Στο πάλκο πόσων ετών βγήκατε;
Επτά ετών. Είχαμε έρθει από τον Πύργο με την οικογένειά μου και μέναμε στον Κολωνό.
― Μεγάλη οικογένεια;
Η μητέρα μου έκανε 17 παιδιά. Δε ζει κανένα σήμερα. Άκουσα τότε ότι υπήρχε το Αλκαζάρ και ότι εκεί μπορούσα να πάω να τραγουδήσω. Ήταν το μόνο που έχω θελήσει τόσο πολύ στη ζωή μου. Μου έκαναν το χατίρι και με πήγαν. Το Αλκαζάρ το είχε ο Λάσκος και κάθε Σάββατο έκανε τα ταλέντα. Γινότανε χαμός γιατί πήγαιναν και πολλά ψώνια. Άναβαν εφημερίδες, είχαν ροκάνες, αρένα...
― Τι περίπτωση ήταν ο Λάσκος;
Ο Λάσκος έβγαζε πολλά ταλέντα. Είχε βγάλει πριν τη Ροζαλίντα, την Δίτη Λίντα, την Κάτια Λίντα, τη Λίντα Άλμα. Όταν πήγα μου λέει: «Τι θα πεις παιδί μου; Ξέρεις να τραγουδήσεις;» Του λέω: «θα πω ένα του κυρίου Μουζάκη. Το Αϊ Αϊ Μαρία». Η μητέρα μου μαζί. Βγαίνω με μια μπαλαρίνα που μου είχε ράψει η μαμά μου. Μου έδωσε το μικρόφωνο που κρατούσα με τα δυο χέρια, ήταν τεράστιο, και άρχισα. Έτσι έγινε. Ο κόσμος χειροκροτούσε, ο Λάσκος μου άλλαξε το Δημητροπούλου, το επίθετό μου, σε Λίντα και έγινα Μαίρη Λίντα. Από την επόμενη μέρα έπιασα δουλειά και έπαιρνα και μεροκάματο.
― Το τελειώσατε το σχολείο;
Άρχισαν τα ξενύχτια και τελικά δε το τέλειωσα. Από τότε άρχισε η ζωή μου να παίρνει αυτό το δρόμο. Στα κέντρα. Στο Μισούρι, με τον Αρία στο Κυψελάκι, με τον Οικονομίδη στα Πεύκα. Σαν παιδί τα γύρισα όλα. Μεγάλη περιπέτεια η ζωή. Αλλά πέρασα ωραία. Αυτή ήταν η ζωή μου. Το πρωί σχολείο, το βράδυ δουλειά.
Γιατί να έχω παράπονο; Τη ζωή μας εμείς τη φτιάχνουμε. Η ζωή έχει λουλούδια και αγκάθια. Δεν υπάρχει κάτι που δεν έκανα, δε μου έλειψε τίποτα και τα έχω χαρεί όλα. Και ευχαριστώ τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου σε στιγμές δύσκολες.
― Σαν παιδί παίξατε;
Η μάνα μου, μου έλεγε: «Κοίταξε να σοβαρευτείς, αυτά τα παιχνίδια στη γειτονιά δεν υπάρχουν πια. Είσαι αρτίστα τώρα.» Μου έλειψε πολύ το παιχνίδι. Δε μπορούσα να βγω να παίξω στο δρόμο όπως τα άλλα παιδιά ή να έχω φιλενάδες της ηλικίας μου. Έπρεπε να έχω το νου μου στη δουλειά. Δεν είναι κι εύκολο πράγμα.
― Ταλαιπωρηθήκατε;
Αρκετά. Έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά. Για να φτάσεις κάπου δεν είναι εύκολο. Ευτυχώς είχα τη μεγάλη τύχη, γιατί θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, να συναντήσω τον Χιώτη.
― Πόσων ετών τον γνωρίσατε;
Έντεκα ετών. Εκείνη την εποχή ο καλύτερος επιχειρηματίας ήταν ο Κόκκαλης. Είχε το Πίγκαλς. Στην Πατησίων, κάτω από το Ροζικλέρ. Όλη η αριστοκρατία της Αθήνας ερχόταν εκεί. Πήγα να κάνω πρόβα με την ορχήστρα και το μαέστρο. Μαέστρος ήταν ο Χιώτης. Μια ορχήστρα με τον Μητσάκη, τον Μπίνη, τον Ροζαδίνο, τον Λεμονόπουλο, τη Δερέμπεη που διέπρεψε μετά σαν μεγάλη πιανίστρια στο εξωτερικό. Ο Χιώτης ήθελε πάντα να έχει σπουδαία ορχήστρα. Ήταν και ο ίδιος φοβερός μουσικός. Εκεί που καθόμουν λοιπόν βλέπω και μπαίνει ένας άντρας με μια ρεπούμπλικα μπεζ, ένα παλτό καμηλό...
― Ωραίος;
Ένας θεός ήταν, τι ωραίος... Πράσινα μάτια, με κύκλους γκρί. Ήταν σαν να τα έβαφε τα μάτια του. Τον ερωτεύτηκα μόλις τον είδα. Με ξανθό μουστάκι. Τρελάθηκα. Γνωριστήκαμε και άρχισα να λέω τα τραγούδια του.
― Θυμάστε το πρώτο τραγούδι που είπατε;
«Το καφεδάκι». Έβγαινα με παντελόνι και πουκάμισο. Σαν μαγκάκι.
― Μαθαίνατε εύκολα τα τραγούδια;
Αμέσως. Ακόμα και σήμερα. Δυο φορές να παίξουν ένα τραγούδι και το έχω μάθει. Κάναμε ωραίο ζευγάρι. Ο Χιώτης από τότε μου έλεγε: «Όταν μου φτάσεις μέχρι τον ώμο, θα σε παντρευτώ».
― Ήταν παντρεμένος τότε ο Χιώτης;
Όχι, δεν ήταν τότε παντρεμένος. Παντρεύτηκε αργότερα τη Ζωή Νάχη. Και έκαναν και δυο παιδιά. Υπέφερα πολύ επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Στη συνέχεια γίναμε φίλες, ήμασταν σαν οικογένεια όταν παντρεύτηκα το Χιώτη. Ήταν και ο Χιώτης ερωτευμένος μαζί μου, αλλά ήμουνα πολύ μικρή.
― Και πώς παντρευτήκατε;
Εγώ δούλευα τότε στην Κομπαρσίτα. Συναντηθήκαμε μια μέρα και μου λέει: «θα σε πάω εγώ στη δουλειά σου». Ήρθε μαζί μου, τέλειωσε το πρόγραμμα και μου λέει «θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου». Τους γονείς μου τους ήξερε. Ξημέρωσε λοιπόν και μου λέει «πάμε να πιούμε ένα γάλα στη "Γαλλία"», ένα γαλατάδικο στη Σταδίου και περιμέναμε να περάσει η ώρα να μη τους ξυπνήσουμε. Μπαίνουμε σπίτι και λέει στον πατέρα μου «Κυρ Αλέκο από σήμερα θα σε λέω πατέρα. Εγώ θα παντρευτώ τη Μαίρη». Αυτό ήτανε. Ξεκάθαρα πράγματα. Εγώ ήμουνα ακόμα ανήλικη. Να μην τα πολυλογώ πήραμε ειδική άδεια και παντρευτήκαμε.
― Φουλ ερωτευμένη;
Πολύ. Αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ ότι θα είμασταν μαζί. Το θεωρούσα απίθανο. Μεγάλος έρωτας. Ο πρώτος μου έρωτας. Μετά το Χιώτη βέβαια έκανα άλλους δυο γάμους.
― Με το Χιώτη πόσα χρόνια μείνατε μαζί;
Πολλά. Δουλεύαμε ακατάπαυστα. Έτσι δεν κάναμε και παιδί, ενώ το θέλαμε. Είχα μεγάλο στρες. Την ημέρα κάναμε δίσκους, το απόγευμα θέατρα, τα βράδια στο κέντρο. Ειλικρινά, δε μπορώ να μετρήσω πόσα τραγούδια έχω πει πια. Είναι πάνω από 1200. Και τα περισσότερα επιτυχίες. Έτρωγα, κοιμόμουν λίγο και δουλειά. Δεν είχαμε ρεπό τότε, δουλεύαμε επτά ημέρες την εβδομάδα. Αλλά ήταν η δουλειά που αγαπούσα. Τα ευχαριστιόμουν όλα. Δε θα μπορούσα να κάνω καμία άλλη δουλειά.
― Θα μου μιλήσετε για τον Χιώτη; Πως ήταν;
Ήταν καταπληκτικός. Για μένα ο τέλειος. Τέλειος σύζυγος.
― Και γιατί χωρίσατε κυρία Λίντα;
Έλα ντε! Βρεθήκαμε στην Αμερική χωρίς φίλους, οι φίλοι μας ήταν ελάχιστοι, και όταν τσακωθήκαμε μια δυο φορές –γιατί πάντα τσακωνόμασταν, μια για το τραγούδι, μια με τις ζήλιες, μικροπράγματα δηλαδή ασήμαντα- , δεν είχαμε και πέντε φίλους γύρω - γύρω να μας πουν «άντε βρε παιδιά το βράδυ θα είσαστε αγκαλιά». Μόνη μου έκανα προσπάθειες όπως κι εκείνος. Μαλώσαμε και χωρίσαμε για κάτι ασήμαντο.
― Θα μου πείτε;
Για ένα βραχιόλι. Μαλώσαμε μια μέρα και μου λέει «Τελείωσε, χωρίζουμε». Του λέω «να χωρίσουμε, κι εγώ θέλω να χωρίσουμε». «Ωραία» μου λέει, «φέρε μου τα μπιζού μου». Είχε κάποιους σταυρούς, μανικετόκουμπα τα κοσμήματά του. «Και φέρε μου», μου λέει, «και το βραχιόλι μου». Το βραχιόλι ήταν ένα βραχιόλι με μπριγιάν που μου είχε κάνει δώρο στη γιορτή μου.
Λέω «Ποιό; αυτό που μου έκανες δώρο στη γιορτή μου»; «Ναι», μου λέει «δε το είχα για τα μούτρα σου, για την κόρη μου το είχα πάρει». Αυτό με σκότωσε. Ο τρόπος, ήταν ο τρόπος που μου το είπε. Έφερα το βραχιόλι και του είπα «Από σήμερα έχεις και το διαζύγιο». Με πλάκωσε στο ξύλο. Αυτό ήτανε. Έφυγα από το ξενοδοχείο και δε με ξαναείδε. Με έψαχνε. Δεν πήγα το βράδυ στη δουλειά. Είμαι τζόρας σε αυτά. Κι έτσι χάλασε η ζωή μας. Αλλά αυτό που σας λέω είναι το σοβαρό: δεν είχαμε φίλους να μας πουν μια κουβέντα, να μας πουν «τι κάνετε; καταστρέφετε την καριέρα σας, τη ζωή σας». Μετά έκλαιγα κι εγώ κι εκείνος με μαύρο δάκρυ. Αλλά δεν είχαμε και τα κότσια να μιλήσουμε μεταξύ μας. Μάζεψα τα πράγματά μου και ήρθα στην Αθήνα, ανήμερα 21 Απριλίου του 67.
Με πλάκωσε στο ξύλο. Αυτό ήτανε. Έφυγα από το ξενοδοχείο και δε με ξαναείδε. Με έψαχνε. Δεν πήγα το βράδυ στη δουλειά. Είμαι τζόρας σε αυτά. Κι έτσι χάλασε η ζωή μας.
― Μετά ξαναπαντρεύτηκε ο Χιώτης;
Τη Μπέμπα Κυριακίδου. Για μένα ήταν το μεγάλο λάθος της ζωής του. Και μετά πέθανε. Το 1970.
― Μετανιώσατε για όλη αυτή την ιστορία;
Είχα μεγαλώσει πολύ, αλλά δε μπορούσα να κάνω πίσω. Ξέρετε, αισθανόμουν τότε ότι με μεταχειρίστηκε σαν παιδί, και δεν ήταν καλό. Δηλαδή ήμουνα ένα παιδάκι και με εξουσίαζε στα πάντα.
― Ήταν ωραία η ατμόσφαιρα της εποχής στα κέντρα;
Μερικές φορές ήταν καταπληκτική. Αλλά κάποιες φορές ήταν και κουραστική. Δεν είναι καλοί όλοι οι πελάτες που έρχονται να σε ακούσουν. Μια φορά πλακώθηκε στο ξύλο ο Χιώτης θυμάμαι, στο Μουσείο. Και ποιον έδειρε; Τον αδερφό του Καραμανλή, το Γραμμένο. Του έσπασε το δεξί του χέρι και τρέχαμε στο πρώτων Βοηθειών. Επειδή με πείραξε. Ζήλευε ο Χιώτης. Και έζησα μεγάλο έρωτα. Με ερωτεύτηκε πολύ.
― Ξαναερωτευθήκατε έτσι;
Τέτοιο έρωτα δεν έζησα ποτέ. Με τον δεύτερο άντρα, που έκανα και την κόρη μου, δε μπορώ να πω ότι ήμουνα ευτυχισμένη. Απλά έκανα ένα παιδί που το λατρεύω και τον ευχαριστώ γι' αυτό. Αλλά είχε βαρύ χέρι και στα καλά καθούμενα. Μια φορά στο τελευταίο ξύλο το πήρα απόφαση και τελείωσε. Μου είχε τελειώσει και ερωτικά με αυτή τη συμπεριφορά. Μετά έκανα και τον τρίτο μου γάμο. Είχα την τύχη να έχω τρεις πολύ ωραίους άντρες. Με άσχημο δε θα πήγαινα ποτέ. Και έμεινα με αυτούς τους τρεις. Από τότε δεν ξανακοίταξα κανέναν.
― Δε σας ενδιέφερε;
Καθόλου. Ήμουν και νέα όταν χώρισα. Μου έλεγαν οι φίλες μου να κάνω κάτι, αλλά εγώ δεν ήθελα κανέναν. Καθόλου. Ούτε για αστείο δε μου έχει περάσει από το νου. Δε μπόρεσα ποτέ να ερωτευθώ ξανά. Δε το έβαλα στο νου μου. Τα είχα ξεγράψει όλα.
― Ζείτε μόνη σας σήμερα;
Με την κόρη μου. Στα Σπάτα. Μεγάλο λάθος τελικά αυτή η μετακόμιση. Μου αρέσει η πόλη και θα γυρίσω πίσω. Δε βλέπω την ώρα.
― Την αμερικάνικη υπηκοότητα πως την αποκτήσατε;
Την πήραμε όταν ήμασταν στην Αμερική με το Χιώτη. Μας κάλεσαν να παίξουμε στα γενέθλια του Λίντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον. Εμείς ήμασταν ήδη τέσσερα χρόνια στο Σικάγο και κάναμε εκεί εμφανίσεις. Και ενθουσιάστηκαν μαζί μας και πήραμε την πράσινη κάρτα.
― Τα τραγούδια σας τα έχετε όλα;
Τα περισσότερα. Έκλεισαν οι εταιρείες, η Κολούμπια, η Οντεόν, αλλά τα τραγούδια σώθηκαν. Ούτε τα ποσοστά μας δεν πήραμε.
― Βγάζατε χρήματα από τους δίσκους;
Ποτέ. Τώρα τελευταία πήρα κάτι ποσοστά. Τα χρήματα τα βγάζαμε από τα κέντρα. Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύω ασταμάτητα. Ίσως καμία τραγουδίστρια δεν έχει δουλέψει τόσο πολύ. Έχω γυρίσει όλα τα πάλκα και σαν τραγουδίστρια λαϊκή. Με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Καπλάνη, τον Μητσάκη, με όλους. Μεγάλες επιτυχίες κάναμε. Σήμερα έχω τα προς το ζην. Αλλά μου άρεσε και ήμουνα του «δώσε». Καλά έκανα.
― Σας έχουν πάντα συνδεδεμένη με το Χιώτη; Το βλέπουμε και με τις διασκευές των τραγουδιών σας που κάνουν μεγάλη επιτυχία.
Πάντα. Είμαι εντελώς συνδεδεμένη με το Χιώτη. Τώρα κάνουμε ένα δίσκο με τους Ιμάμ Μπαϊλντί, παλιό, δικό μου, μια μπόσα νόβα. Θα τα πούμε και στο Ηρώδειο.
― Αν κοιτάξετε την καριέρα σας τι θα μου πείτε;
Ότι έχω περάσει πολύ καλά. Κι ας έχει αλλάξει ο κόσμος μέσα στο τραγούδι. Είναι λίγοι οι άνθρωποι που παρέμειναν καλοί. Θέλουν να φάει ο ένας τον άλλο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Εμείς βοηθούσαμε τραγουδίστριες πιο νέες τότε. Για όλους υπάρχει θέση.
― Θα μου πείτε για μια σπουδαία φωνή;
Η Τζένη (Βάνου). Μεγάλη τραγουδίστρια. Την έφαγε μόνο το μυαλό της. Έκλαψε πολύ αυτό το κορίτσι στη ζωή της, πως να της μείνει φωνή; Ήταν πολύ καλό κορίτσι η Τζένη, ψυχούλα. Την κατέστρεψαν οι άντρες. Λυπήθηκα που πήγα στην κηδεία της, ήθελα να πηγαίνω μόνο στις χαρές της.
― Είχατε άλλες φίλες;
Θα σας πω την αλήθεια για αυτό το επάγγελμα. Δεν έχεις χρόνο να κάνει φίλους, ειδικά όταν δουλεύεις όπως δουλεύαμε εμείς. Στη δουλειά γνωρίζεις κάποιους ανθρώπους και με κάποιους κρατάς μια σχέση. Εγώ έχω να το λέω για το πόσο καλά πέρασα με την Αλεξίου και τη Βίσση. Πέρασα καταπληκτικά. Και τις θεωρώ και τις δυο σπουδαίες τραγουδίστριες.
― Την προσέξατε τη φωνή σας;
Την έχω βάλει στο μπαούλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν την έχω προσέξει πολύ, αλλά είμαι τυχερή. Δεν είχα ποτέ προβλήματα. Δεν πήγα ποτέ στο ωδείο, δεν έκανα καλλιέργεια φωνής. Υπήρχε ένα έμφυτο ταλέντο. Για μένα, ισχύει ότι τη φωνή την έχεις ή δεν την έχεις. Η φωνή μου αντέχει. Είναι όπως ήταν, δεν έχω αλλάξει ούτε τόνους.
― Εκτός από τον Χιώτη, ποιον άλλο αγαπούσατε σαν συνθέτη;
Το Τσιτσάνη. Τον λάτρεψα.
― Το ωραιότερο μαγαζί που δουλέψατε;
Η Τριάνα του Χειλά.
― Είστε ευχαριστημένη σήμερα; Πιστεύετε ότι σας έχουν δείξει σεβασμό, ότι πήρατε το κομμάτι που σας αναλογεί;
Δεν έχω κανένα παράπονο και από κανέναν. Όλα ήρθαν στη ζωή μου όπως τα έφερε ο θεός και όπως τα ήθελα κι εγώ. Γιατί να έχω παράπονο; Τη ζωή μας εμείς τη φτιάχνουμε. Τα δύσκολα τα έχω ξεχάσει. Η ζωή έχει λουλούδια και αγκάθια. Δεν υπάρχει κάτι που δεν έκανα, δε μου έλειψε τίποτα και τα έχω χαρεί όλα. Και ευχαριστώ τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου σε στιγμές δύσκολες.
Η συνέντευξη δόθηκε το 2014 στην Α. Μποζώνη και δημοσιεύτηκε στη LIFO το 2014
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 3.9.2014