Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευτήκαμε να συντονιστούμε τηλεφωνικά. Κι αυτό γιατί από τη στιγμή που ο Δημήτρης Κυρσανίδης ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου στο 1ο επίσημο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Παρκούρ που διοργανώθηκε στην Ιαπωνία το κινητό του χτυπάει ασταμάτητα.
Την τελευταία δεκαετία έχει ξεχωρίσει για την πορεία του στον χώρο ενός αθλήματος που μέχρι πριν από μερικά χρόνια οι κακές γλώσσες δεν αναγνώριζαν και στο μυαλό αρκετών μεγαλύτερων ήταν απλώς ο επικίνδυνος χαβαλές των παιδιών στις ταράτσες.
Μέσα από άπειρες ώρες προπόνησης στο πάρκο της γειτονιάς του στη Θεσσαλονίκη και πλέον στο ειδικό γυμναστήριο όπου βρίσκεται καθημερινά, και έχοντας αφοσιωθεί στα social media που σήμερα συμβάλλουν στον βιοπορισμό του, ο Δημήτρης έχει ανέβει πέντε φορές στο πρώτο σκαλί παγκόσμιων διοργανώσεων που έτρεξαν εταιρείες ή ομάδες. Σήμερα, όμως, το όνομά του το ξέρουν όλοι και το παρκούρ τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας για πρώτη φορά στη χώρα μας.
«Εγώ από αυτό θα βγάλω λεφτά, από αυτό θα ζήσω», είχε πει στους γονείς του όταν ήταν μικρός και τον είχαν ρωτήσει ως πότε θα το συνεχίζει. «Ένας στους χίλιους το καταφέρνει αυτό, αγόρι μου», του είχε απαντήσει ο πατέρας του. Ο Δημήτρης, αλαζονικά, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς σήμαινε αυτό, είπε «τον έχεις μπροστά σου».
«Όταν ο μπαμπάς μου μού είπε ότι ένας στους χίλιους το πετυχαίνει, πιστεύω ότι ήταν πολύ γενναιόδωρος. Εγώ θα έλεγα ένας στους 10.000».
«Το πίστευα πάρα πολύ. Δεν ήξερα πώς να το κάνω, δεν είναι ένα άθλημα σαν το τένις, το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ. Εκεί ξέρεις ότι εάν βάλεις τόσα γκολ, π.χ., αν παίζεις πάρα πολύ, αν σε δει ο προπονητής και του αρέσεις, θα παίξεις σε μεγάλη ομάδα. Εδώ δεν υπήρχαν συγκεκριμένα βήματα. Τα έχτισα μόνος μου και αυτή ήταν και η μαγεία», εξηγεί. Όταν ανακάλυψε ως παιδί το άθλημα του παρκούρ και είδε ότι ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, του κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον.
«Όλα τα παιδιά, από τη μέρα που αρχίζουν να περπατούν, κάνουν κινήσεις παρκούρ. Ακόμη κι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να περάσει πάνω από ένα εμπόδιο, αντί να το αποφύγει, κάνει παρκούρ», λέει. «Θα έλεγε κανείς ότι από τη φύση μας κάνουμε τέτοιες κινήσεις. Απλώς ο κόσμος που δεν το γνωρίζει λέει ότι δεν είναι φυσιολογικό. Είναι ίσως ένα από τα πρώτα αθλήματα που υπήρξαν ποτέ στον κόσμο».
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας ώρες προπόνηση στο πάρκο της γειτονιάς του και, όπως αναφέρει, η πόλη παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη ενός αθλητή.
«Σίγουρα στην αρχή είναι πιο χαλαρά τα πράγματα. Η εκκίνηση είναι πάντα ίδια, όπου κι αν είσαι, εκτός βέβαια κι αν έχεις τη δυνατότητα να μπεις σε γυμναστήριο. Κι εμείς, που είμαστε μέσα στα γυμναστήρια, ξέρουμε τι πρέπει να κάνει ένας νέος αθλητής. Όταν ξεκινήσαμε δεν είχαμε κανέναν να μας δείξει και κάναμε και πράγματα που δεν έπρεπε. Αν είσαι σε ένα μέρος που προσφέρεται μόνο για την αρχική φάση, θα μείνεις εκεί, δεν θα εξελιχθείς εύκολα».
Ο Δημήτρης υποστηρίζει ότι υπάρχει ανάγκη για υποδομές και ότι, σύμφωνα με τα πρότυπα του εξωτερικού, αυτές μπορούν να δημιουργηθούν από την πολιτεία χωρίς μεγάλο κόστος. Υπάρχουν φθηνά πάρκα, με κανονικές μελέτες και ευρωπαϊκά πιστοποιημένα υλικά, που προσφέρουν ασφάλεια.
«Χρειαζόμαστε μέρη στα οποία να μπορούμε να πάμε και έτσι το άθλημα να σταματήσει να είναι παρεξηγημένο. Αυτό που ακουγόταν χρόνια για τις ταράτσες και που πλέον δεν ακούγεται –πάλι καλά– θα έπρεπε να δώσει την αφορμή να κάνουν περισσότερα πράγματα οι δήμοι, όχι να το αποφεύγουμε», λέει.
Μετά τη διάκριση στο Παγκόσμιο της Ιαπωνίας, ο κόσμος έχει αρχίσει να βλέπει πραγματικά πώς είναι τα πράγματα γύρω από το παρκούρ και έχοντας υπόψη το ειδικό γυμναστήριο στο οποίο πηγαίνει καθημερινά ο Δημήτρης, αντιλαμβάνεται ότι το άθλημα δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πίστευε. Μπορεί ο περισσότερος κόσμος να έχει στο μυαλό του το παρκούρ ως κάτι επικίνδυνο, όμως εκείνος θεωρεί ότι αυτό έχει να κάνει με τα βιώματα του καθενός.
Η πορεία του Δημήτρη Κυρσανίδη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα παρκούρ στην Ιαπωνία
«Ξέρω πάρα πολλούς σε ηλικίες μέχρι και ογδόντα χρονών που ήταν από μικροί μέσα στον αθλητισμό και που όταν μας βλέπουν, μας θαυμάζουν. Μας προτείνουν ιδέες και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε» λέει, τονίζοντας βέβαια πως αυτή η αλλαγή έχει έρθει τα τελευταία χρόνια.
Δεν έκανε ποτέ γυμναστική, π.χ. κάμψεις και κοιλιακούς, παρά μόνο το τελευταίο διάστημα. «Έκανα όλη την ώρα προπόνηση στον δρόμο, μπορεί και οκτώ και δέκα ώρες τη μέρα απλώς γιατί μου άρεσε πάρα πολύ κι έτσι γυμναζόταν αυτόματα όλο μου το σώμα».
Πιστεύει ότι το πιο μαγικό πράγμα στη ζωή είναι να μοιράζεσαι και μου αναφέρει ανθρώπους που ήταν δίπλα του στην πορεία αυτή, καθημερινά, μέχρι αργά το βράδυ. «Ο Νίκος ο Καραπέτσας και ο Νίκος ο Πάντογλου ήταν στο γυμναστήριο μαζί μου και με έβλεπαν να χοροπηδάω στην προπόνηση. Μου πετούσαν ιδέες, αναλύαμε τις ιδέες άλλων αθλητών και αποφασίζαμε τι να δοκιμάσουμε. Είμαι λοιπόν ένας από αυτούς που τα κατάφεραν με παρέα».
Χρόνο με τον χρόνο, ανεβάζοντας συνέχεια βίντεο με ό,τι έκανε στο YouTube, ο Δημήτρης άρχισε να θεωρείται ένας από τους καλύτερους στην Ελλάδα – ο χαρακτηρισμός «ο καλύτερος» άρχισε να λέγεται όλο και πιο συχνά. «Δεν τον κυνηγούσα αυτόν τον τίτλο, αλλά άρχισε να ακούγεται πολύ και να φαίνεται μέσα από τα βίντεό μου, οπότε άρχισαν να με σέβονται περισσότερο και οι υπόλοιποι συναθλητές μου».
Όταν έβγαλε για πρώτη φορά χρήματα ως καλεσμένος των DFT Parkour που διοργάνωναν shows, ένιωσε πολύ όμορφα. Το 2014 και το 2015 κέρδισε την πρώτη θέση στην παγκόσμια διοργάνωση της Red Bull στη Σαντορίνη και έκτοτε οι διακρίσεις δεν σταμάτησαν να έρχονται.
«Πήγαινα σε αγώνες στη Σαντορίνη, όπου συμμετείχαν οι καλύτεροι αθλητές του πλανήτη. Είχαν μεγάλα γυμναστήρια, πάρκα παρκούρ. Εγώ ήμουν ο Έλληνας που πήγαινε να διαγωνιστεί χωρίς να έχει τίποτε απολύτως και κέρδισα», λέει.
Το πρώτο επίσημο παγκόσμιο πρωτάθλημα παρκούρ, στο οποίο συμμετείχαν 34 χώρες, 50 αθλητές στο freestyle και 50 στο speed, άργησε να δημιουργηθεί γιατί δεν υπήρχε ομοσπονδία.
«Επειδή είναι street άθλημα, όταν μπαίνει σε μια ομοσπονδία γίνεται πιο κλειστό, μπαίνει σε ένα καλούπι, κάτι το οποίο δεν άρεσε στην παρκούρ κοινότητα. Ούτε και σε μένα αρέσει στο 100%, αλλά, όσον αφορά τους αγώνες, πιστεύω ότι πρέπει να μπει σε ένα τέτοιο καλούπι, για να είναι δίκαια τα κριτήρια και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις».
Σε παλιότερες διοργανώσεις, για παράδειγμα, έπαιζε ρόλο και η γενική εντύπωση του κοινού. Ο ενθουσιασμός του κόσμου που παρακολουθούσε μετρούσε στη βαθμολογία.
«Σε αυτό το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ήμασταν στην Ιαπωνία, οπότε στους Ιάπωνες αθλητές ο κόσμος τσίριζε, όμως από τη στιγμή που υπάρχουν στάνταρ κριτήρια θα πάρεις αυτό που αξίζεις. Δεν πήγες καλά; Δεν θα μετρήσει η αντίδραση του κοινού», εξηγεί. Οι τίτλοι ήρθαν με σκληρή προπόνηση. Όμως προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, έπρεπε να ασχοληθεί με διαφορετικά αντικείμενα και με την εικόνα του. Η ανάγκη να φροντίσεις για τα βίντεο και το μοντάζ, να επενδύσεις ατέλειωτες ώρες στα social media (αν η προπόνηση είναι το 30%, τα social είναι το 70% του χρόνου του) κάνει την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη για έναν φιλόδοξο νέο.
«Όταν ο μπαμπάς μου μού είπε ότι ο ένας στους χίλιους το πετυχαίνει, πιστεύω ότι ήταν πολύ γενναιόδωρος. Εγώ θα έλεγα ένας στους 10.000», λέει.
«Ένα όνομα που αναφέρω πάρα πολύ συχνά τελευταία είναι του Θοδωρή Ιακωβίδη, του αθλητή της άρσης βαρών που βγήκε κλαίγοντας και είπε ότι θα σταματήσει το άθλημά του. Δεν έχω φτάσει σε αυτό το σημείο, αλλά πρέπει να φτάσουμε όλοι εκεί; Το παιδί, δόξα τω Θεώ, έχει υποστήριξη. Δυστυχώς, έπρεπε να φτάσει στη φάση της κατάθλιψης και της απογοήτευσης για να τον βοηθήσει κάποιος».
Αυτό που του λέει συχνά ο κόσμος είναι «μπράβο» για τις προπονήσεις και τη σκληρή δουλειά. Όμως, παρά το γεγονός ότι ένας παγκόσμιος πρωταθλητής θα έπρεπε ενδεχομένως να είναι 100% αφοσιωμένος στο άθλημά του, ο Δημήτρης μοιάζει να τα συνδυάζει όλα προκειμένου να βιοποριστεί, κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοθαύμαστη την προσπάθειά του.
«Αν αφιερώσω το 100% του χρόνου μου στην προπόνηση, αύριο θα μιλάμε για το τι φαγητό θα φάω, αν θα φάω πολύ και αν θα φάω λίγο. Αναγκαστικά πρέπει να είμαι στα social media, γιατί δεν έχω κάποια άλλη υποστήριξη. Έχω χορηγούς μέσω των social media. Αν δεν ήταν αυτά, θα ήμουν πολύ δύσκολα».
Αυτήν τη στιγμή το εγχώριο ταλέντο στο παρκούρ είναι σημαντικό, με τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Κοζάνη να πρωταγωνιστούν. Ο στόχος του να διευρυνθεί η παρκούρ κοινότητα στην Ελλάδα ήδη αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα και ο Δημήτρης θέλει να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο.
«Το καταφέραμε και θα πετύχουμε ακόμα πιο πολλά. Σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν όλοι πρωταθλητές, να κερδίζουν παγκόσμια και να βγάζουν χρήματα από αυτό και πιστεύω ότι είναι και λάθος να το κάνεις γι' αυτόν τον σκοπό. Στόχος κάθε παιδιού και αθλητή δεν θα έπρεπε να είναι το πότε θα βγάλει λεφτά από αυτό που κάνει. Αν κάτι το αγαπά πραγματικά, το σκέφτεται όλη μέρα, είναι αφοσιωμένος και καλός σε αυτό και δεν το παρατήσει με την παραμικρή δυσκολία, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχει.
Πρέπει ο καθένας να μπορεί να βρει αυτό που πραγματικά θέλει να κάνει και όχι να ξυπνά επτά και δέκα το πρωί για να πάει σε μια δουλειά που δεν του αρέσει, να την κάνει οκτώ και δώδεκα ώρες, να είναι δυστυχισμένος και να πηγαίνει δύο βδομάδες διακοπές το καλοκαίρι. Αν πρέπει, ας το κάνει, αλλά το θέμα είναι στο τέλος να καταφέρει αυτό που πραγματικά θέλει. Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα, αλλά όσοι μπορούν ας κάνουν αυτό που πραγματικά γουστάρουν. Αν όχι από την αρχή, ας είναι αυτός ο σκοπός τους».