Γεννήθηκα το 1985 στην oδό Ζήνωνος. Εκεί μεγάλωσα, Ζήνωνος 14. Ομόνοια, κέντρο, άλλη πόλη τότε. Μετά μετακομίσαμε στον Κεραμεικό, στη Σαλαμίνος, όπου είχε χτίσει ο παππούς μου μια πολυκατοικία – ήταν ράφτης κι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι που δούλευαν έβγαζαν χρήματα. Μεγάλωνα στον Κεραμεικό, στο Μεταξουργείο, αλλά σχολείο πήγα στο Μοσχάτο, σε ιδιωτικό. Οπότε, το πρωί ήμουν στο σχολείο με κάποιους ανθρώπους και από το μεσημέρι και μετά ήμουν με κάποιους άλλους, σε εντελώς διαφορετική φάση. Ήταν ωραίο το κοντράστ: όλη μου η παιδική και εφηβική ηλικία είναι χωρισμένη στα δύο, οπότε μπήκα κι εγώ σε μια διαδικασία role playing για να μάθω να ελίσσομαι.
- Μικρός έπαιζα πολλή μπάλα, μου άρεσε και ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Κάποια στιγμή έλεγα ότι θα γίνω γιατρός, γιατί είχε σπουδάσει και ο μπαμπάς μου γιατρός κι είχα αυτό το πρότυπο, παρόλο που δεν άσκησε ποτέ την Ιατρική. Τελείωσε τη σχολή και, πριν πάρει την ειδικότητα, για δικούς του λόγους, τα παράτησε και πήγε στη δουλειά του παππού μου, που ήταν ράφτης. Είχαν ένα εργαστήριο στη Σωκράτους, δίπλα στη Ζήνωνος, οικογενειακή επιχείρηση. Μετά τσακώθηκαν τ' αδέρφια και οι γονείς μου άρχισαν να φτιάχνουν υφάσματα, παρήγαν τα τόπια. Ο πατέρας μου ακόμα πηγαίνει στη δουλειά, αλλά έζησαν αυτό που έζησαν όλοι οι άνθρωποι με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: έβγαλαν κάποια χρήματα και μετά τα έχασαν ξαφνικά, άρχισαν οι εισαγωγές και η κρίση...
- Στο θέατρο βρέθηκα πολύ απλά, δεν έγινε κάτι φοβερό. Κάναμε κάποιες παραστάσεις ερασιτεχνικά με έναν καθηγητή μας στο σχολείο, έναν φιλόλογο. Μου άρεσαν, αλλά δεν ξέρω αν με επηρέασαν. Μετά μπήκα σε όλη αυτήν τη φάση της εφηβείας και χάθηκα λίγο μέσα από μελαγχολίες και στενοχώριες – είχα τότε διάφορα θέματα, ούτε ήξερα τι ήθελα να κάνω. Μου άρεσε να παίζω μπάλα, αλλά δεν μπορούσα να γίνω ποδοσφαιριστής. Το κατάλαβα και έδωσα Πανελλαδικές. Δεν πέρασα πουθενά, μετά ξαναέδωσα για να έχω έναν χρόνο μπροστά μου, και καλά, για να σκεφτώ τι θα κάνω... Βέβαια, τα δύο αυτά χρόνια ήταν τα πιο ελεύθερα της ζωής μου, γιατί έκανα μόνο φροντιστήριο – και τις πιο πολλές φορές δεν πήγαινα καν. Διάβασα ένα σωρό βιβλία, άκουσα ωραίες μουσικές, ασχολήθηκα κάπως με την τέχνη. Το 2004 ένας φίλος μου άρχισε να πηγαίνει σε δραματική σχολή, του είπα «θα έρθω κι εγώ» και κάπως έτσι ξεκίνησα. Είχα ανάγκη να αγκιστρωθώ κάπου, κάπως. Έμεινα εκεί ένα εξάμηνο και μετά έδωσα στο Θέατρο Τέχνης.
Νιώθω ότι οι άνθρωποι ζούμε αγκαλιά με τη φωτοτυπία μας και αυτό με τρομάζει, γιατί είμαι κι εγώ θύμα αυτής της κατάστασης και προσπαθώ να το παλεύω κάθε μέρα. Είναι πολύ εύκολο να σου δείξω πού είμαι, αλλά γιατί να σου δείξω πού είμαι; Άρα είμαι βαθιά μόνος μου και θέλω να πω σε κάποιον ότι είμαι εδώ.
- Η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξα ως φοιτητής της σχολής, το καλοκαίρι του πρώτου έτους, ήταν το Όνειρο θερινής νύχτας που ανέβασε ο Νίκος Μαστοράκης στη Μικρή Επίδαυρο. Έκανα τον Λύσανδρο, έναν μεγάλο ρόλο για πρωτοετή φοιτητή, και μπήκα κατευθείαν σε βαθιά νερά. Αυτό με απενοχοποίησε πολύ γρήγορα και η επαφή με τον Νίκο, ειδικά σε αυτή την ηλικία, με βοήθησε να απεμπλακώ από σύνδρομα που σε πιάνουν στις σχολές. Είναι ένας άνθρωπος κανονικός, ελεύθερος, που ξέρει πολύ καλά από θέατρο. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία και ήταν και πολύ ωραία παράσταση. Τα ζευγάρια ήμασταν όλοι νέα παιδιά.
- Μετά με πήρε η Μαριάννα η Κάλμπαρη στις Τρεις Αδελφές που ανέβασε όταν ήμουν στο τρίτο έτος, έκανα τον Σολιόνι, και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έπαιξα στον χορό των Βατράχων που έκανε στην Επίδαυρο ο Δημήτρης Λιγνάδης. Όταν μπαίνεις στη δουλειά, αρχίζεις σιγά-σιγά να ψάχνεις το στίγμα σου, ποιος είσαι, τι θέλεις, πού θέλεις να είσαι, κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ, φυσικά. Δεν πιστεύω στην τύχη σε αυτό το επάγγελμα. Από ένα σημείο και μετά θεωρώ ότι πρέπει να δουλέψεις και να είσαι παρών γενικότερα στα πράγματα – ωστόσο τότε η σπρωξιά από τον Νίκο ήταν καθοριστική. Το να δουλέψεις, ενώ είσαι ακόμα στη σχολή, κατευθείαν με κάποιον σκηνοθέτη, και μάλιστα με κάποιον σαν τον Νίκο, σε βάζει κατευθείαν στον κώδικα της δουλειάς και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά από αυτά που έχεις μάθει.
- Αλλάζουν τα πράγματα όσο περνάει ο καιρός, αλλά δεν ξέρω αν γίνεται πιο εύκολος ή πιο δύσκολος ο τρόπος που αντιμετωπίζεις κάποιον ρόλο. Όταν ξεκινάς, έχεις θράσος και άγνοια κινδύνου, στοιχεία που δεν πρέπει να τα χάσεις ποτέ αν θέλεις να κρατήσεις κάτι από τη φρεσκάδα σου. Έχω όμως την αίσθηση ότι πολλά πράγματα μας τα «φοράνε» οι εξωτερικοί παράγοντες, τους οποίους δεν γίνεται να μην λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί σε μια πόλη ζεις, μικρή κιόλας, όπου όλοι γνωριζόμαστε. Εξαρτάται από το αν θέλεις να μπεις σε αυτό το παιχνίδι. Μπορεί να μπεις και να μην το πάρεις χαμπάρι. Το θέμα είναι να αντιληφθείς ότι είσαι εκεί μέσα, να ξέρεις τι θέλεις ή δεν θέλεις να αποδείξεις, αν σε ενδιαφέρει να μπεις στο τριπάκι του πρωταθλητισμού. Δεν είναι πρωταθλητισμός για μένα το θέατρο, δεν θέλω να γίνω καλύτερος από κάποιον άλλο. Δεν είμαι καλύτερος από κάποιον, γιατί δεν υπάρχει «καλύτερος». Ό,τι κάνεις, το κάνεις για σένα. Ακόμα και όταν πήρα το βραβείο, δεν σκεφτόμουν ότι είμαι καλύτερος από τους άλλους υποψηφίους. Σκεφτόμουν ότι εκείνη τη χρονική περίοδο, τη συγκεκριμένη παράσταση στην οποία έπαιζα και τη δική μου ερμηνεία έτυχε κάποιοι άνθρωποι να τις εκτιμήσουν και να μου δώσουν το βραβείο. Δεν άλλαξαν και πολλά, συνεχίζω να δουλεύω με αυτούς που θέλω και δεν μου έχει στρίψει καμία βίδα για να το παίξω «ιστορία».
- Ένα βραβείο, εκτός από αυτό που σημαίνει πρακτικά –3.000 ευρώ, τα οποία είναι ένα «μαξιλαράκι–, είναι και μια προσωπική ικανοποίηση. Πήρα μια χαρά –γιατί δεν χαιρόμαστε οι άνθρωποι, ντρεπόμαστε–, χάρηκαν οι άνθρωποί μου, αλλά από κει και πέρα είναι κι ένα βάρος. Κρίνεσαι πιο αυστηρά και όλοι σε περιμένουν στη γωνία: για να δούμε, τώρα, εσύ που το πήρες τι θα κάνεις, ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σου, πώς θα είναι η αμέσως επόμενη παράστασή σου; Και φυσικά, μετά από λίγο καιρό δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το ξεχνούν όλοι. Οι ηθοποιοί είμαστε νάρκισσοι, αλλά κυρίως παλεύουμε με αυτό, το να μην είμαστε, γιατί δεν γίνεται να πηγαίνεις βόλτα με τον ναρκισσισμό σου σε αυτήν τη δουλειά, δεν έχει νόημα, κάτσε σπίτι σου, να κάνεις γκριμάτσες στον καθρέφτη σου.
- Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι ασχολούνται πιο πολύ με τον απέναντί τους, παρά με τον εαυτό τους, κι αυτό φαίνεται παντού, σε όλες τις δουλειές, σε όλα τα sites γίνεται μακελειό με το παραμικρό και την τρίχα την κάνουν τριχιά. Δεν υπάρχει μια τάση ενδοσκόπησης και εσωτερικής αναζήτησης, οπότε θα στραφώ απέναντί σου και θα είμαι κυρίως κακός, καλοσύνη δεν υπάρχει πλέον. Πιο εύκολα ο άλλος θα σου ορμήσει, παρά θα σε χαϊδέψει ή θα σου πει «μπράβο» και σε αναγκάζει να πάρεις θέση απέναντι σε αυτό. Οι άνθρωποι έχουν γίνει πλέον πιο στρυφνοί, κακοί, είναι σαν ασπόνδυλα, ειδικά στο Internet. Μπαίνω και χαζεύω τα σχόλια των άλλων και βλέπω συνειδήσεις διαλυμένες, οι άνθρωποι υποκρίνονται ευθέως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι καν ο εαυτός τους, είναι το κίβδηλο αποτύπωμα του εαυτού τους, η αναπαράσταση ενός ωραίου εαυτού. Και το κάνει και ο ένας αυτό και ο άλλος, και συνεννοούμαστε μια χαρά. Αυτό όμως δεν είναι επικοινωνία. Γι' αυτό έκλεισα το Facebook, κάποια στιγμή ταράχτηκα. Με τρελαίνει που στα posts και στα σχόλια γίνεται οχετός, λες και οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να βρουν μια χέστρα και να πετάνε όλη τους τη βλακεία εκεί μέσα. Νομίζουν ότι αυτό που δεν έκαναν και δεν μπορούν να κάνουν μπορεί να το κάνει το άβατάρ τους και να έχουν αποδοχή από ανθρώπους που δεν θα είχαν ποτέ στην πραγματική ζωή. Βλέπουν το Facebook ως μια ευκαιρία για παράλληλη ζωή. Η ανάγκη να μιλάς τόσο πολύ έχει να κάνει με μια τεράστια μοναξιά, τίποτε άλλο. Κι ανάγκη για επαφή, επικοινωνία. Αυτό είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει. Έχω μόνο Instagram, αλλά κι αυτό, παρόλο που είναι πιο αθώο, αρχίζει να εκφυλίζεται. Γενικά, με όλα αυτά νιώθω ότι οι άνθρωποι ζούμε αγκαλιά με τη φωτοτυπία μας και αυτό με τρομάζει, γιατί είμαι κι εγώ θύμα αυτής της κατάστασης και προσπαθώ να το παλεύω κάθε μέρα. Είναι πολύ εύκολο να σου δείξω πού είμαι, αλλά γιατί να σου δείξω πού είμαι; Άρα είμαι βαθιά μόνος μου και θέλω να πω σε κάποιον ότι είμαι εδώ. Είναι φυσιολογικό κατά μία έννοια, γιατί όλοι μόνοι τους αισθάνονται, αλλά χρειάζεται και μια αντίσταση. Ώρες-ώρες νιώθω ότι έχεις τον διάολο δίπλα σου, που σε τσιγκλάει...
- Το γεγονός ότι κάνω θέατρο με παρηγορεί κάπως και με εξιτάρει και χαίρομαι που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έρχονται στην παράσταση και δεν τραβάνε φωτογραφίες. Γιατί το έχω δει κι αυτό, να είναι έξω από μια παράσταση στο Εθνικό ή στη Στέγη που είναι hit και να τραβάνε selfie για να πουν «ήρθα, ήρθα στο hype». Υπάρχει και αυτό το κομμάτι, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που έρχονται για να δουν θέατρο επειδή γουστάρουν, με τους οποίους συνεννοείσαι και επικοινωνείς. Το θέατρο είναι κάπως σαν αντίβαρο στον ψηφιακό κόσμο, δείχνεις ότι έχεις την ανάγκη να δεις τον άλλο real, να με δει ο θεατής και να τον δω κι εγώ από τη σκηνή, να μη βλεπόμαστε μόνο μέσα από το Facebook ή απ' το Twitter. Νιώθω ότι επικοινωνήσαμε, παρόλο δεν μου μιλάει ο κόσμος μετά τις παραστάσεις. Μπορεί και να το προκαλώ κι εγώ αυτό, δεν ξέρω, αλλά γυρίζουν όλοι πάλι στη μοναξιά τους για να μιλήσουν στο messenger. Μετά νιώθεις λίγο βλάκας που το ζητάς με έναν τρόπο. Δεν ζητάς τα συγχαρητήρια, ζητάς τη διάδραση, να φανεί ότι κάτι συνέβη.
- Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με το θέατρο είναι μάλλον ότι όλο αυτό που κάνω σε σχέση με αυτήν τη δουλειά έχει ανοίξει κάποιες πόρτες του εαυτού μου. Από παιδί είχα την αίσθηση ότι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος, απλώς η ενασχόλησή μου με το θέατρο όξυνε αυτή την αίσθηση, την «προπόνησε». Δεν με έκανε πιο ευαίσθητο, απλώς μου επέτρεψε να έχω ευαισθησίες, να ακούω το ένστικτό μου και μου έμαθε ότι δεν είναι κακό να κάνεις λάθος. Τη φοβόμουν πολύ την ευαισθησία ως παιδί, το θέατρο μου είπε ότι δεν είναι κάτι κακό. Δεν έχω τραμπουκιστεί, δεν μου έχει πει κανείς «μην αισθάνεσαι», αλλά η γενιά μου έχει μεγαλώσει με την προτροπή να μπούμε στο Πολυτεχνείο για γίνουμε μηχανικοί, μηχανολόγοι, ηλεκτρονικοί και προγραμματιστές. Οποιαδήποτε μορφή ευαισθησίας ήταν ντροπή, η εποχή σού έλεγε «πήγαινε εκεί να βγάλεις λεφτά». Το θέατρο μου το απάλυνε λίγο όλο αυτό.
- Για μεγάλο διάστημα παραήμουν κοινωνικός – είναι ένα πράγμα που δεν το θέλω πια στη ζωή μου, θέλω λίγα και καλά. Με έχει πιάσει όμως μια κλεισούρα αυτό τον καιρό. Όχι με την έννοια την απομόνωσης, αλλά της πιο ουσιαστικής επικοινωνίας. Βεβαίως και είναι εσωτερικό ταξίδι οτιδήποτε καλλιτεχνικό κάνεις, αλλά πρέπει να το μοιραστείς με κάποιον, αλλιώς είναι ένα πράγμα πολύ ναρκισσιστικό. Μου αρέσει πλέον να κάθομαι μόνος μου, παλιά φοβόμουν πολύ. Μπορεί να ήμουν μόνος μου και να έτρωγα φρίκη, τόσο πολύ. Φοβόμουν εμένα, τώρα δεν με φοβάμαι, με αγάπησα. Όλα τα πράγματα τα βλέπω σαν σταυροδρόμια, κάτι θα πάρεις και κάτι θα αφήσεις πίσω σου. Κάτι άφησα κι εγώ πίσω. Ας πούμε ότι έχω ζήσει λίγο περισσότερους θανάτους απ' ό,τι μπορώ να αντέξω. Η απώλεια της μάνας μου με ρήμαξε. Έχω γίνει πιο κλειστός, γιατί μάλλον είμαι λίγο ρημαγμένος αυτή την εποχή και θέλω να είμαι με ανθρώπους που καταλαβαίνουν τι μου συμβαίνει ακόμα και αν δεν το «μιλάω». Γιατί δεν το «μιλάω».
- Με φοβίζει η ώρα που θα χάσω κι άλλους αγαπημένους μου ανθρώπους. Ξέρω ότι είναι τετελεσμένο, αλλά όταν έρχεται αυτή στιγμή είναι ανυπόφορη. Δεν φοβάμαι να πεθάνω εγώ πλέον, παλιά το φοβόμουν, και το προκαλούσα κιόλας, είχα τάσεις αυτοκαταστροφής, αλλά μου πέρασε. Δεν με νοιάζει να μείνω χωρίς φράγκα, χέστηκα, φοβάμαι να μη χάσω ανθρώπους που αγαπάω. Είναι αυτή η στιγμή που θα συμβεί μη αναστρέψιμο, θα φύγεις, θα φύγει ο πατέρας, η μητέρα σου, που δεν τη θέλεις, αλλά που δεν μπορείς και να την αποφύγεις. Το περίεργο είναι ότι όλοι ζούμε λες και δεν πρόκειται να επέλθει κάποια στιγμή το μοιραίο, λες και δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Μέχρι να έρθει η ζωή και να σου πει «φίλε, είσαι πιο θνητός από ένα ποτήρι, αυτό μπορεί να κρατήσει πιο πολλά χρόνια από εσένα». Η απώλεια είναι το πιο επώδυνο, το πιο φρικτό, το πιο ακραίο και το πιο κοινό που μπορεί να σου συμβεί, παρ' όλα αυτά, ω του θαύματος, η ζωή συνεχίζεται, o οργανισμός βρίσκει αντίδοτο και προχωράς. Και προχωράς κουβαλώντας τους ανθρώπους μέσα σου. Είσαι οι άνθρωποι που έχεις χάσει. Διακρίνω έντονα πλέον ότι έχω γίνει η μάνα μου, αυτό που ήταν το πιο κοινό πράγμα του κόσμου τώρα είναι μνήμη – μέσα από τη μνήμη σου ξαναγεννιούνται.
- Με ενοχλεί η χυδαιότητα, δεν μπορώ να ακούω ανθρώπους να μιλάνε άσχημα, παθαίνω μια αποστροφή. Έχω την αίσθηση από παιδί ότι ο άλλος φαίνεται αμέσως ποιος είναι από τον τρόπο που σε κοιτάει, από τα μάτια του, από τον τρόπο που θα σε χαιρετήσει, από τον τρόπο που θα σε αγγίξει, φαίνονται και τα κόμπλεξ του και οι αδυναμίες του. Με ενοχλεί όταν θωρακίζεις τόσο τον εαυτό σου ώστε να φαίνεσαι αδιάβροχος. Αυτό μάλλον μού ταράζει την αισθητική. Η ανάγκη να είναι όλοι αδιάβροχοι και αδιαπέραστοι. Με ενοχλεί το ψέμα και η βρόμα, να βλέπω τους δρόμους τίγκα στο σκουπίδι.
- Παλιότερα ήμουν σκύλος κανονικός, κοπρόσκυλο, γύριζα όλη την Αθήνα και μόνος μου και με φίλους. Τώρα τελευταία ψάχνω αφορμές για να φεύγω. Έχω πάρει ένα τζιπ μαζί με τον κολλητό μου, επειδή είναι πολλά τα τέλη και τα σέρβις, και ψάχνουμε αφορμή για βόλτες. Μου αρέσει να παίρνω το κορίτσι μου και να φεύγουμε.
- Τα Κύματα είναι μια πολύ ωραία παράσταση που έγινε στη Στέγη από τον Δημήτρη Καραντζά και όλους τους υπόλοιπους συντελεστές. Πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο, έναν ύμνο στη φιλία και στις ζωές των ανθρώπων. Θα ξαναπαιχτεί και μόνο χαρούμενος είμαι γι' αυτό – δεν είχε κάνει τον κύκλο της και με το που τελείωσε, θέλαμε να την ξανακάνουμε. Είναι έξι φίλοι, τρία αγόρια, τρία κορίτσια, κι εγώ παίζω ένα από αυτά τα παιδιά. Τον Μπέρναρντ. Ο Μπέρναρντ είναι ο παρατηρητής. Όλους αυτούς, από την ανατολή μέχρι τη δύση της ζωής τους, τους δένει κάτι που έγινε όταν ήταν σε νηπιακή ηλικία,. Είναι ένα φιλί που έδωσε κάποια σε κάποιον, κάποια που το είδε έπαθε κάτι, αυτός που κάνω εγώ είδε αυτή που έπαθε κάτι και όλοι έχουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι σε ένα περιστατικό, η οποία εγγράφεται στη μνήμη τους και τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή. Οι έξι αυτοί άνθρωποι είναι σαν ένας, η Γουλφ, είναι έξι πτυχές της. Υπάρχει η συγγραφική της δύναμη, η ερωτική της δύναμη, η παρατηρητική της δύναμη, είναι κάτι πολύ βαθύ και ωραίο.
- Βλέπω ηθοποιούς που στη ζωή τους είναι πολύ πιο καλοί απ' ό,τι πάνω στη σκηνή. Είναι πολύ πιο καλοί ηθοποιοί πριν ανέβουν στη σκηνή παρά εκεί πάνω. Τα εκφραστικά τους μέσα είναι μια χαρά, η φωνή τους, η φαντασία τους, και εκεί πάνω δεν είναι καλοί επειδή κάποιος τους έχει διδάξει τον λάθος τρόπο. Σου έχουν φορτώσει πράγματα και μετά πρέπει να τα βγάλεις από πάνω σου, γιατί έχεις ένα μπουμπούκι μέσα σου που πρέπει να φανερώσεις, γι' αυτό παίζεις, γι' αυτό σε διαλέξανε. Μιμείσαι και χάνεις τη μοναδικότητά σου. Καθένας μας είναι μοναδικός και είναι σημαντικό να το περάσεις αυτό και μέσα από τον τρόπο που δουλεύεις. Δεν εννοώ την αναζήτηση νέας φόρμας αλλά το να καταφέρεις να κωδικοποιήσεις πραγματικά αυτό που αισθάνεσαι ότι είσαι και όλο αυτό να πάρει μια υπόσταση καλλιτεχνική. Είναι ένα άλμα το οποίο κάποιοι δεν το καταφέρνουν ποτέ. Όταν συμβαίνει, δεν σε νοιάζει τίποτα.
- Όταν ήμουν έφηβος, σνόμπαρα λίγο αυτά που ζούσα, περιμένοντας αυτό που θα έρθει. Υποτιμούσα τις καταστάσεις, τους ανθρώπους, τους δεσμούς. Αν μου αρέσει κάτι αυτή την περίοδο, είναι να ζω αυτό που είναι τώρα εδώ. Είναι φοβερό να περνάς τη μισή σου ζωή περιμένοντας κάτι που θα έρθει και την άλλη μισή να λυπάσαι επειδή το άφησες πίσω. Με έναν τρόπο θέλω να απολαμβάνω αυτό που συμβαίνει, είτε είναι καλό είτε είναι κακό. Είναι ανώφελο να ζούμε για το μετά. Η ζωή με έχει μάθει ότι τελειώνει. Ότι δεν είμαι αθάνατος.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO