Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη και ήθελε από πάντα να γίνει ηθοποιός. «Το θέμα "παράσταση" μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή μου» λέει. «Είχα ανάγκη να φαίνομαι και να είμαι το επίκεντρο. Αυτό με οδήγησε και στη σχολή, αλλά δεν ξέρω πώς ακριβώς, γιατί δεν έβλεπα καθόλου θέατρο πριν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να γίνω και κάτι άλλο. Δεν ήμουνα καλή μαθήτρια και μου φαινόταν κάπως σαν ευκολία το να γίνω ηθοποιός, δεν χρειαζόταν να διαβάζω. Γενικά, μου αρέσει η έννοια του "εξευτελισμού" στη σκηνή , γι' αυτό και με έλκει η κωμωδία, μου αρέσει γιατί έχει πιο τρελούς κανόνες. Σκεφτόμουν πάντα ότι θα έκανα μια υπηρέτρια που τα κάνει όλα λίμπα. Κι όσο μου αρέσει να παίζω και να είμαι στη σκηνή, άλλο τόσο μου αρέσει και το διάλειμμα. Δεν μου αρέσει να δίνω το 100%. Δεν το αμφισβητώ όταν βλέπω να συμβαίνει, μπορεί και να μην έχω την ικανότητα να το κάνω. Θέλω να παίζω, αλλά ταυτόχρονα θέλω να τελειώνει η παράσταση. Μου αρέσει αυτό το πράγμα στο θέατρο, που αρχίζει και τελειώνει. Αντλώ πολλή χαρά από αυτό και σίγουρα το απολαμβάνω, αλλά δεν έχω όλη τη σκέψη μου εκεί, είμαι εν μέρει δοσμένη. Είναι πιο πολύ δουλειά και μου αρέσει που είναι έτσι».
Παρόλο που προσπαθεί να είναι μετριοπαθής ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει το θέατρο, μιλάει με ενθουσιασμό για την παράσταση στην οποία συμμετέχει αυτήν τη στιγμή, το Δεκαήμερο, με τις ιστορίες του Βοκάκιου που σκηνοθετεί ο Νίκος Καραθάνος στο Εθνικό. «Είναι απλές, καθημερινές ιστορίες που διαδραματίζονται την εποχή που η πανούκλα θέριζε στη Φλωρεντία. Παρουσιάζει περιστατικά ανθρώπων που κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλον, αστειεύονται και ερωτοτροπούν συνεχώς. Το κάνουν λες και είναι η κύρια ανάγκη τους και ένας τρόπος να αποφύγουν τον θάνατο που τους περιτριγυρίζει. Διαλέξαμε δώδεκα από τις εκατό ιστορίες του βιβλίου. Υπάρχουν καλόγεροι, καλόγριες, κουτοί και έξυπνοι, αθώοι και ένοχοι, άντρες, γυναίκες, γέροι και νέοι, οι οποίοι ερωτοτροπούν και απολαμβάνουν τη ζωή, απαλλαγμένοι από ενοχή και αμαρτία. Από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης η ζωή παρουσιάζεται ως δώρο. Ο Νίκος Καραθάνος έχει μια ευαισθησία στο πώς αντιμετωπίζει γενικά τους ανθρώπους και ειδικά αυτές τις ιστορίες, που είναι ανεκδοτολογικές και απλές, και μας πρότεινε να παίξουμε, να διασκεδάσουμε και να κάνουμε χιούμορ. Βέβαια, κάποια στιγμή, στην πρόβα, μας είπε "όταν βγείτε να παίξετε, να σας πειράζει κιόλας". Δεν μας εξήγησε τι εννοούσε, αλλά η δική μου ερμηνεία ήταν ότι θα ήθελε να υπάρχει ζωντανό το αίσθημα της λύπης μέσα μας. Το παιχνίδι κάποια στιγμή θα τελειώσει και αυτή η λύπη φωτίζει την ουσία της ζωής: ότι γεννιόμαστε, ανθίζουμε, μαραινόμαστε, πεθαίνουμε.
Αυτό το έργο είναι διαφορετικό από τα άλλα της εποχής του. Εκείνη την εποχή γράφανε όλοι με ευσέβεια και ο Βοκάκιος έγραφε για ζωώδη ένστικτα, φωτίζοντας πράγματα που δεν φώτιζε κανένας, τις μυρωδιές, τους ήχους του σώματος, τα γυμνά κορμιά. Δεν μπορείς να πεις ότι το έργο αυτό είναι πρωτοποριακό σήμερα, άλλα αν δεις την ουσία της γραφής, καταλαβαίνεις ότι έχει σχέση με την απλότητα των πραγμάτων. Είναι μια γλυκιά παράσταση. Έτσι απλά προτείνει τη ζωή και σε κάθε ψυχή φωτίζει κάποιες καθημερινές μας στιγμές που μπορεί και να μας έχουν κουράσει, επειδή είναι επαναλαμβανόμενες. "Η παράσταση", έλεγε ο Καραθάνος, "είναι σαν το πρωινό ενός ανθρώπου. Κάποιος, όταν ξυπνάει, θα πίνει καφέ, κάποιος θα είναι ζαβλακωμένος και κάποιος άλλος θα οδηγεί το αυτοκίνητό του και θα σκέφτεται". Λειτουργεί με τις αισθήσεις αυτή η παράσταση. Έχει ιστορίες ανθρώπινες και χιουμοριστικές. Εγώ εμφανίζομαι σε τρεις από αυτές: Στην πρώτη είμαι παντρεμένη με έναν ομοφυλόφιλο – αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνεις παρόλο που δεν λέγεται στην παράσταση. Το ξέρουν οι δυο τους και αυτή προσπαθεί να βρει τη χαρά με κάποιον άλλον. Λέει στην υπηρέτρια: "φέρε μου έναν άντρα". Στη δεύτερη ιστορία υπάρχει μια σκηνή με έναν παπά απατεώνα. Παίζω μια κοπέλα που πάει να εξομολογηθεί, του λέει ότι είναι όμορφη και ο παπάς θέλει να την κοροϊδέψει. Της λέει ότι θα την επισκεφτεί ο αρχάγγελος Γαβριήλ και της εμφανίζεται ως αρχάγγελος.
#quote#
Θα ήθελα να παίζω για όλους και αυτό που κάνουμε να αφορά τους πάντες. Μπορεί να μη γίνεται, αλλά θα το ήθελα. Θα ήθελα να πάει η παράσταση σε ένα χωριό μακριά και να παίξω για μια γυναίκα σαν τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου, ας πούμε, που δεν ήξερε και πολλά γράμματα.
«Πώς είναι να είσαι γυμνός στη σκηνή, πόσο δύσκολο είναι να αισθάνεσαι ότι εκτίθεσαι;»
«Ακούγεται κάπως προκλητικό, αλλά εμείς δεν θέλαμε να είναι προκλητικό γι' αυτόν που το βλέπει. Είναι η φύση των ιστοριών τέτοια που δεν βγαίνει καθόλου χυδαίο. Δεν είναι τραγικό το γυμνό. Το ξεχνάς στην παράσταση και το ξεχνάει ο θεατής».
«Είπες πιο πριν ότι οι άνθρωποι που υποδύεστε στη σκηνή είναι απαλλαγμένοι από ενοχές και αμαρτία. Τι είναι για σένα η αμαρτία;»
«Η αμαρτία τότε, την εποχή του Βοκκάκιου, είχε να κάνει με το θείο. Ήθελαν να την ξεπεράσουν επειδή ήταν κινητήριος δύναμη για να προχωρήσεις, να κάνεις κάτι κοντά σε σένα. Για μένα αυτά που κάνω στην παράσταση δεν είναι αμαρτία. Και το ότι οι καλόγριες δοκιμάζουν πώς είναι να πηγαίνεις με άντρα για μια φορά δεν το βλέπεις σαν κάτι αμαρτωλό. Φωτίζεται περισσότερο η μοναξιά των γυναικών, το ότι θέλουν να ζήσουν την εμπειρία του έρωτα. Αμαρτία για μένα είναι οτιδήποτε είναι ενάντια στη φύση του ανθρώπου. Το να κάθεται κάποιος όλη μέρα στο γραφείο και να μην κάνει τίποτα για τη ζωή του, αυτό είναι για μένα αμαρτία...».
σχόλια