Βάλτε πλώρη, λοιπόν, εμπρός για την Πατρίδα σας! Για την Αγία και καταραμένη Πατρίδα σας! Βάλτε πλώρη για το Σκοτεινό Άγιο Τέρας σας που στους αιώνας των αιώνων ψοφά και δεν λέει να ψοφήσει! Βάλτε πλώρη για την αγία σας απάτη, την καταραμένη από τη φύση όλη, που στους αιώνες των αιώνων είναι έτοιμη να γεννηθεί και στους αιώνες των αιώνων παραμένει νεογέννητη. Βάλτε πλώρη, εμπρός, που ούτε να ζήσετε θα σας αφήσει ούτε να πεθάνετε, που στους αιώνες των αιώνων θα σας κρατά μετέωρους ανάμεσα στο Είναι και στο Μη Είναι! Βάλτε πλώρη για τις Σαλή, για την παράφρονά σας που η παραφροσύνη της στους αιώνες των αιώνων θα σας βασανίζει, εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας καταδικάζει και θα σας δολοφονεί μέσα στην αγωνία της, μέσω της αγωνίας της».
Στη σκηνή του Ρεξ οι ηθοποιοί βγαίνουν πιασμένοι χέρι-χέρι, κινούνται ρυθμικά σε «τρενάκι» και τραγουδούν συνοδευόμενοι ζωντανά από μια ορχήστρα που παίζει καταπληκτικά κάτι που θυμίζει «κλέφτικο swing»: «Θα κάνει ντου η μαϊμού από το Κατμαντού». Η αρχή της Οπερέττας, του παραληρηματικού έργου του Βίτολντ Μάριαν Γκομπρόβιτς που σκηνοθετεί ο Νίκος Καραθάνος, είναι εντυπωσιακή και ξεκαρδιστική. Ο βαρόνος Φιρουλέ (Μιχάλης Σαράντης) και ο κόμης Αρισταίος (Χάρης Φραγκούλης) μοιάζουν με καρικατούρες προσώπων της άρχουσας τάξης, με λεπτεπίλεπτους τρόπους, επιτηδευμένους σε βαθμό γελοιότητας. «Κάνουμε ένα δίδυμο ουσιαστικά» λέει ο Μιχάλης (ο μόνος από τους ηθοποιούς που κατεβαίνει από τη σκηνή πού και πού, γιατί τον πονάει ο φρονιμίτης), «κι ο καθένας μας δεν είναι η άλλη όψη του νομίσματος, είναι το ίδιο νόμισμα ακριβώς, αυτό που κάνουμε είναι με έναν τρόπο η διάθλαση του ίδιου ατόμου. Και το έργο έχει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι σαν τις τελευταίες μέρες του κόσμου. Είναι πολλοί διαφορετικοί ρόλοι που λένε μια ιστορία πολύ απλή, ενώ ταυτόχρονα συμβαίνει αυτό με τη συντέλεια. Δεν έχω ξανακάνει τέτοιο θέατρο (του παραλόγου), όλα όμως τα έργα που έχω παίξει έχουν μια κουφαμάρα. Είναι μια οπερέτα, μια απλή ιστοριούλα με τραγουδάκια και χορωδίες, αλλά όλα αυτά είναι η επίφαση, από κάτω γίνεται χαμός και για μας στη σκηνή και για το κοινό –ελπίζω, δηλαδή, να βγαίνει αυτό».
«Είναι κουνημένο το έργο, πολύ, αλλά ωραία κουνημένο, κι άμα ρωτήσεις όλον το θίασο νομίζω θα σου πουν άλλα πράγματα, τι "διαβάζει" ο καθένας και πώς το αντιλαμβάνεται» — Mιχάλης Σαράντης
«Υπάρχει μια φράση μέσα στο έργο, "τι ωσαννά είναι αυτό που μας βρήκε!", που τα εξηγεί όλα» λέει ο Νίκος Καραθάνος. «Είναι ένα πικρό πράγμα, ανατρεπτικό, παράλογο, ένα τσίρκο, ένας ρομαντισμός, ένα τέλος, μια βόμβα, έχει τα πάντα μέσα. Δεν ξέρω αν είναι καν θέατρο. Δεν ξέρω τι είναι. Το μισούσε και λίγο το θέατρο ο Γκομπρόβιτς. Ο άνθρωπος ήταν μόνος του, εξόριστος στην Αργεντινή από την πατρίδα του την Πολωνία, και δεν ήθελε να γυρίσει. Έμεινε εκεί για χρόνια βουτηγμένος μες στη μοναξιά, ανάμεσα στο '50 και στο '67, μια περίεργη περίπτωση ενός μυαλού φλεγόμενου που παγώνει κιόλας, ένας κυνικός άνθρωπος, που λάτρευε τα νιάτα πολύ. Και τα γυμνά νιάτα. Και μισούσε τα ρούχα. Έλεγε "αφού στο σπίτι μας πάμε κι είμαστε δυστυχισμένοι, έχουμε μια μάσκα κι ένα πρόσωπο, ένας δρόμος υπάρχει, προς τα πίσω, στην ανωριμότητα". Κι ήθελε να αλλάξει δέρμα, να ξεράσει τον εαυτό του. Το λέει κι ένας ήρωάς του αυτό: "Ένας εμετός για όλα όσα ζούμε". Ακόμα και τις λέξεις μισούσε. Κάποια στιγμή λέει "όταν τα ανθρώπινα πράγματα δεν χωράνε μέσα σε λέξεις, η γλώσσα σπάει". Είχε πάει κάποτε στο Βερολίνο για να δώσει μια διάλεξη και μίλησε "λαμ λαμ λαμ λαμ λαμ...", τελείως ασυνάρτητα. Η παράσταση που κάνουμε δεν ξέρω αν είναι ωραία, δεν ξέρω αν βρίσκεις άκρη, δεν ξέρω αν είναι ακατάληπτη ή αν την καταλαβαίνεις, αλλά θέλω στο τέλος να μας κάνει να θέλουμε να δώσουμε μια κλοτσιά. Προορισμός μας είναι 3.000 χρόνια μπροστά ή 200.000 χρόνια πίσω. Είναι ένα αλληλούια».
«Είναι κουνημένο το έργο, πολύ, αλλά ωραία κουνημένο, κι άμα ρωτήσεις όλον το θίασο νομίζω θα σου πουν άλλα πράγματα, τι "διαβάζει" ο καθένας και πώς το αντιλαμβάνεται» προσθέτει ο Μιχάλης. «Εγώ θέλω να το βλέπω πιο ολιστικά το πράγμα, πιο συνολικά. Δηλαδή το τι κάνω εγώ και ο Χάρης είναι ένα κουτάκι, μετά έρχεται αυτό που κάνει η Γαλήνη, μετά αυτό που κάνουν η Λυδία και ο Μπερικόπουλος, όλοι μαζί συνθέτουν ένα πράγμα που σου λέει "δεν πάει άλλο, δεν πάει άλλο!". Αυτό είναι το έργο, κι έχει κάνει συγκλονιστική δουλειά στη μουσική ο Άγγελος Τριανταφύλλου. Η παράσταση έχει κατά 80% μουσική, έχει πολύ ωραία όργανα, η ενορχήστρωση είναι υπέροχη κι ο Νίκος για άλλη μια φορά έχει βάλει αυτό το πολύ προσωπικό στοιχείο που βάζει στις παραστάσεις. Και σε προκαλεί με έναν τρόπο να σε αφορά κι εσένα, πραγματικά, αυτό που κάνει στην παράσταση. Δεν είναι μια παράσταση όπου έρχεσαι, παίζεις, κάνεις τη δουλειά σου και τέλος. Είναι προσωπικό το στοίχημα πάντα με τον Νίκο, σε κάνει βαθιά συνένοχο.
«Ο Βίτολντ πήρε το είδος της οπερέτας, ένα ανόητο είδος με μια θεία βλακεία και είπε: "Ένας θεός ξέρει πόσο πάσχισα να βάλω τον ανθρώπινο πόνο μέσα σε αυτή την ανοησία"» εξηγεί ο Νίκος Καραθάνος. «Πιστεύει πολύ στον ανόητο άνθρωπο – γι' αυτόν, "έξυπνος άνθρωπος είναι ο ανόητος άνθρωπος". Είμαστε στα Ιμαλάια, στον οίκο των Ιμαλαΐων, όπου πρίγκιπες, άρχοντες και πριγκίπισσες περιμένουν τον μεγάλο μόδιστρο για να κάνουν την ετήσια επίδειξη μόδας. Έχουμε άρχοντες και υπηρέτες, γίνεται μια επανάσταση και όλα διαλύονται. Το έργο μιλάει για τον κομμουνισμό, μιλάει για τον προλετάριο, μιλάει για όλα αυτά τα πολιτικά πράγματα τα οποία καμιά φορά μού είναι παρόντα, αλλά προσωπικά δεν μου αρέσουν. Μου αρέσει να είναι όλη μας η ζωή πολιτική, και ο τρόπος που ζούμε, αφού ζούμε όλοι μαζί. Έτσι, έχει περισσότερο νόημα ο υπηρέτης να είναι ένα ζώο ή ένα είδος προερχόμενο από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης, να υπάρχει μια πιο χοντρή σχέση ανώτερου-κατώτερου, παρά κάτι πιο πολιτικό. Γι' αυτό τον επαναστάτη τον παρουσιάζω σαν ζώο. Η επανάσταση είναι μια ανατρεπτική ζωώδης δύναμη που θέλει να καταστρέψει, άρα και να γεννήσει. Είναι πράγματα που όλοι θέλουμε να τα πούμε και όλοι θέλουμε να τα κάνουμε, αλλά ως καλλιτέχνες πάντοτε φοβόμαστε. Θα ήθελα το έργο να είναι ένας δαρβινικός εφιάλτης: να φαίνεται πώς εξελίχθηκε ο άνθρωπος, πού έφτασε, τι έγινε, ποιος είναι. Είναι σαν εξώφυλλο με τη φωτογραφία ενός γορίλλα που, βλέποντάς το, σκέφτεσαι "πόσο άνθρωπος είναι, τι ζώο είναι, τι σκέψη, τι θλίψη, τι πόνος, πόσα ξέρει και πόσα έχουν δει τα μάτια του" και κάποια στιγμή σού γεννάει κι έναν φόβο, έναν τρόμο αρχέγονο. Ήταν το ανθρώπινο είδος του δάσους που άκουγε τον θόρυβο από πίσω του σαν αυτόν στα όνειρά μας, έναν ήχο που δεν μας εγκατέλειψε ποτέ, και σχεδόν κανένα μεγάλο έργο δεν το έχει εγκαταλείψει αυτός ο ήχος. Τα μεγάλα έργα, οι τραγωδίες, ο Φάουστ, είναι σαν να ακούν το δάσος 500.000 χρόνια πριν, σαν να κάνουν έναν ήχο τα αυτιά. Ίσως καλύτερα μαθαίνεις από τα σκυλιά, παρά από τις λέξεις και τους ανθρώπους. Αυτό ενέχει μια τεράστια γοητεία και περιέργεια που σε ωθεί να κάνεις δουλειά. Αντί να πάει προς τα μπρος, ο πολιτισμός πάει προς τα πίσω και κάποια στιγμή λες: "Σταμάτα, φτάνει, τελειώσαμε! Φτάνει, κόψτε!". Οι ινδουιστές λένε ότι αυτός που καταστρέφει γεννάει κιόλας, εμείς δεν το είχαμε ποτέ αυτό. Θα έπρεπε να βγαίνουμε μέσα στη χαρά στις πλατείες να μας ανατινάξουν - είναι ένα υπέροχο πράγμα, είναι όμορφο, είναι ωραίο, για να γεννηθεί κάτι άλλο. Πρέπει να παθαίνουμε, να γινόμαστε στάχτες, για να μεταμορφωθούμε σε αυτό το άλλο. Λέει κάτι πολύ ωραίο σε ένα σημείο το έργο: "Έπρεπε να φιλήσω τη μούρη της με τη μούρη μου, αφού με τη μούρη της φιλούσε τη μούρη μου. Και τώρα, μούρες, ανοίξτε τα μάτια σας. Όχι, όχι, δεν σας εγκαταλείπω, μούρες ξένες, μούρες ξένων, μούρες άγνωστες που θα με διαβάσετε, καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε, μέρη του σώματος πλεγμένα σε μια τόσο κομψή ανθοδέσμη, ελάτε, ακριβώς τώρα αρχίζουν όλα. Ελάτε, σιμώστε, αρχίστε να ζυμώνετε, πλάστε μου μια καινούργια μούρη για να μπορέσω και πάλι να σας ξεφύγω σε άλλους ανθρώπους και να τρέξω, να τρέξω, να διασχίσω όλη την ανθρωπότητα. Διότι μπροστά στη μούρη δεν υπάρχει άλλο καταφύγιο παρά μονάχα μέσα στη μούρη και δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από τον άνθρωπο παρά μονάχα μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο. Μα από το κωλαράκι, καμία διαφυγή! Ακολουθήστε με, αν θέλετε! Εγώ φεύγω, με τη μούρη μου ανάμεσα στα χέρια"».
«Είναι μυστήριο έργο, με την έννοια ότι σου λέει ένα πολύ απλό πράγμα του τύπου: "Μη φοβάσαι, έλα"» λέει ο Μιχάλης. Ανεβαίνει πάλι στη σκηνή για να συνεχίσει την πρόβα, την ώρα που ο Χάρης Φραγκούλης σοκάρεται από την προτροπή της Εύης Σαουλίδου να τη γδύσει, να της πετάξει τα ρούχα. Δεν τον σοκάρει η ερωτική πρόταση, αλλά το γεγονός ότι πρέπει να βγάλει τα ρούχα του, το θεωρεί αδιανόητο. «Στους αριστερούς καιρούς που ζούμε, το ρούχο είναι το ισχυρότερο ανάχωμα της ανώτερης τάξης, ο τρόπος να ξεχωρίσουμε, να διαφοροποιηθούμε από την πλέμπα». Φεύγοντας συναντάω τη Βασιλική Δρίβα, που παρακολουθεί το έργο με μεγάλο ενδιαφέρον. «Μου αρέσει, γιατί είναι και αφρός και βυθός, αυτό νομίζω ότι αντιπροσωπεύει όλο αυτό» λέει. Βγαίνοντας από το θέατρο, έχουμε ακόμα στ' αυτιά μας τον απόηχο από την εξαιρετική μουσική της παράστασης.
Δείτε φωτογραφίες από τις πρόβες της παράστασης σε slideshow
Ιnfo:
«Οπερέττα»
του Βίτολντ Γκομπρόβιτς
Θέατρο REX-Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»