Διάβασα ότι σ’ αυτήν τη δουλειά έχεις εμπνευστεί από ανεξάρτητες αμερικανικές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ‘70.
Αυτές οι ταινίες πάντα μού άρεσαν πολύ ως θέαμα. Μιλάμε κυρίως για σπλάτερ και αμερικανικά b-movies. Για μένα αυτές οι ταινίες έχουν το εξής καλό: οι χαρακτήρες που οργανώνονται δραματουργικά μέσα στο σενάριο και στην πλοκή λειτουργούν κριτικά ως προς το κατεστημένο εκείνης της εποχής, μ’ έναν πολύ ακατέργαστο, αλλά στοχευμένο τρόπο. Ήταν μια κριτική στον συντηρητισμό του ‘70 και του ’80, που ήταν αρκετά ισχυρός ως συνθήκη. Αργότερα, αυτά γίνανε κλισέ: το τέρας, το ζόμπι. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν γιατί θεωρώ ότι έχουν περάσει σε ‘μας μ’ έναν αρκετά σκοτεινό τρόπο. Σήμερα έχει ενδιαφέρον, πιστεύω, να ξαναδεί κανείς αυτές τις ταινίες σε επίπεδο ηθικών δομών, δηλαδή τι μπορεί να πρεσβεύσει στο ηθικό πλαίσιο η αισθητική αυτών των πραγμάτων, στον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε το καλό, το κακό, το καθωσπρέπει, τις κοινωνικές νόρμες.
Άλλη μια επιρροή σου σ’ αυτήν τη δουλειά είναι και τα παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα της ίδιας περιόδου.
Είναι, επίσης, κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω. Υπήρχαν κάτι παιδικές εκπομπές που κράταγαν συνήθως μισή σεζόν κι ήταν γυρισμένες ζωντανά, σε στούντιο, με ηθοποιούς ντυμένους αρκούδες ή διάφορα πλάσματα, και από πίσω ήταν παιδάκια που έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Θεωρώ ότι όλο αυτό έχει μια περίεργη, υποβόσκουσα κριτική για τα πράγματα της εποχής. Ήταν τελείως εξωπραγματικό και αλλοπρόσαλλο. Σαν μια Ντίσνεϊλαντ με πολύ ιδιόρρυθμη αισθητική, η οποία μ’ ενδιαφέρει πολύ και, κατά κάποιον τρόπο, την υιοθέτησα. Έχω γυρίσει μαζι μ’ έναν φίλο μου ένα φιλμάκι στο οποίο φοράμε μάσκες βασισμένες στις φιγούρες αυτών των εκπομπών και χορεύουμε σ’ ένα σετ που είναι ακριβώς ίδιο με αυτό που είχαν τότε.
Εσένα, δηλαδή, αυτές οι εκπομπές σ’ ενδιαφέρουν καθαρά αισθητικά κι όχι από πλευράς περιεχομένου.
Για μένα αυτή η αισθητική εμπεριέχει μια κριτική πάνω στους τότε κοινωνικούς κώδικες. Αν δεις ξανά αυτές τις εκπομπές, παρατηρείς ότι ήταν φτιαγμένες μ’ έναν αρκετά ψεύτικο και DIY τρόπο κι ότι σου έδιναν μια ιδέα για το πώς είναι και πρέπει να είναι τα πράγματα. Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον αυτή η οπτική. Επίσης, έχουν σκληρότητα κι αμεσότητα. Η αμεσότητα του φοβιστικού ή του άγριου μ’ ενδιαφέρει ως εργαλείο επικοινωνίας με τον θεατή.
Όλη αυτή η έμπνευση από τα ‘70s και τα ‘80s έχει κάποια σχέση με την αποδόμηση αυτής της φάσης; Ως γενιά έχουμε μανία με όλο αυτό.
Η δικιά μας γενιά έχει και μια αποξένωση, λόγω των ταχυτήτων με τις οποίες εναλλάσσονται οι τεχνολογικές ιστορίες της καθημερινότητάς μας. Βέβαια, εγώ δεν αποδομώ αυτή την περίοδο, τη θυμάμαι μόνο και την ανασυντάσσω. Ήταν έντονες δεκαετίες, όσον αφορά την αισθητική τους, κραυγαλέες. Νομίζω ότι τότε ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα και πολύ έντονα. Είναι μια αισθητική συγκεκριμένη, η οποία διαχέεται παντού και είναι ισχυρή. Νομίζω πως αυτή η εμμονή μου πηγάζει απ’ το γεγονός ότι ήταν οι ίδιες οι φόρμες έτσι, ενώ, ας πούμε, στα ‘90s δεν ήταν τόσο. Υπήρχαν μόδες στην αρχή, τη μέση και το τέλος της δεκαετίας.
Οι δουλειές σου είναι πάντα πολύ ανθρωπομορφικές.
Ξεκινάω πάντα με φιγούρες που είναι γιγαντιαίες κι έχουν να κάνουν με το άτομο μέσα σε καταστάσεις ή συνθήκες. Μπορεί να είναι πορτρέτα, δεν κάνω όμως άμεσες αναφορές σε πρόσωπα. Είναι ένα συνονθύλευμα λίγο πιο αφηρημένο. Eίναι πολλά χρόνια που δουλεύω έτσι. Ξεκινάω απ’ το άτομο μέσα στις καταστάσεις και μετά το σκηνοθετώ, κατά κάποιον τρόπο.
Δεν έχεις δουλέψει ποτέ με κάτι άλλο, ώστε να κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό;
Έχω κάνει κάποια τελείως διαφορετικά πράγματα, αλλά στο ενδιάμεσο διάστημα από άλλες δουλειές. Πάντα ξεκίναγα με μια μέθοδο περίπου κλασική για τη δική μου τη δουλειά, αλλά κάπου εκεί την έσπαγα με κάτι άλλο. Τώρα, αυτήν τη στιγμή κάνω video art με μαριονέτες. Yπάρχει ένα βίντεο που «τρέχει» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και άλλο ένα στην έκθεση στην Kunsthalle.
Γιατί διάλεξες τη Βιέννη ως τόπο κατοικίας;
Πιο πριν ήμουν στο Λονδίνο, μέχρι που με κάλεσε μια βιεννέζικη γκαλερί για να κάνω ένα πρότζεκτ εκεί και μου πρόσφεραν ένα διαμέρισμα για 4-5 μήνες για να δουλέψω. Πήγα και μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν τελείως διαφορετικά σε σχέση με ό,τι είχα στο μυαλό μου για την αστική ζωή. Είναι μια μικρή πόλη, αλλά πολύ διεθνής. Έχει πολύ καλά μουσεία και γκαλερί και μια «δεμένη» καλλιτεχνική σκηνή. Αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει καθόλου στην Αθήνα ή στο Λονδίνο, όπου είναι όλα διάσπαρτα.
Με τι σκεπτικό κάνεις κάθε φορά μια ατομική έκθεση στην Ελλάδα; Θυμάμαι ότι πριν απ’ το 2009 είχες τέσσερα χρόνια να κάνεις ατομική έκθεση;
Επειδή έλειπα πολλά χρόνια. Έκτοτε είθισται να κάνει κάποιος μια έκθεση κάθε δυο με τρία χρόνια. Ειδικά τώρα, μ’ ενδιαφέρει τρομακτικά η Αθήνα. Όσο θλιβερό κι αν είναι αυτό που συμβαίνει, είναι συγχρόνως και αφορμή για να επαναπροσδιορίσεις καταστάσεις και στάσεις ζωής. Η ανοχή που υπήρχε, ας πούμε, την προηγούμενη δεκαετία δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Πρέπει να οι καταστάσεις να βρεθούν αντιμέτωπες, να συγκρουστούν και να βγει κάτι.
Το περίμενες ότι τα έργα σου θα πωλούνταν τόσο ακριβά;
Με νοιάζει, γιατί είναι τα έργα μου. Οι τιμές καθορίζονται μέσα από ένα πλαίσιο αγοράς που είναι απόλυτα συνυφασμένο με το τι έχεις κάνει ως εκείνη τη στιγμή στην καριέρα σου. Έχει μια λογική αυτό. Εγώ είμαι τυχερός επειδή η γκαλερί με την οποία συνεργάζομαι δουλεύει πολύ με το εξωτερικό, οπότε πρέπει ν’ ακολουθήσεις το pattern της αγοράς, γιατί αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείσαι ουσιαστικά. Δεν εννοώ ως καλλιτέχνης, αλλά ως brand.
To λες κάπως απολογητικά αυτό.
Είναι αναγκαίο κακό, κατά την άποψή μου. Η τέχνη, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι πρέπει να εξασφαλίσουμε στον καλλιτέχνη τα προς το ζην, δεν ξέρω πόσο και πώς κοστολογείται τελικά. Ο καφές που πίνω τώρα κάνει δύο ευρώ, αλλά ξέρω γιατί - ξέρω πόσο κάνει ο καφές, το μεροκάματο αυτού που τον σερβίρει και όλα τα υπόλοιπα. Ένα έργο μπορεί να σου πω ότι κοστίζει 10.000 ευρώ και να σου φανεί ακριβό, μπορεί να κάνει 100.000 ευρώ και να μου πεις ότι είναι φτηνό. Δεν υπάρχουν παρά μόνο η αγορά κι η ιστορική διάσταση των συνθηκών.
Θεωρείς ότι λόγω κρίσης ευνοείται η τέχνη στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή;
Πιστεύω ότι οι κρίσεις δημιουργούν συνθήκες που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους και μέσα από αυτή την τριβή η τέχνη μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τι μας συμβαίνει. Είναι γόνιμη και η περίοδος για να παραχθεί ουσιαστική τέχνη που να μιλάει για τις συνθήκες και τις καταστάσεις, όπως συμβαίνουν, όπως τις αντιλαμβάνεται ο καθένας, είτε με πολιτικές αναφορές είτε με οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι απαραίτητο να είναι πολιτικά στρατευμένη η τέχνη για να συνάδει με την εποχή της. Η κρίση, όμως, αποτελεί πάντα προσοδοφόρο έδαφος για να δουλέψει ένας καλλιτέχνης, προκαλώντας του και μια ανάγκη να κάνει και να δείξει πράγματα. Επίσης, η κρίση γεννάει καινούργιους τρόπους έκφρασης, συλλογικότητες εξ ανάγκης ή πεποιθήσεως - ωραία πράγματα και τα δυο όταν συμβαίνουν. Επίσης, η τέχνη γυμνάζει τη φαντασιακή διάσταση του εαυτού μας. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν έννοιες, όπως η ευτυχία, που φαντάζεσαι πώς θα είναι ή πώς θα ήταν για σένα. Και όταν έχεις καλλιεργημένο φαντασιακό κατευθύνεσαι ευκολότερα σε πιο δόκιμες εκφάνσεις των concept αυτών που είναι φαντασιακά. Αν για σένα ευτυχία είναι το χρήμα, θα πατήσεις επί πτωμάτων για να φτάσεις εκεί. Αν είναι κάτι άλλο, θα πας αλλού. Και το πώς τα βλέπεις όλα αυτά είναι θέμα φαντασιακού. Σε καιρούς κρίσης το φαντασιακό πρέπει να είναι πολύ καλλιεργημένο και γυμνασμένο για να μπορεί να οδηγήσει σε σωστές λύσεις κι όχι σε παρεξηγήσεις, όπως αυτές που γίνανε το ‘90 ή το ’80, όταν κυριαρχούσαν το κέρδος, τα λεφτά κι η δόξα. Εάν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας μελλοντικά σε σωστό πλαίσιο, θα πορευτούμε μ’ ένα πιο ενδιαφέρον σκεπτικό απ’ το να τα κονομήσουμε.
σχόλια