Γεννήθηκα στην Κύπρο, στη Λεμεσό, σε ένα σπίτι δέκα λεπτά με τα πόδια από τη θάλασσα κι έζησα χωρίς φόβο, από μικρή ηλικία, στους δρόμους της γειτονιάς. Τελειώνοντας το σχολείο, στα 17, ήρθα στην Αθήνα γιατί είχα περάσει στη Νομική. Ταυτόχρονα πέρασα και στο Εθνικό. Ήταν άνιση η σύγκριση. Στη Νομική πέρασα πέντε μαθήματα και δεν ξαναπήγα –συνεχίστηκε η απογοήτευση της μέσης εκπαίδευσης και στην ανώτατη–, με κέρδισε το θέατρο. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο εκπαιδευτικοί, καθηγητές αγγλικών, και η αδελφή μου το ίδιο – είχαν μια παράδοση στη φιλολογική κατεύθυνση και αγάπη για το θέατρο. Δεν είχαμε και πολλές επιλογές στην Κύπρο, ό,τι γινόταν πάντως το βλέπαμε κι άρχισα να ανυπομονώ γι' αυτήν τη μία φορά στις 15 μέρες που θα παρακολουθούσαμε παράσταση. Σιγά-σιγά με ένοιαζε μόνο αυτό, να έρθει αυτή η Πέμπτη που θα πηγαίναμε στο θέατρο. Το Εθνικό ήρθε κάπως μαλακά και ως απόφαση και ως αποδοχή. Δεν έκανα κάποιου είδους εφηβική επανάσταση, δεν είπα «τα παρατάω όλα και θα κάνω αυτό». Ευτυχώς, δεν βρέθηκα πολλές φορές αντιμέτωπη με το ερώτημα αν κάνω λάθος.
• Η πρώτη μου παράσταση μετά τη σχολή ήταν οι Φοιτητές του Τσιάνου, ένα μιούζικαλ που είχε κάνει στο Ρεξ με νέους ηθοποιούς. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν πολύ ωραία, πολύ ανώδυνη, λίγο εορταστική. Μετά ήρθαν πιο δύσκολες συνεργασίες, με τον Λευτέρη τον Βογιατζή και με άλλους. Η συνεργασία μου με τον Λευτέρη ήταν από τις πιο καθοριστικές: με προσγείωσε σε κάτι που δεν ήταν μόνο πανηγύρι. Μετά δούλεψα με τον Μαστοράκη και με τον Μαυρίκιο, με τον Καραθάνο, με τη Λένα Κιτσοπούλου, με τον Δημήτρη Καραντζά, με τον Θωμά Μοσχόπουλο, με τον Γιάννη Μπέζο. Με τη Λένα έχουμε συνεργαστεί στον Διάκο, στον Ματωμένο Γάμο και στην Κοκκινοσκουφίτσα κι έχουμε κάτι πολύ κοινό: ενώ φαινομενικά μπορεί να πει κάποιος ότι δεν ταιριάζουμε και πολύ ως τρόπος ζωής, παρ' όλα αυτά τη νιώθω πάρα πολύ κοντά μου και είμαι πάντα ευτυχισμένη όταν είμαστε μαζί. Με έναν τρόπο νιώθω κι εγώ ότι δεν εκτελώ το όραμα κάποιου σκηνοθέτη που με φώναξε να κάνει αυτό που φαντάστηκε, αλλά ότι είμαι μέρος αυτής της δημιουργίας, είναι σαν να το φτιάχνουμε μαζί. Αυτό που λατρεύω στη Λένα είναι ότι παραδέχεται τη ρωγμή και την αδυναμία της. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν ο άλλος είναι ευάλωτος απέναντί σου, νιώθεις κι εσύ ελεύθερος να είσαι το ίδιο χάλια, να μην προσπαθείς να φτιασιδώνεσαι για να αποδείξεις ότι δεν είσαι.
Η επιτυχία έχει να κάνει με την ευτυχία. Επιτυχία για μένα είναι να μπορείς να κοιμάσαι το βράδυ και να ξυπνάς ήσυχος, χωρίς να τρώγεσαι, χωρίς θυμό και χωρίς πολλές ενοχές.
• Ο Λευτέρης Βογιατζής με έχει επηρεάσει πολύ. Νομίζω ότι όποιος συναντήθηκε μαζί του, για λίγο ή πολύ, έχει σημαδευτεί. Συνεργάστηκα μαζί του σε δυο δουλειές. Η πρώτη ήταν μόλις τελείωσα τη σχολή, στις Σχέσεις του κυρίου Πίτερς, ένα έργο του Άρθουρ Μίλερ. Ήμουν σε νεαρή ηλικία κι έλεγα: «Εντάξει, δεν μπορώ να τα κάνω αυτά που ζητάει, γιατί είμαι πολύ μικρή». Γνώρισα έναν άνθρωπο που είχε πιάσει την ουσία της τέχνης, αλλά με έναν τρόπο ακατόρθωτο. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, όταν ξανασυναντηθήκαμε αργότερα στο Εθνικό, όπου έκανε τον Πρίγκιπα του Χόμπουργκ, ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη και είπα: «Τώρα θα τα κάνω αυτά που ζητάει, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα κάνω». Δεν έγινε, όμως, ούτε τη δεύτερη φορά. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό που ζητούσε ήταν απόλυτο, ήταν μοναδικό, ήταν δύσκολο, αλλά ήταν και ακατόρθωτο. Δηλαδή είχε πιάσει την ουσία τού πώς πρέπει να είναι το θέατρο, αλλά με έναν τρόπο που δεν γίνεται, γιατί απαιτεί από εσένα να αλλάξεις τη ζωή σου. Απαιτεί μια αφοσίωση που δεν μπορούν να την καταφέρουν πολλοί. Και κάπως ησύχασα μετά. Είπα «δεν φταίω εγώ, απλώς δεν γίνεται». Κουβαλούσα δέκα χρόνια αυτή την ενοχή του «γιατί δεν τα κατάφερα», αλλά μετά, που πάλι δεν τα κατάφερα, ήμουνα πιο ήσυχη. Κι αυτό μάθημα ήταν. Μεγάλος για μένα είναι και ο Νίκος ο Μαστοράκης, γιατί έχει ένα γούστο, μια αισθητική, αλλά ταυτόχρονα και μια ελαφράδα που με ενδιαφέρει πολύ στο θέατρο. Μεγάλος είναι και ο Νίκος ο Καραθάνος, γιατί είναι ένας παραμυθάς που σε παίρνει από το χέρι και ξαφνικά νιώθεις ότι είσαι τριών χρονών και σου λέει «εγώ βάζω το μέσο, βάζω τη βάρκα, ετοιμάζω και το καλαθάκι για το πικνίκ, έρχεσαι;». Και πας. Μιλάει με έναν τρόπο ακατάληπτο, αλλά μαγικό, δεν ξέρεις πού πας, τι κάνεις, τι θα κάνεις στο τέλος, είναι σαν να έχεις ένα παιδί απέναντί σου που έχει το ακαταλόγιστο και γίνεσαι κι εσύ με έναν τρόπο παιδί, θες να το κάνεις, γουστάρεις, θέλεις να μπεις και ό,τι γίνει. Είναι σαν να πηγαίνει με το αμάξι και ας βαρέσει στον τοίχο. Κι αυτό είναι ωραίο.
• Είμαι περισσότερα χρόνια στην Αθήνα απ' όσα έχω ζήσει στην Κύπρο κι εδώ γνώρισα τους φίλους μου. Είναι άνθρωποι που γνώρισα μέσα από το θέατρο, μέσα από τις πρόβες, η Λένα, ο Γιάννης ο Κότσιφας, ο Χρήστος, έφτιαξα την οικογένειά μου μέσα από τους φίλους μου κι έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Είναι η οικογένειά μου, οι ψυχαναλυτές μου, όλα μαζί. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα πουν «τέλειωσε η πρόβα, πάω να πω κάτι άλλο να καθαρίσει το μυαλό, να ξεθολώσει». Μου αρέσει που είμαι με τους ίδιους ανθρώπους στη ζωή, στην πρόβα, μετά την πρόβα, με ξεκουράζει, μου δίνει δύναμη.
• Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα που είναι πολύ πιο δύσκολη για μένα λόγω των δύο παιδιών, και είναι μερικές στιγμές που λέω «άσ' το, κοπέλα μου, δεν συνδυάζονται με τίποτε αυτά τα δύο», έχω οχταπλάσια δύναμη από πριν. Μερικές μέρες απελπισίας, που ξέρω ότι η ώρα που θα είμαι στη δουλειά είναι η ώρα που θα είμαι στην πρόβα, δεν μπορώ να κάνω καμία προετοιμασία πριν και καμία δουλειά μετά, με κάνουν να συγκεντρώνομαι πάρα πολύ. Έχω βρει έναν τρόπο να είμαι πολύ καλύτερα, η δυσκολία της καθημερινότητας μου έχει δώσει μια δύναμη και μια αγάπη γι' αυτό που κάνω πολύ μεγαλύτερη από πριν. Το θέατρο το έχω εκτιμήσει και ως καταφύγιο και ως λύτρωση και ως φυγή από την πραγματικότητα της μιζέριας, της συνδιαλλαγής με το παράλογο.
• Μαζί με τις νίκες έχει και πολλές πτώσεις αυτό το επάγγελμα. Είναι δύσκολο να βρίσκεις πάντα τους τρόπους να εκπλήσσεις τον εαυτό σου και τους άλλους. Συνειδητοποιείς την ανεπάρκειά σου, την ασχήμια σου, τη μοναξιά σου. Είναι μια δουλειά που σε φέρνει συνέχεια μπροστά σε τοίχους. Ή τους δέχεσαι ή, καμιά φορά, τους σπας. Αλλά όλα αυτά εγγράφονται. Υπάρχει στενοχώρια μεγάλη, λύπη και απογοήτευση πολλές φορές. Υπάρχει και ένα «έχει νόημα όλο αυτό;» σε αυτήν τη ζωή και σ' αυτήν τη καθημερινότητα. Μερικές φορές φαίνεται και ως χόμπι, ως σπορ, λίγο αχρείαστο. Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι είναι πιο πολλές οι χαρές από τις λύπες που μου έχει δώσει.
• Όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, είχα τρελαθεί. Μου άρεσε η αναρχία, η βρομιά, το ότι ήταν το μόνο μέρος στην Ευρώπη όπου μπορούσες να ζήσεις και να καταστρέψεις, γιατί είναι μια κατεστραμμένη πόλη κι αυτό είχε μια γοητεία και μια τρέλα. Αυτό με τα χρόνια έχει αρχίσει να φθίνει και με κουράζει η ασχήμια, με κουράζει η αγένεια, η βρομιά, η έλλειψη γούστου. Όλα αυτά που όταν ήμουν 18 και 20 χρονών τα έβρισκα γοητευτικά, έχουν χάσει την αίγλη τους, δεν έχουν για μένα καμία γοητεία. Γι' αυτό και φύγαμε και από το κέντρο όπου ζούσαμε τόσα χρόνια. Η έννοια της γειτονιάς είναι ένα ψέμα, γιατί οι άνθρωποι δεν κοιτάζονται στα μάτια, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον δίπλα, αν δεν είναι δικός τους άνθρωπος. Ίσως αυτά υπήρχαν πάντα, αλλά μικρότερη δεν τους έδινα σημασία και μεγαλώνοντας δεν τα αντέχω. Μου τη σπάει και αυτή η περιφερόμενη θλίψη, η μιζέρια, η αγένεια, ο μαζεμένος θυμός που ξεσπάει σε πράγματα ασήμαντα, όπως η κίνηση στους δρόμους, ο τρόπος που σε βρίζουν με ελάχιστη αφορμή, η έλλειψη υπομονής, η ασχήμια στο κέντρο, ο φόβος τού να μη μπορείς να περπατήσεις ήσυχα τα βράδια, η δηθενιά, η φτήνια, ο αυταρχισμός, η αυτοαναφορικότητα – που τη συναντώ πολύ λόγω δουλειάς.
• Πριν κάνω παιδιά, δεν είχα φόβους για τίποτα. Τώρα, για κάποιον λόγο –μπορεί να μην είναι μόνο τα παιδιά, μπορεί να είναι θέμα ηλικίας–, υπάρχει μεγάλη φοβία. Για την αρρώστια, τον θάνατο, τη μοναξιά, το γήρας. Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με τα παιδιά. Θέλεις να καταφέρεις να είσαι όσο το δυνατόν πιο υγιής και πιο καλά σωματικά και ψυχικά, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα και όχι μόνο για σένα αλλά και για κάποιους άλλους πλέον. Είναι τέτοια η φύση της δουλειάς μου που θέλει μια συγκέντρωση και μια αφοσίωση που για κάποιον λόγο δεν χωράει τίποτε άλλο σ' αυτό. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν είχαν παιδιά. Απ' την άλλη, από τότε που έκανα τα παιδιά, νιώθω ότι έχω μια πιο συγκεκριμένη υπόσταση στη τέχνη. Και νιώθω ότι είμαι και πιο καλή στη δουλειά μου, ότι πιο πολλές θυσίες είναι αναγκασμένα να κάνουν αυτά παρά εμείς. Ωστόσο, πάντα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι όταν οι γονείς είναι χωρίς απωθημένα και κάνουν αυτό που θέλουν, μεγαλώνουν και τα παιδιά καλύτερα.
• Δεν ξέρω αν η τέχνη μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Μπορεί να σε μετακινήσει για λίγο, αλλά δεν ξέρω πόσο διαρκεί αυτό. Και δεν ξέρω αν η επαναφορά είναι καλύτερη ή χειρότερη.
• Η επιτυχία έχει να κάνει με την ευτυχία. Επιτυχία για μένα είναι να μπορείς να κοιμάσαι το βράδυ και να ξυπνάς ήσυχος, χωρίς να τρώγεσαι, χωρίς θυμό και χωρίς πολλές ενοχές.
• Έχω περάσει πολλές περιόδους της ζωής μου κυνηγώντας την ευτυχία μέχρι να καταλήξω ότι δεν υπάρχει με την έννοια τη μεταγραφική, μιας απόλυτης ευτυχίας. Αν ησυχάσεις με αυτό, με την επιθυμία για την κατάκτησή της, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να τη βρεις ούτε στα μικρά ούτε στα μεγάλα. Κάτι είναι κι αυτό, το να σταματήσεις να την επιζητάς.
• Ο έρωτας μου συνέβη, κι αυτός, πολύ νωρίς κι έχει περάσει από πολλά, από σαράντα κύματα, αλλά ακόμα τον εμπιστεύομαι γιατί μετά από τόσα χρόνια είναι το απόλυτο, το μόνο στο οποίο πάντα επιστρέφουμε. Γι' αυτό κάνουμε θέατρο, γι' αυτό κάνουμε παιδιά. Αναζητάς να βρεθείς σ' αυτήν τη δίνη. Και δεν μιλάω μόνο για την πρώτη φάση του έρωτα, εννοώ τη δίνη που μεταλλάσσεται μεν, αλλά υπάρχει. Γι' αυτή ζούμε.
• Οι Τυραννόσαυροι REX είναι τρεις ιστορίες ανθρώπινης συναισθηματικής ανημπόριας, παραπληγίας και μοναξιάς. Με έναν τρόπο είναι σαν ταινία του Jodorowsky, με εικόνες λίγο πιο υποσυνείδητα βγαλμένες. Είναι ένα έργο της Λένας που περιστρέφεται γύρω από μια βαθύτατη απελπισία. Και πάλι όμως αποζητάει κάτι άλλο, έστω μια στιγμή έρωτα, μούρλιας, κάτι να σε σηκώσει λίγο από αυτό το τέλμα, απ' αυτή την ανθρωποφαγία. Κινείται στην ίδια θεματική, αλλά, κατά τη γνώμη μου, με έναν τρόπο λίγο πιο ποιητικό.
Μεγαλώνοντας, έχω σταματήσει να αναζητώ την απόλυτη ευτυχία. Έχω μάθει, ότι καμιά φορά, αν συμβιβαστείς, γλιτώνεις από μπελάδες. Ότι δεν είναι κακό να ζηλεύεις κάτι που δεν έχεις ή να παραδέχεσαι ότι έχεις αποτύχει. Ότι με όλα τα στραπάτσα σου μπορεί να είσαι καλά στο τέλος της μέρας. Μπορεί να μην κατάφερες να κάνεις όλα αυτά που ονειρεύτηκες ή όλα αυτά που ονειρεύτηκες τελικά να μην ήταν όπως τα φαντάστηκες, παρ' όλα αυτά να μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Και να μη περιμένεις και πολλά.