Διαβάζοντας το Σώμα Μετέωρο (εκδόσεις Γαβριηλίδη) βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό και γνήσιο. Στις 7 ιστορίες απ' τη δεκαετία του '30, ο Λαδόπουλος φτιάχνει με χαρακτηριστική άνεση μικρά σύμπαντα, γεμάτα διαφορετικούς ανθρώπους και μια παράξενη, απολαυστική ειλικρίνεια. Είναι απ' τα καλύτερα βιβλία που διάβασα εδώ και καιρό. Το ύφος του είναι ιδιοσυγκρασιακό - παρεμβαίνει στις ιστορίες, ενίοτε τους δίνει μεταφυσική χροιά, άλλες φορές τις ανατρέπει ή τις ξαναγεννά, σαν παραμύθια για ενήλικες.
Δεν είναι τυχαίο: υπήρξε ένας απ' τους μεγάλους παραμυθάδες της παιδικής μου ηλικίας, κι ας μην απευθυνόταν μόνο σε παιδιά. Δικά του ήταν τα σουρεαλιστικά, μελαγχολικά σχεδόν Παραμύθια της Κούκλας στην ΕΡΤ στα μέσα των'80s (με τη φωνή της Όλιας Λαζαρίδου που με στοιχειώνει ακόμα), δικός του και ο μετεωρολόγος Φώντας Λαδοπρακόπουλος, δικά του και τα Πρωϊνάκια κι ένα σωρό άλλα πράγματα που μαρτυρούσαν μια ανεξάντλητη, συναρπαστική φαντασία.
Στεκόμουν στο "περιθώριο" και έφτιαχνα, έγραφα, ζωγράφιζα, διαφοροποιόμουνα. Με βλέπαν σαν εξωγήινο. Ό,τι καλύτερο!
—Καταρχάς, τι ήθελες να γίνεις όταν ήσουν μικρός; Και τι θα έλεγες ότι έγινες;
Δεν ήθελα, δεν ήξερα, τα πράγματα φάνταζαν θολά. Ίσως όλα να ξεκίνησαν απ΄το ότι δεν ήμουνα παρών τη στιγμή της γέννησής μου. Μου το είπαν αργότερα. Μετά, στην ηλικία των 9, έτσι όπως καθόμουν σ΄ένα τραπεζάκι κι έπαιζα με τον μικρότερο αδερφό μου, ένιωσα -με μια μικρή λάμψη- ότι αυτό μ΄αρέσει. Κάθισα πολύ σε τραπέζια, φτιάχνοντας πράγματα. Άλλο τόσο, σιργιάνισα σε φωτεινά και σκοτεινά τοπία. Δεν ήξερα τι ήθελα, ήξερα όμως καλά τι δεν ήθελα. Ακόμα και σήμερα.
Έγινα ένας αρμονικός daydreamer.
—Πολλά παιδιά, όπως ήμουν κι εγώ, σε γνώρισαν από τα παιδικά προγράμματα της τηλεόρασης. Μίλησέ μου για το πώς ήταν εκείνη η περίοδος για σένα...
Ήταν εύφορη πολύ! Έτρεχα σα δαιμονισμένος, έκανα το ένα μετά το άλλο, μπαίναν πράγματα σε τάξη μέσα μου. Στεκόμουν στο “περιθώριο” και έφτιαχνα, έγραφα, ζωγράφιζα, διαφοροποιόμουνα. Μοναδική εμπειρία γιατί είχα πλήρη ελευθερία μέσα σ΄ένα κρατικό κανάλι που δεν ενδιαφερόταν. Με βλέπαν σαν εξωγήινο. Ό,τι καλύτερο!
—Πώς γεννήθηκε ο Φώντας Λαδοπρακόπουλος, και τι κάνει σήμερα;
Γεννήθηκε χάρη στον Νίκο Πιλάβιο, ήταν μιά εξαιρετική και ασυνήθιστη ιδέα. Μετεωρολογικό δελτίο για παιδιά και μεγάλους που βαριούνταν τη σοβαρότητα. Δε νιανιάριζα, ήμουνα κι εγώ (δηλ. ο Φώντας Λαδοπρακόπουλος) εξαιρετικά σοβαρός. Και ειλικρινής! Τι κάνει σήμερα; Δεν κάνει. Διέγραψε την πορεία του, υπάρχει, σας στέλνει πολλά χαιρετίσματα.
—Έχω την αίσθηση πως είσαι δημιουργικός σε διάφορους τομείς. Δυσκολεύτηκες ποτέ να επιλέξεις πού να εστιάσεις;
Είναι η μοίρα μου. Δεν ήθελα, ούτε θέλω, να εστιάσω, να επιλέξω. Ζωογόνο μεν, πληρώνεται δε. Κάθε που με ρωτούσαν “με τι ασχολείσαι;” έμπαινα σε “τεχνητή” αμηχανία, δεν ήξερα τι ν΄απαντήσω.
—Πώς προέκυψε το Σώμα Μετέωρο;
Το “ Σώμα Μετέωρο “ ίσως να είναι και ό,τι καλύτερο έχω κάνει. Προέκυψε όταν ήρθε η ώρα του, καθώς “σύγκλιναν” οι εσωτερικές ακτίνες και οι βουβοί πόλεμοι. Γράφτηκε για μένα, σε μια περίοδο που βρισκόμουν σ΄ένα σιωπηλό κενό που έμοιαζε μ΄αυτό που ένιωθα μικρός, ότι δεν έβλεπα δηλαδή το παραπέρα. Τα σύννεφα περνούσαν μπροστά μου κι εγώ είχα χαθεί μέσα στον εσωτερικό κόσμο του Παναή Αλτσίτζογλου, του πρώην Νταή και Φθοροποιού Μηχανής, που έπαιζε κρυφτό μαζί μου.
Μιά μακριά περίοδος μέσα στα τοπία του Ρεμπέτικου, πάντα μέσα από ανήσυχες οπτικές γωνίες, καταλάγιασε και γέννησε αυτά τα 7 φλεγόμενα διηγήματα. Αυτό το βιβλιαράκι είναι ειλικρινές. Θα μου πείτε, τί είν΄αυτό, τρώγεται; Όχι, το εννοώ! Τα διηγήματά του δε το “παίζουν”, δε καμώνονται. Είναι αυτά που είναι και λένε τη “σκάφη-σκάφη”. Γιατί δε φοβάμαι την Αλήθεια και είμαι πρόθυμος να πληρώνω το τίμημά της γιατί δεν έχω ουτοπίες προσμονών. Δε κατέθεσα τα όπλα απλά, κατάλαβα σε βάθος τα παιχνίδια που παίζονται.
Επίσης, και είναι βασικό αυτό, οι 7 αυτές ιστορίες δεν είναι νοσταλγικές. Δε τις μπορώ τις νοσταλγίες. Κάθε τι που έγινε στον/στην καθένα/μιά μας, έγινε για συγκεκριμένους λόγους. Το όποιο βλέμμα μου προς τα παρελθόν έχει την αίσθηση ενός μαλακού χαδιού και μιάς συμφιλίωσης. Το παρελθόν, αν το δεχτούμε και το δουλέψουμε, είναι το ΠΑΝ για να είμαστε καλά σήμερα, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο.
—Θέλεις να μου μιλήσεις για το πώς η δεκαετία του '30 μπλέκεται με τους ήρωές σου;
Όποιος ασχολήθηκε με το Ρεμπέτικο μπαίνει, χωρίς να το σκέφτεται, σ΄αυτή τη δεκαετία. Δε ξέρουν όμως τι να κάνουν εκεί, οι πληροφορίες είναι ανάπηρες, και σταχυολογούν μόνο τον αφρό που ανεβαίνει.
Έχω δει θεία μου, που έπινε τον απογεματινό καφέ της στον κηπάκο της, μέσα σε γέλια και χαρές, ξαφνικά ν΄ακινητοποιείται και να βγάζει μαύρους, θολούς καπνούς απ΄το στόμα της. Πολλοί άνθρωποι βγάζουν, απρόσμενα, τέτοιους καπνούς. Δε τους βλέπουμε.
—Είναι εμφανές πως υπάρχει σοβαρή έρευνα της εποχής, των ανθρώπων και της μουσικής της. Πόση αλήθεια υπάρχει στο βιβλίο και πόση φαντασία;
Ναι, την έψαξα, τα έψαξα. Είμαι γιος Μικρασιάτη Σμυρνιού. Δε μού 'πε βέβαια ποτέ τίποτα, δε μπορούσε, ούτε το υπόλοιπο σόι, ούτε και τους ρώτησα. Πολύ αργότερα άναψαν οι προβολείς μέσα μου. Η αλήθεια πάντα μπλέκεται με τη φαντασία μέσα μου, δε μου φτάνει μόνο η αλήθεια. Υπάρχει ένα πρόσωπο που ήταν υπαρκτό, ο Σάκης. Τα υπόλοιπα είναι ένα μωσαϊκό, ψήγματα και επικολλήσεις από διάσπαρτες μνήμες.
—Τι σημαίνει για σένα εκείνη η δεκαετία;
Ήταν μιά φορτωμένη δεκαετία. Φορτωμένη προβλήματα, καπνούς απ΄την καταστροφή του '22, εσωτερικές ανακατατάξεις, σύγκρουση δυο τελείως διαφορετικών κόσμων, Μικρασιατών και γηγενών, λειψανδρία, άρα πολλές γυναίκες που ψάχναν, μια παραζάλη, μεγάλες μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα και αίσθηση φόβου για όλ΄αυτά που πλανιόνταν πάνω απ΄τη χώρα.
—Τι πιστεύεις για τους μάγκες της παλιάς εποχής, και τι για τους σημερινούς;
Αχ, αυτό το θέμα... Οι μάγκες ήταν τότε, στην αρχή, μια στάση στα πράγματα, μια στάση που χτιζόταν με επήρειες από διάφορες πλευρές. Σήματα φτάναν ακόμα και απ΄την Αργεντινή, τη Γαλλία. Μετά, το πράγμα μπαναλοποιήθηκε, έγινε μόδα στους τότε νέους. Υπήρχαν βέβαια κι οι άλλοι, με σταθερούς κώδικες, μαζεμένοι, σιωπηλοί, συγκροτημένοι σ΄αυτό που ήταν. Αυτοί μ΄ενδιέφεραν και μ΄ενδιαφέρουν, και τότε και σήμερα. Ο Παναής Αλτσίτζογλου ήταν ένας τέτοιος, με αρχές δομημένες στους δρόμους και τα σοκάκια της τότε Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης. Η ζωή του είχε παραταθεί υπέρ το δέον, έπλεε μέσα στη σημερινή πραγματικότητα, συμμετέχοντας επιλεκτικά σ΄αυτήν. Έπαιζε στα δάχτυλα το κινητό του, χρησιμοποιούσε e- banking...
Σήμερα; Μεγάλη κουβέντα... Σήμερα σέρνεται η λέξη στους δρόμους. Στη χάση και στη φέξη, εκεί που δε το περιμένεις, μπορεί να βρεις και κάποιο παλιό εναπομείναν υπόλειμμα. ή κάποιον νεότερο που, χωρίς να το ξέρει, ΕΙΝΑΙ. Για πιο διεξοδικά, μπορείτε να δείτε στο blog μου elkibra Rebetiko + Thorax and Mind.
—Πόσο απ' τον εαυτό σου έχεις βάλει στο στυλ και την αφήγηση;
Δε γίνεται να μη βάζεις τον εαυτό σου. Και μια απλή γραμμή να τραβήξεις, είναι ο εαυτός σου. Απ΄την άλλη, μπορώ να βγαίνω έξω απ΄αυτόν, αλλιώς είναι βαρετό και μυωπικό, σ΄εμποδίζει να καταλάβεις τους άλλους. Πιστεύω πως είμαι καλός σ΄αυτό. Μ΄εχουν πει παραληρηματικό, και είμαι. Είμαι, γιατί βλέπω τις σχέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στα πράγματα, ανάμεσα σ΄ένα αγκάθι και το κέρατο ενος ρινόκερου...
Έχω δει θεία μου, που έπινε τον απογεματινό καφέ της στον κηπάκο της, μέσα σε γέλια και χαρές, ξαφνικά ν΄ακινητοποιείται και να βγάζει μαύρους, θολούς καπνούς απ΄το στόμα της. Πολλοί άνθρωποι βγάζουν, απρόσμενα, τέτοιους καπνούς. Δε τους βλέπουμε. Μ΄αρέζει το σταμάτημα, η ακινητοποίηση του χρόνου. Αυτό συμβαινει και μέσα στο βιβλίο. Κάποιες στιγμές η ροή του χρόνου σταματάει, η Νίτσα ανασηκώνεται πλάγια στον αέρα, συνοικίες ανασηκώνονται, φωνές άγνωστες απ΄το μέλλον εισχωρούν στο μυαλό παλιών ανθρώπων, φονικά επαναλαμβάνονται. Δεν είμαι μεταφυσικός, παίζω με την πραγματικότητα, με έλκουν τα χνούδια που στροβιλίζονται γύρω απ΄αυτήν.
Είμαι γοητευμένος με την τεχνολογία, δε τη φοβάμαι γιατί έχω γερό έρμα. Μ΄αρέζει η σύμπλευση παλιών και νέων πραγμάτων, είναι απαραίτητη. Δεν αφήνω τα εσωτερικά μου υδρόβια φυτά να με τραβήξουν προς τα κάτω, όσο κι αν προσπαθούν.
—Κι άλλη πρωτοτυπία: τα τραγούδια που αναφέρονται στην πλοκή τα δίνεις μέσω YouTube. Πόσο ρόλο παίζει η μουσική στις ιστορίες σου;
Είμαι γοητευμένος με την τεχνολογία, δε τη φοβάμαι γιατί έχω γερό έρμα. Μ΄αρέζει η σύμπλευση παλιών και νέων πραγμάτων, είναι απαραίτητη. Δεν αφήνω τα εσωτερικά μου υδρόβια φυτά να με τραβήξουν προς τα κάτω, όσο κι αν προσπαθούν. Το Youtube είναι ένας Θησαυρός! Χωρίς τη μουσική, δεν υφίσταμαι! Μου δίνει έκσταση, εξομαλύνει, με στέλνει από δω κι από κει. Το “Σώμα Μετέωρο“ έχει άμεση σχέση με τη μουσική. Χρησιμοποίησε συγκεκριμένα τραγούδια, έχοντας κάνει καταδύσεις ακόμα και μέσα στους λάρυγγες αυτών που τα είπαν. Όλ' αυτά ακούγονται “κάπως” και θεωρούνται κουλτουριάρικα. Πλήρως αδιαφορώ. Είναι ο τρόπος μου.
—Κι άλλη μια πρωτοτυπία: οι φωτογραφίες. Μίλησέ μου για την παρουσία τους στο βιβλίο σου.
Οι εικόνες, οι φωτογραφίες, είναι μιά άλλη μεγάλη μου πηγή ζωικής χαράς. Μου μιλάνε, έxουν φωνές οι εικόνες, τις ακούω.
Ήθελα να βάλω περισσότερες φωτογραφίες, με απέτρεψε ο εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης. Μου είπε ν΄αφήσω το λόγο να φτιάχνει εικόνες. Μπορεί να είχε και δίκιο. Εγώ όμως έχω πάρα πολλούς ενδοιασμούς για το τι παράγει ο σημερινός μέσος άνθρωπος μέσα στο κεφάλι του. Είναι κι οι απωθητικοί μηχανισμοί μας. Η έννοια, ας πούμε, εγκεφαλικό επεισόδιο, γεννάει απώθηση, λίγοι το έχουν δει. Ο συγκλονιστικός πίνακας του Francis Bacon, μού ήταν απαραίτητος για να δείξω τον νταμπλά (εγκεφαλικό επεισόδιο), την εσωτερική έκρηξη που προκάλεσε ο Παναής Αλτσίτζογλου στο κεφάλι του, μπροστα στα μάτια της Νεφέλης του.
—Στο οπισθόφυλλο διαβάζω πως «οι ιστορίες είναι γραμμένες για τους νέους ανθρώπους, που μπαίνουν σ' έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, απαντώντας -εν μέρει- σε σημερινές ελλείψεις που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι νέες γυναίκες». Τι εννοείς μ' αυτό, ειδικά για τις νέες γυναίκες;
Ας πω πρώτα πως, «ό,τι αγνοούμε δε μας λείπει». Κι ας ξεκαθαρίσω πως, ότι θα πω είναι το καταστάλαγμα από ατέλειωτες κουβέντες με σημερινά νέα κορίτσια/γυναίκες. Οι σημερινοί νέοι άνδρες, ΚΑΙ παγκόσμια, βρίσκονται σε πολύ μεγάλο μπέρδεμα και σαφή οπισθοδρόμηση. Έχουν μπερδευτεί από την "ορμή" των σημερινών γυναικών και από τον βομβαρδισμό εικόνων και πληροφοριών που παρέχει το σύστημα. Όταν κυνηγούν, κυνηγούν τυφλά και ανασούμπαλα. Δε φλερτάρουν και, δε ξέρουν να φλερτάρουν. Μπερδεύονται από την "ορμή" των νέων γυναικών (και από τη δική τους) και αγνοούν/ξεχνάνε ότι τα κορίτσια/οι γυναίκες χρειάζονται ΠΑΝΤΑ ένα συνδυασμό τρυφερότητας, διαλόγου, κατανόησης, και μετά την ορμή. Στο τοπίο του σωματικού έρωτα βγαίνουν όλ΄αυτά γυμνά.
Όμως, όπως είπα, "ό,τι δε γνωρίζεις, δε σου λείπει". Έτζι, αυτό που προσφέρεται το θεωρούν ότι είναι ο μόνος τρόπος. Βέβαια, η αίσθηση της έλλειψης δε καθησυχάζει. Γιγαντώνεται, αν τύχει να συναντήσουν ένα διαφορετικό άντρα.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν δυό περιπτώσεις γύρω απ΄αυτο το θέμα:
Ο Παναής Αλτσίτζογλου, άντρας "παλιάς κοπής" όπως λένε σήμερα (και δε το λεν τυχαία), έχει μια ερωτική συμπεριφορά που η Νεφέλη, ένα νέο πλάσμα του σήμερα, την αγνοούσε ολότελα. Τη δοκιμάζει, εκπλήσσεται, κολλάει.
Η άλλη, διαφορετική, περίπτωση ξετυλίγεται στο διήγημα "Το Σουέζ ". Εκεί, υπάρχει ένας νέος άντρας, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σημερινός, που τα χάνει τελείως από τον τρόπο που τον τυλίγει "πακέτο" μια νέα γυναίκα, που επίσης θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σημερινή. Κάνει έρωτα μαζί του όπως εκείνη θέλει, τον "χρησιμοποιεί", θα λέγαμε.
Αυτό εννοώ. Ότι τα διηγήματα του βιβλίου είναι κι ενός είδους "εγχειρίδιο" αλλιώτικων συμπεριφορών.
—Σε τι θα διοχετεύσεις στο προσεχές μέλλον τη δημιουργικότητά σου;
Δε θα μπορέσω να ξέρω. O μισός μου εαυτός ΘΕΛΕΙ, ΕΧΕΙ, ΜΠΟΡΕΙ κι ο άλλος μισός ανασηκώνει τους ώμους, τα φρύδια και χαμογελάει, σφυρίζοντας αδιάφορα. Έτσι κι αλλιώς, πάντα “στην έπαρση της σημαίας χάζευα τα πουλιά, και στην υποστολή μασουλούσα βερύκοκα”(...)
—Πώς είναι η καθημερινότητά σου σήμερα;
Μια απόλυτη ηρεμία που κοχλάζει... Υπάρχουν τρεις "κοχλασμοί" την παρούσα στιγμή. Προσπαθώ να επικοινωνήσω ένα διαφορετικό "παιδικό" θεατρικό έργο που έγραψα και, ένα χορόδραμα - μόνο για κορίτσια - που λέγεται "Έδνα - στην κοιλιά της Μυθολογίας". Κι ακόμα, μια παράσταση Σύγχρονου Χορού που έχει τον τίτλο " η Ίχλη Πίχλη και τα Ψαλίδια" Δε πιστεύω ότι θα καταφέρω κάτι - δεν είναι απαισιοδοξία αυτό, είναι ρεαλισμός. Είναι και τα τρία αλλιώτικα και γι αυτό, νιώθω ότι στέκομαι μπροστά σ΄ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα και χτυπάω μ΄ένα φτερό για να μου ανοίξουν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το βιβλιαράκι "Το Σώμα Μετέωρο". Στη χώρα μας δε σημαίνει ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ αν προσπαθήσεις διαφορετικά, κάνοντας κάτι καλό. Σ΄όλες τις αγορές πρέπει να κινείσαι, να συναντάς κόσμο, να μιλάς, να σε γνωρίσουν. Η βασική διαφορά με μας είναι ότι, ακόμα κι αν κάνεις αυτά, δεν αρκεί. Η τρέχουσα "φυσιολογική" αντίδραση είναι η ζήλια και η αδιαφορία. Είπατε τίποτα;