Θέλησα να συνδέσω την Ελευσίνα με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όχι μόνο συλλογικά, κοινωνικά, αλλά και ατομικά, σε επίπεδο προσωπικό. Να ελπίσω στην ίδια ουτοπία με το σύνθημα του Μάη του '68 «sous les paves, la plage», «κάτω από το πεζοδρόμιο η παραλία». Άξιζε να δοκιμάσω κι ας το διάβαζα ανάποδα: «Πάνω από το τσιμέντο, τα στάχυα» Και τα δύο το ίδιο αδύνατο επιθυμούν.
Μετέφερα ένα χωράφι μέσα στο εργοστάσιο. Ξαναγέννησα την αρχαία ανάσα του τοπίου, φυτεύοντας στάχυα και γεμίζοντας όλη την αυλή. Το εργοστάσιο άρχισε να αναπνέει και η ανάσα του ήταν το θρόισμα των σταχυών που το γέμιζε. Μια αναπνοή που υπήρξε στο παρελθόν και τώρα ξαναβρίσκει τον δρόμο της, ο ίδιος παμπάλαιος ήχος, όπως αυτός της ανάσας μου. Κι επίσης, ήθελα να δουλέψω με το κενό, το άδειο, έναν χώρο που στερείται σημασίας αλλά είναι γεμάτος νοήματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αρχαία κείμενα που για πολλούς η σοφία τους εντοπίζεται στο κενό ανάμεσα στις λέξεις, στη σιωπή. Άλλωστε, το να αντιλαμβάνεται κανείς το «Γεμάτο Έξω» μέσα από το «Μέσα Άδειο» είναι μια σύμβαση που ακολουθώ στη δουλειά μου, είναι μια στάση ζωής.
Χρησιμοποιώ τη φράση του Μπέκετ «Ever tried. Ever failed. No matter. Try Again. Fail again. Fail better» (Πάντα να προσπαθείς. Πάντα να αποτυγχάνεις. Δεν πειράζει. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα) σαν «προφητεία», έναν «σύγχρονο χρησμό», όμως πιο τρυφερό, παρηγορητικό, γι' αυτό και ιαματικό, που ενεργοποιεί συνειδήσεις. Αν αυτή η φράση δεν μπορούσε να μας χαρίσει ολοκληρωτική άφεση και γαλήνη, τότε τα λάθη μας δεν θα ήταν ευλογία. Όντας λιγότερο γενναιόδωρος από τον Μπέκετ και περισσότερο επιπόλαιος, πιστεύω ότι αξίζει να ελπίζουμε ακόμα και το ανέφικτο, αφού συχνά η αποτυχία και η επιτυχία δεν διαφέρουν.
Τα έργα οφείλουν να μιλούν με την ίδια καθαρότητα σε όποιον τα βλέπει, τα ακούει, τα περπατάει, τα αγγίζει ή τα οσφραίνεται. Με ενδιαφέρει να διατυπώνω τα νοήματα των έργων μου έχοντας τα εφόδια που πήρα από τον τόπο μου. Στην περίπτωση αυτή, όπως καταλαβαίνετε, κανείς δεν χρειάζεται εθνικιστικά δεκανίκια, χρειάζεται απλώς τα εφόδια που πήρε από τον τόπο του, καθώς και την πολυτέλεια να τα αναθεωρεί διαρκώς. Κι όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος, «το να είσαι Έλλην δεν είναι θέμα καταγωγής, είναι θέμα αγωγής».
• Υπάρχει αναμφίβολα ένα έντονα δυναμικό ενεργειακό πεδίο σε μια μεγάλη ακτίνα γύρω από τα αρχαία. Νομίζω ότι το νιώθουν όλοι οι επισκέπτες της, ο καθένας με τον τρόπο του, ανάλογα με το πόσο έτοιμος είναι και πόσο το χρειάζεται. Η Ελευσίνα είναι μια μικρογραφία της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας.
Ένας τόπος γεμάτος δόξα στο παρελθόν, σήμερα σε ύφεση οικονομική, και επίσης μια πόλη που στην ιστορία της, όσοι πέρασαν από εκεί, μάλλον σκοπό είχαν να εκμεταλλευτούν ό,τι αυτή μπορούσε να προσφέρει, ένδοξο παρελθόν, φυσικούς πόρους, εργατικό δυναμικό, ανάγκη για εκσυγχρονισμό, ανανέωση. Θεώρησα την Ελευσίνα κέντρο και άξονα του κόσμου και το Ελαιουργείο έναν «κοινό τόπο» που μέσα του επαληθεύονται όσα συμβαίνουν σήμερα. Άλλωστε, αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η ιστορία καθαυτή αλλά η συνάντηση του κοινωνικού γεγονότος με το ατομικό.
• Ο κόσμος δεν θα είχε καθόλου ανάγκη την τέχνη, αν κάποτε επιβίωνε από αυτή, και τώρα που δεν έχει τα απαραίτητα, του λείπει. Ποτέ η τέχνη δεν κάλυπτε τις βασικές διατροφικές ανάγκες του κόσμου. Ποτέ κανείς δεν έπαιρνε ή έχανε κιλά με αφορμή την τέχνη, οι θερμιδομετρητές συστηματικά την παραλείπουν.
Κάλυπτε τις ανάγκες των ανθρώπων που την αγαπούσαν και την χρειάζονταν ανεξάρτητα από τα περιουσιακά τους στοιχεία και την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν. Ανεξάρτητα, επίσης, από τις ιστορικές συγκυρίες και τις κοινωνικές κρίσεις που την ενέπνεαν πολλές φορές. Άλλωστε, δεν ζεις από την τέχνη, αλλά ζεις με την τέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και όταν κάνεις τέχνη, και επιπλέον, τότε, ζεις για την τέχνη, με έναν τρόπο.
• Επειδή η ματαιότητα κρύβει στο τέλος της μια ηδυπάθεια, συχνά σκέφτομαι πως είναι ανώφελο να κάνεις τέχνη. Συνήθως, όμως, το σκέφτομαι μόλις τελειώσει ένα έργο. Κι επίσης είναι αδύνατο να κάνεις τέχνη σήμερα αγνοώντας τις προϋποθέσεις που την τροφοδοτούν. Το μοντέλο του καλλιτέχνη που απομονωμένος στο εργαστήριό του συλλαμβάνει υψηλά νοήματα έχει προ πολλού εξαφανιστεί.
Τα έργα έχουν να αναμετρηθούν με τις ταχύτητες των επεξεργαστών κι αυτό αλλάζει απόλυτα τις συμβάσεις μας για το τι είναι έργο τέχνης σήμερα. Ίσως σε μερικές δεκάδες χρόνια τα παλιά έργα να έχουν μόνο ηθικό χαρακτήρα ή ιστορικές αναφορές.
• Αν είναι ελιτίστικη η τέχνη; Παλιότερα, ίσως. Κάθε τάξη είχε το δικό της μερίδιο στη χαρά της τέχνης. Ασφαλώς και οι ρεμπέτες του Πειραιά αδιαφορούσαν εντελώς για τα καλλιτεχνικά δρώμενα του Κολωνακίου το '40, χωρίς να υστερεί σε τίποτα η μουσική τους. Το ίδιο συνέβαινε και αλλού. Παράλληλα με τις αστικές θεατρικές παραστάσεις υπήρχαν οι λαϊκές παραστάσεις και το θέατρο του δρόμου, δίπλα στην όπερα και τη συμφωνική μουσική τα πανηγύρια και οι πλανόδιοι οργανοπαίχτες.
Αν αναφέρεστε στα εικαστικά, νομίζω ότι όχι, δεν είναι ελιτιστική πια, συχνά όμως είναι πιο βαρετή απ' ό,τι παλιότερα, ακόμα και όταν γίνεται δελεαστικό υπερθέαμα. Κι επίσης, στην Ελλάδα, με τους ελάχιστους φορείς που έχουμε και τα τεράστια ποσά που απαιτούνται για παραγωγή νέων έργων, μεταφορά, ασφάλεια παρουσίαση κ.λπ., την κάνουν ένα είδος πολυτελείας. Νομίζω ότι τόσο ένα έργο τέχνης όσο και οι καλλιτέχνες είναι εντελώς απαλλαγμένοι σήμερα από παραδοσιακούς μηχανισμούς αξιολόγησης.
• Αν κάποτε η διάρκεια στον χρόνο ήταν κριτήριο αξίας, σήμερα νομίζω ότι το ζητούμενο είναι η αντοχή στην ταχύτητα (πληροφοριών, γνώσης, ανατροπών και πάει λέγοντας). Αλλάζει, λοιπόν, και ο ρόλος του έργου και ο ρόλος του καλλιτέχνη κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Άλλωστε, μην ξεχνάτε πως ένας γοτθικός ναός ήταν κατασκευασμένος για να δεσπόζει, να φαίνεται από παντού και από μακριά και, κυρίως, για να τον προσεγγίζουν οι πιστοί, αν όχι περπατώντας, χρησιμοποιώντας το ταχύτερο μέσον της εποχής, ένα η δυο άλογα. Σήμερα, διασχίζοντας με ένα γρήγορο αυτοκίνητο το ιστορικό κέντρο μιας σύγχρονης μητρόπολης, σίγουρα δεν βλέπουμε τον ίδιο ναό κι ας είναι εξαιρετικά συντηρημένος, σχεδόν καινούργιος.
• Το παιχνίδι δεν παίζεται στις -ότητες, στις καταλήξεις των χαρακτηρισμών, αλλά στη γλώσσα και στο συντακτικό της. Τα έργα οφείλουν να μιλούν με την ίδια καθαρότητα σε όποιον τα βλέπει, τα ακούει, τα περπατάει, τα αγγίζει ή τα οσφραίνεται. Με ενδιαφέρει να διατυπώνω τα νοήματα των έργων μου έχοντας τα εφόδια που πήρα από τον τόπο μου.
Το ζητούμενο είναι η ελληνική γλώσσα να είναι σε θέση να πραγματευτεί παγκόσμια ζητήματα. Με άλλα λόγια, να γεννήσει πρωτογενή προβληματισμό. Στην περίπτωση αυτή, όπως καταλαβαίνετε, κανείς δεν χρειάζεται εθνικιστικά δεκανίκια, χρειάζεται απλώς τα εφόδια που πήρε από τον τόπο του, καθώς και την πολυτέλεια να τα αναθεωρεί διαρκώς. Κι όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος, «το να είσαι Έλλην δεν είναι θέμα καταγωγής, είναι θέμα αγωγής».
• Αυτό που διδάσκεται είναι οι τεχνικές, μια βασική μεθοδολογία έρευνας και η ιστορία της τέχνης, των μέσων και η εμπειρίας τους. Τα υπόλοιπα είναι προσωπικές υποθέσεις. Αυτό που αξίζει να προσπαθεί κανείς με τους νεότερους είναι να μοιράζεται την εμπειρία του στην τέχνη και να ενεργοποιεί μηχανισμούς εγρήγορσης και ευαισθητοποίησης. Άλλωστε, η τέχνη δεν είναι παρά ένα είδος αισθαντικής τεχνολογίας.
• Στους μαθητές μου διδάσκω «ποτέ να μην εμπιστεύονται τον παραμυθά, μόνο το παραμύθι»... και πως «όταν η απραξία γίνεται αυτάρκεια και ο στοχασμός απραξία, τότε οι λύκοι χορεύουν» - το πρώτο είναι του Ντάρελ και το δεύτερο του Ρίτσου. Όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκετε πολύ αναλυτικά στον οδηγό σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών.
• Οι Έλληνες έχουν τις ίδιες ακριβώς αξίες που είχαν πάντα. Αναρωτιέται στο επιμύθιο του Πλούτου ο Σαββόπουλος: «Άραγε, είναι ο Αριστοφάνης που καταφέρνει πάντα να είναι τόσο επίκαιρος ή εμείς συνεχίζουμε τρεις χιλιάδες χρόνια να είμαστε το ίδιο μαλάκες;».