοπτική περσόνα της αλλά και στο gestalt της ιδιωτικής της ζωής η Μαλβίνα προέβαλλε την εικόνα της υποτακτικής γυναίκας που σκύβει το κεφάλι στα αρσενικά και βρίσκει γαλήνη στην κουζίνα της, εγώ νομίζω οτι ήταν ένα ποιητικό, επιβιωτικό αλητάκι που διέσχιζε τον ουρανό μόνο του-σαν πουλί που γι’ αυτό δεν υπάρχει φωλιά. Ίσως γι αυτό υπερεκτιμούσε τις αγκαλιές –των εραστών και των φίλων της. 'Ισως γι’ αυτό μυθοποιούσε το γάμο. Η Μαλβίνα ήταν παντα μια περιπλανώμενη, παιδί αγνώστου πατρός- κι αυτό της προσέδιδε παρατολμία και ιδιωματικότητα.
Φανταζόμουν οτι θα γεράσει και θα είναι το καταφύγιό μου, μερικές νύχτες που θα χρειαζόμουνα μια ψαρόσουπα και μια αληθινή φίλη να πούμε τις μπούρδες μας. Μου το χάλασε!
Τη θυμάμαι και στα ψηλά και στα χαμηλά και τώρα που όλα τα αλέθει ο θάνατος, όλες οι εικόνες της με συγκινούν το ίδιο. Βράδια που μεθύσαμε και βράδια που κλάψαμε, βράδια που κάψαμε τα μωσαϊκά και βράδια που πενθήσαμε για απροσδιόριστα πράγματα.Την θυμάμαι την εποχή της δόξας της (όταν δεν μας άφηναν να περάσουμε και φορούσε περούκες να μη την αναγνωρίσουν) και την εποχή της πτώσης της (όταν έφυγε στην Αμερική και μόνο τρεις άνθρωποι της στάθηκαν: η Άντα η Αλβανίδα γυναίκα του σπιτιού, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη και κυρίως ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης, ο τελευταίος έρωτας της ζωής της).
Όταν γύρισε από τις χημειοθεραπείες της Αμερικής βγήκαμε σε ένα ταβερνάκι κοντά στο σπίτι της, στην Πλάκα. Μόλις είχε μπει το φθινόπωρο, τα μαλλιά της είχαν μακρύνει, το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο. Ποτέ δεν την είχα δει τόσο όμορφη και της το είπα. Δεν είχε εκείνη την λάμψη του άστρου που καίγεται και που την έκανε διάσημη- ήταν μια επιτέλους ήσυχη (ή συνθηκολογημένη;) γυναίκα, που έπινε λίγο άσπρο κρασί και χαμογελούσε στην βραδινή δροσιά. Πίστευε και πιστευαμε οτι το κακό είχε περάσει, τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Έκανε ψύχρα και φόρεσε την ζακέτα της- απτή και γήινη, αυτό το σιδερένιο κορίτσι που τρομοκράτησε τον Σημίτη και την έτρεμαν για τον τσαμπουκά της και την ιδιορρυθμία της. Τελευταία φορά την είδα στην Ευρωκλινική, λίγο πριν μπει ο χειμώνας. Ήταν πριν την απόλυτη κατάρρευση. Δεν χρειάζεται να πω τις εξευτελιστικές λεπτομέρειες. Είχε σταματήσει πια να γράφει τη στήλη της στο symbol, μετά βίας ρουφούσε νερό με το καλαμάκι. Ήταν βράδυ, μετά τη δουλειά- τη βγάλαμε στο μπαλκονάκι πάνω από τον κήπο και είχε ένα ωραίο φεγγάρι στον κόκκινο ουρανό. «Πες μου σε παρακαλώ, μυρίζω;», με ρώτησε κοιτώντας με στα μάτια. Ο Αντώνης Τσιπιανίτης (ένας από τους στενότερους φίλους της) πήγε μέσα για να μην τον δει κι έβαλε τα κλάματα. «Όχι, Μαλβίνα στ’ ορκίζομαι, δεν μυρίζεις», της είπα και την αγκάλιασα. Αλλά ήδη ήξερε. Και ήξερα.
Άνθρωποι σαν την Μαλβίνα, επειδή είναι τόσο αταίραιστοι και ιδιαίτεροι, πολλές φορές χάνονται, γιατί τρομάζουν την κοινωνία. Η Μαλβίνα ευτύχησε να γίνει σταρ (πάντα ένιωθε σταρ) και να περάσει αρχοντικά ως προς το ζην. Μερικοί προσπάθησαν να την εξαφανίσουν και εν μέρει τα κατάφεραν-κυρίως όμως την έκαμψε ένα αίσθημα κούρασης που την κατέλαβε τα τελευταία χρόνια, και που δεν της άφηνε πίστη και σθένος να δουλέψει όπως παλιά. Μια αδιαφορία επίσης για τη δόξα, που τη χόρτασε και τη γλέντησε.
Εγώ όμως δεν τη χόρτασα τη Μαλβίνα. Το εννοώ. Φανταζόμουν οτι θα γεράσει και θα είναι το καταφύγιό μου, μερικές νύχτες που θα χρειαζόμουνα μια ψαρόσουπα και μια αληθινή φίλη να πούμε τις μπούρδες μας.
Μου το χάλασε!
------------
Το άρθρο γράφτηκε τη μέρα που πέθανε η Μαλβίνα. Ψηφιοποιείται εδώ ολόκληρο για πρώτη φορά
σχόλια