Μπάτμαν

Μπάτμαν Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης
0

> Γεννήθηκα στα Πετράλωνα, τον Γενάρη του 1955. Η γειτονιά τότε ήταν όπως στη Συνοικία το όνειρο. Πρόσφυγες, φτώχια, αγάπη, πόρτες ανοιχτές. Αντί για κλειδαριά είχανε τη φτώχια, δεν υπήρχε λόγος να κλειδώνεις στο σπίτι σου. Τ’ απογεύματα καταβρέχανε οι γυναίκες τους χωματόδρομους, έβγαζαν έξω τραπεζάκι κι έπιναν τον καφέ τους. Μόνο αγάπη κι αξιοπρέπεια συναντούσες. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα κι ο πατέρας μου φούρναρης. Είχαμε δυο φούρνους τότε στον Πειραιά, έναν στη Φρεαττύδα κι έναν στον Αϊ-Βασίλη. Εκεί έμαθα να κάνω και μπάνιο. Μας πέταγαν στη θάλασσα με μια σαμπρέλα αυτοκινήτου στον λαιμό.

> Πηγαίναμε στον Ζέφυρο που έπαιζε πάντα ελληνικές ταινίες και τις Κυριακές είχε αγώνες κατς. Τη μια εβδομάδα κέρδιζε ο Καρπόζηλος, την άλλη ο Καρυστινός, μιλημένα ήταν όλα. Δίπλα στον Ζέφυρο υπήρχε και μια μάντρα που έπαιζε Καραγκιόζη, ενώ στην Αγια- Σωτήρα υπήρχε ένας χωμάτινος λόφος, όπου τις Κυριακές μαζεύονταν δυο παρέες, αυτοί που έμεναν στου Φιλοπάππου κι αυτοί που έμεναν στα Πετράλωνα, και όποιοι ανέβαιναν πρώτοι, έκαναν κατάληψη κι οι υπόλοιποι πολεμάγαμε με ξύλινα σπαθιά.

> Μικρός δεν ήθελα να γίνω τίποτα συγκεκριμένο. Ασχολιόμουν με το μπάσκετ. Έπαιζα μέχρι τα είκοσί μου στην Εστία Φιλίας, έπαιξα και στην Προεθνική Εφήβων και μετά, ως φοιτητής στην Πάτρα, πήρα μεταγραφή στην Ε.Α. Πατρών. Στην Πάτρα πήγα, υποτίθεται, να σπουδάσω, και ξεκίνησα να τραγουδάω. Τυχαία έγινε. Ένα βράδυ, σε μια εκδήλωση των Ρηγάδων, όπου έπαιζαν τα Παιδιά απ’ την Πάτρα, αρρώστησε ο Βαγγέλης ο Δεληκούρας κι επειδή έπρεπε να τραγουδήσει κάποιος πήρα εγώ τα ηνία. Βρέθηκε στο μαγαζί ένας μάνατζερ κι έτσι ξεκίνησα να τραγουδάω σε διάφορα μαγαζιά.

> Όταν τέλειωσα τον στρατό, έπιασα δουλειά στην Ένωση Σιδήρου, στο Τμήμα Εισαγωγών. Δεν άντεξα και σε ενάμιση χρόνο τα παράτησα. Τότε γνώρισα τον Νίκο τον Θεοδωράκη, που ήταν ένα εξαίρετος ντράμερ και μουσικός και DJ σ’ ένα απ’ τα πιο ωραία μαγαζιά της Γλυφάδας. Αυτός μ’ έβαλε στη νύχτα το 1981 και δουλέψαμε σ’ ένα μαγαζί στην παραλιακή, κάτι μεταξύ ντίσκο και μπαρ. Τέλος πάντων, έτσι μπήκα για πρώτη φορά στη νύχτα. Μετά, κλείνοντας ο Νίκος και φεύγοντας, δεν ήξερα τι δουλειά να κάνω, αγόρασα μισό ταξί κι έκανα 5 χρόνια στην Αθήνα, καλύπτοντας 700.000 χιλιόμετρα μέσα στην πόλη. Πολύς κόσμος έμπαινε μέσα και παραξενευόταν που άκουγε τζαζ. Τεράστια εμπειρία το ταξί. Σχολείο.

> Τα στέκια μου εκείνη την εποχή ήταν το Jazz Club, ο Άρης, η Μέκκα και τα υπόλοιπα μαγαζιά της Πλάκας. Θυμάμαι κι ένα πολύ ατμοσφαιρικό μαγαζί που πήγαινα στο Πασαλιμάνι, δεν θυμάμαι πώς λεγόταν, όπου έπαιζε τζαζ ένα γεροντάκι, Κύπριος, που ήταν και πολύ καλός. Πώς μου προέκυψε το λαϊκό τραγούδι; Δεν μπορούμε να κάνουμε όλοι το ίδιο πράγμα. Μπορεί να έχω πολλούς δίσκους τζαζ και ροκ, όλη τη δισκογραφία του Τομ Γουέιτς, μπορεί να πάω στο Σικάγο και να θέλω ν’ ακούσω μπλουζ, αλλά στην Ελλάδα θέλω ν’ ακούσω Ζαμπέτα, Σπανό, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Τσιτσάνη, Μάρκο. Έχουμε τεράστιους συνθέτες, που τους έχουμε παραγκωνίσει.

> Το 1989, κι ενώ δούλευα στην Κίνο, όταν θέλαμε κάπου να πάμε για ποτό με τους πωλητές δεν βρίσκαμε κάτι στην περιοχή. Πηγαίναμε στο μπαρ του ξενοδοχείου Dimitrios, στη Φαλήρου. Όταν βρήκα αυτόν το χώρο, είπα «δεν το κάνω μπαρ, για να έχουμε ένα μέρος να τα πίνουμε;». Ετσι ξεκίνησε το Μπάτμαν. Είχε μέσα βελάκια, ηλεκτρονικά παιχνίδια στο πατάρι, είχα βάλει και μια ταμπέλα που έγραφε Μπάτμαν απ’ έξω, γιατί ήθελα να σηματοδοτήσω το ότι θα ήμαστε ανοιχτοί όλο το βράδυ. Από τότε έχω πάει 34 αυτόφωρα.

> Όταν άνοιξα το Μπάτμαν, ο Νέος Κόσμος ήταν μια παραμελημένη γειτονιά. Είχε κυρίως συνεργεία και μαγαζιά με ανταλλακτικά. Το μόνο που υπήρχε ήταν η Αρχιτεκτονική, που είναι πια από τα πιο παλιά μαγαζιά της Αθήνας και δεν έχει αλλάξει χέρια. Τα μπαρ πρέπει να είναι κουρεία και λουτρά και να έχουν προσωπικότητα. Ίσως το βλέπω ρομαντικά, αλλά έτσι πρέπει να είναι, να γίνονται όλοι φίλοι - γι’ αυτό δεν πρέπει να είναι μεγάλα και αχανή. Να μπορείς να μιλάς από εδώ και ν’ ακούγεσαι απέναντι.

> Είμαι φανατικός του Απόλλωνα Αθηνών. Το κόλλησα απ’ τη γιαγιά μου που ήταν άρρωστη με την ομάδα και κάθε Κυριακή άκουγε τους αγώνες στο ραδιόφωνο. Από έξι χρόνων πήγαινα με τον πατέρα μου στο γήπεδο. Το κλίμα στο γήπεδο τότε δεν είχε καμιά σχέση με το σημερινό. Δεν ήταν από εδώ ο ΠΑΟΚ, από εκεί ο Ολυμπιακός. Θυμάμαι, μια Κυριακή, ήταν του Αγίου Στυλιανού, μας βάζει γκολ ο Στέλιος Μανωλάς, πάει στους φιλάθλους της ΑΕΚ να πανηγυρίσει κι αρχίζουμε εμείς να φωνάζουμε: «Στελλάρα, γερά και χρόνια σου πολλά». Αυτό είναι ο Απόλλωνας. Κουβαλάει κληρονομιά.

> Μια απ’ τις ιστορίες που θα θυμάμαι για πάντα είναι όταν, μετά από μια συναυλία στο Θέατρο Πέτρας, ήρθε εδώ ο Νίκος ο Παπάζογλου. Κατά τις τέσσερις, και αφού είχε μερακλώσει, πιάνει τον μπαγλαμά που έχω πάντα κρεμασμένο στον τοίχο κι αρχίζει να τραγουδάει. Όταν είπε το «Δεν θέλω να ‘μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί» άρχισε να κλαίει. Έπαιξε μέχρι τις οχτώμισι το πρωί. Μετά μου είπε ότι ήταν η πιο αληθινή συναυλία που είχε κάνει στη ζωή του.

> Από την «Ελευθεροτυπία» ερχόντουσαν όλοι εδώ. Το πρώτο προσχέδιο του «ΓΕΩ» έγινε εδώ. Και όταν έκλεισε ήμουν ο πρώτος που το έμαθε. Tο μπαρ δεν πρέπει να είναι απρόσωπο. Όποιος περνάει, θα ξαναπεράσει. Πολλές φορές σκέφτομαι να τα παρατήσω, βλέποντας να έρχονται παιδιά 22 χρόνων - δηλαδή, τώρα, τι γυρεύεις στην Κίνα Τσάκι Τσαν; Αλλά, όταν μου ζητάνε παραγγελιά Μάρκο ή Καζαντζίδη, καταλαβαίνω ότι ξέρουν πού έχουν έρθει και τους λέω και μια ιστορία για κάθε τραγούδι. Τις προάλλες, τους έλεγα για την ιστορία της «Δραπετσώνας», πώς γράφτηκε. Έτσι, νιώθω ακόμα ότι έχω λόγο ύπαρξης.

> Κάποτε υπήρχε ένας ευγενέστατος κύριος -δεν ξέρω αν ζει κιόλας-, ο κυρ Αλέκος, ο οποίος, αφού γύρναγε όλα τα μπαρ της Αθήνας, ερχόταν εδώ κατά τις 3 και μου έλεγε «Γιώργο, θα μου βάλεις έναν Κορακάκη;». Ερχόταν κάθε μέρα γραβατωμένος, προσεγμένος, και ήταν απ’ τους παλιούς μάγκες της εποχής. Επειδή το δικό μου μαγαζί ήταν το τελευταίο που πήγαινε, άρχιζε να κερνάει, και μόλις άκουγε τον Κορακάκη, έγερνε και κοιμότανε, οπότε, κατά τις 7, τον χάιδευα στην πλάτη και του έλεγα «κυρ-Αλέκο, να φεύγουμε». Ξύπναγε και μου έλεγε «πω, τι χρωστάω;». «Tι να σε χρεώσω», του έλεγα, «ποτά ή ημιδιαμονή;».

> Έχουμε το συνήθειο να κάνουμε μαγαζιά, να λερώνουμε περιοχές, να φεύγουμε και να μένουν οι περιοχές έτσι. Πιστεύω ότι τα μαγαζιά μας πρέπει να τα έχουμε εκει που ζούμε. Να βγαίνεις το πρωί απ’ το σπίτι σου και να σου λέει ο γείτονας το παράπονό του.

> Η νύχτα είναι λίγο πιο αληθινή από τη μέρα. Το σκοτάδι σε κάνει να λες και αλήθειες. Είναι σαν θεατρική παράσταση αυτό που γίνεται κάθε βράδυ, με θεατή τον μπάρμαν. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ο πλανήτης δεν θα μας χώραγε, αν ζούσαμε όλοι την ημέρα. Κάποιοι πρέπει να ζούνε και τη νύχτα.

Οι Αθηναίοι
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT
Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αγνή Πικιώνη: «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ»

Οι Αθηναίοι / «Δυσκολεύονταν να με πλησιάσουν επειδή ήμουν η κόρη του Πικιώνη»

Η Αγνή Πικιώνη, κόρη του οραματιστή αρχιτέκτονα που είχε αφοσιωθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική, μιλά για τη ζωή της δίπλα σε εκείνον, που της έμαθε ότι «ένας απλός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό». Αρχιτέκτονας και η ίδια, φρόντισε να διασώσει και να ταξινομήσει το έργο του. Τη θυμώνει η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και πιστεύει ότι η Αθήνα έχει χάσει το στοίχημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ