Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια το 1957. Μια Αλεξάνδρεια στα τελευταία της, με την έννοια των αποκρατικοποιήσεων και του Νάσερ. Δεν τη θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν κλειστή η ζωή. Ως παιδί έχεις άλλες εντυπώσεις. Αυτό που μου άρεσε στην Αλεξάνδρεια ήταν η ατμόσφαιρα.
Για να καταλάβεις, όταν έρχεσαι από εκεί στην Ελλάδα είναι σαν να πηγαίνεις από εδώ στη Γερμανία. Θυμάμαι τον αέρα της Αλεξάνδρειας. Ένα μεθυστικό πράγμα που δεν σε αφήνει να συγκεντρωθείς. Νομίζεις ότι περνούν πολιτισμοί μέσα από τον αέρα. Από τότε δεν έχω ξαναπάει. Θα ήθελα να έχω ένα σπίτι εκεί, να μπορώ να πηγαίνω όποτε μου 'ρχεται.
• Στην Αθήνα ήρθα το 1973, με τον πατέρα μου. Δουλέψαμε σκληρά, καμία σχέση με την Αλεξάνδρεια. Σερβιτόροι σε ξενοδοχεία και άλλα τέτοια. Μείναμε κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα. Τότε εκεί ήταν μια αγαθή γειτονιά και αρκετά μονότονη για 'μας.
• Πάντα κρατούσα μια απόσταση από τη σαχλαμάρα. Όχι εξαιτίας κάποιας υψηλής διανόησης, αλλά επειδή τα έπαιρνα στο κρανίο. Μου άρεσε πολύ να κρατάω τον ρυθμό. Ξεκίνησα σαξόφωνο από την εφηβεία μου, συμμετείχα στις παρελάσεις, έπαιζα στις κηδείες. Είχα πάει κάποια στιγμή και στο Αγρίνιο και έμενα σ' έναν θείο μου, κι εκεί, στα κατσάβραχα, ήθελαν και φιλαρμονική.
Εκείνη την περίοδο συνέβαιναν κάποιες ωραίες στιγμές, όπως αυτές που βλέπουμε στον ιταλικό νεορεαλισμό. Το τύμπανο, για παράδειγμα, πέρναγε όλη τη φιλαρμονική και έφτανε πρώτο στο νεκροταφείο, ενώ εμείς ακόμα πηγαίναμε. Ήταν γέρος ο Μπαρμπαγιάννης και δεν τον κράταγαν τα πόδια του. Μέσα από αυτά κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει το θέατρο, που ήταν κάτι πιο κωδικοποιημένο.
Η συμφορά της εποχής που έχει πιάσει και τους νέους και δεν το έχουν καταλάβει είναι πόσο έχει μπει στο DNA τους το design mind control. Δεν είναι μόνο ότι είναι ελεγχόμενα όλα στο κεφάλι τους, αλλά έχουν και ένα σχήμα. Είναι τραγικά πρόσωπα σήμερα, γιατί δεν ξέρουν πού ακριβώς ζουν. Κάνουν ποδήλατο και πάνε σε όλα αυτά τα events και τις προβολές και δεν κάθονται να σκεφτούν: πώς πηγάζει αυτή ελευθερία με τόση δυστυχία γύρω;
• Στη σχολή μπήκα το 1977, αλλά βλέποντας τι κατάσταση επικρατούσε, είχα αποφασίσει ότι δεν θα δουλέψω στο θέατρο. Δούλευα πολύ ως σαξοφωνίστας και την έψαχνα πέρα από το θέατρο. Μια μέρα με πήρε ο Κωστής Μιχαηλίδης και μου πρότεινε το Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα. Ένα βιομηχανικό έργο για νέο ηθοποιό. Εκεί είσαι εργάτης 100%, με έξι παραστάσεις την εβδομάδα και διπλές το Σαββατοκύριακο. Τότε ήταν που πειθάρχησα και κύλησε το νερό στο αυλάκι.
• Σε όλες αυτές τις φάσεις, θέατρο, «Αστροφεγγιά» στην τηλεόραση και μέχρι που τελείωσα και τις ταινίες, δεν πήρα καθόλου λεφτά. Αυτός είναι ένας λόγος που απομακρύνθηκα από τον κινηματογράφο. Όλοι νόμιζαν ότι πάω για την τέχνη. Από την «Αστροφεγγιά» με είδε η Λαμπέτη και μετά από αυτήν αποφάσισα πάλι να φύγω. Πάντα έψαχνα κάποιους κώδικες γιατί δεν καταλάβαινα πότε το λίγο γίνεται πολύ - πόσο κρατάει μια παύση; Ανάλογα με τι κέφια έχει ο καθένας; Αν έχει συννεφιά η παύση στον Πίντερ είναι μεγαλύτερη και στον Τσέχωφ μικρότερη; Άρχισα να έχω κάτι τέτοια κολλήματα.
• Όλοι από τη γενιά της «Αστροφεγγιάς» έγιναν κάτι. Από την αρχή είχα μια αποστροφή προς αυτό το στυλ. Είχαν κάτι εσωτερικό αυτά τα παιδιά. Μια συμβατικότητα και μια ανοχή. Μαζί έβγαζαν και μια αγριάδα. Όλος αυτός ο συνδυασμός με έκανε να γελάω. Δεν μετάνιωσα καθόλου και ποτέ για τον δρόμο που πήρα. Πλην όμως, απομακρύνθηκα τόσο πολύ, που δεν βλέπω άλλους δίπλα μου.
Αν διάλεγα έναν άλλο δρόμο, ξέρω πως θα είχα δύο αυτοκίνητα, ένα σπίτι στη Φιλοθέη, δύο σκάφη στις Σπέτσες κι ένα εξοχικό. Αλλά είναι σίγουρο ότι σε αυτή την περίπτωση θα έπινα και τα πάντα. Αν έμπαινα σε αυτό τον περίεργο δρόμο, θα ανταποκρινόμουν απόλυτα. Θέλει, όμως, πιο δυνατό τσαμπουκά να κινηθείς έξω από τα πράγματα, γιατί χρειάζεται διάρκεια. Στ' άλλα δεν έχει διάρκεια.
Μου φαίνεται πάρα πολύ ψόφιο πράγμα να καταφέρεις κάτι στην τηλεόραση. Πάρα πολύ εύκολο. Δεν είναι αυτό που λένε πως θέλει δύναμη για ν' ανέβεις σιγά σιγά. Άμα είναι ν' ανέβεις, να το κάνεις γρήγορα και με όποιο κόστος.
• Για κάποιον λόγο, αισθανόμουν πολύ καλά ψάχνοντας. Όλα ξεκίνησαν από μια ταινία του Κουροσάβα. Ξεκινάω μια μέρα μ' έναν φίλο να πάω να δω το Καγκεμούσα, στην Κυψέλη. Είχαμε πιει και διάφορα και μπήκαμε στο απέναντι ρεύμα στην Πατησίων. Μας σταμάτησε ένας αστυνομικός και του μίλησα με τέτοιο παθιασμένο τρόπο, που μας άνοιξε τον δρόμο για να περάσουμε.
Βλέποντας την ταινία, σκέφτηκα «σε τι Θεό πιστεύουνε αυτοί και παίζουν έτσι;». Υπήρχε μια άποψη ότι η τέχνη είναι τόσο σοβαρή όσο η ζωή. Ο ηθοποιός είναι κύριος του εαυτού του. Δεν είναι ο γελωτοποιός που θα διασκεδάσει τον άρχοντα, όπως γινόταν στον Μεσαίωνα.
• Μετά από πολλά, ήρθε και ο Ρεμπώ και το Αίμα Κακό. Αν βρισκόταν σήμερα σε μια συναυλία στην Αθήνα και τα έλεγε για πλάκα αυτά, μπορεί να επιβίωνε. Αν έβγαινε ως πνευματικό κείμενο, θα τον συνελάμβαναν αμέσως. Ή, αλλιώς, θα τον κρεμούσαν. Και οι μικροί και οι μεγάλοι. Αρχικά θα τον λάτρευαν γι' αυτά που λέει και μετά θα καταλάβαιναν ότι τα εννοεί. Και ο ίδιος έπαθε πλάκα με αυτά που είπε και μετά έπεσε και το γνωστό κυνήγι σε κάθε άνθρωπο που φέρνει κάτι καινούργιο. Το κυνήγι γίνεται από τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους. Από αυτούς τραβιέται πρώτα το χαλί.
• Η συμφορά της εποχής που έχει πιάσει και τους νέους και δεν το έχουν καταλάβει είναι πόσο έχει μπει στο DNA τους το design mind control. Δεν είναι μόνο ότι είναι ελεγχόμενα όλα στο κεφάλι τους, αλλά έχουν και ένα σχήμα. Είναι τραγικά πρόσωπα σήμερα, γιατί δεν ξέρουν πού ακριβώς ζουν. Κάνουν ποδήλατο και πάνε σε όλα αυτά τα events και τις προβολές και δεν κάθονται να σκεφτούν: πώς πηγάζει αυτή ελευθερία με τόση δυστυχία γύρω;
• Έχω βρει μια ωραία εξίσωση. Όλα πάνε καλά, καλύτερα, χάλια. Από τη στιγμή που ανέβηκε ο μέσος όρος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο κόσμος βρήκε δουλειά, αλλά δεν υπήρξε όραμα. Ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε και πήγαμε στο καλύτερα. Και ξαφνικά βρεθήκαμε στο χάλια. Δεν μπορέσαμε να πάμε στο ευρωπαϊκό, στο τέλεια, οπότε πήγαμε στο χάλια.
• Οι Έλληνες δεν είναι αμόρφωτοι. Είναι αλαλούμ και συντηρητικοί. Έχουν έναν τουρκομπαροκαμερικάνικο τρόπο ζωής, και δεν υπάρχει καμία σωτηρία από αυτόν. Και οι νέοι στην αρχή ενθουσιάζονται, λες και κάνουν το αγροτικό τους. Μετά επιστρέφουν στο ίδιο. Αυτό θα νικήσει στο τέλος και ό,τι άλλο μας επιβάλει η Ευρώπη. Δεν θα γίνει καμία αλλαγή, αν δεν υπάρξει ατομική δουλειά. Η συλλογική δουλειά απέτυχε γιατί δεν υπήρξε ατομική.
• Οι νέοι πρέπει να συγκρουστούν, να πάρουν θέση, ν' αγαπήσουν τον δρόμο τους και τον εαυτό τους. Αυτό λέει και ο Ρεμπώ. Να μην περιθωριοποιηθούν. Να περιθωριοποιηθεί ο άσχετος, ο βλάκας. Δεν πρέπει να υπάρξει παθητική, θυματική κατάσταση σε αυτούς που ψάχνονται. Να μην σκέφτονται πως οι πολλοί έχουν το δίκιο. Να το σκεφτούν στα πενήντα, όπως εγώ. Βέβαια, εγώ γυρνάω δεξιά και αριστερά μου και λέω «ποιοι πολλοί, αφού μόνος μου είμαι».