Λίγες ώρες μετά την πρώτη παρουσίαση του «Noli me tangere»/«Μη μου άπτου», της εικαστικής εγκατάστασης του Νίκου Ναυρίδη που βασίστηκε στα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Γκούσταβ Μάλερ και στο «...Quasi una fantasia» του Τζ. Κούρταγκ και αποτελεί μέρος της νέας πρωτοβουλίας της Λυρικής Σκηνής «The artist on the composer» σε συνεργασία με τον ΝΕΟΝ, ο καλλιτέχνης εξηγεί τι κρύβεται πίσω από αυτήν τη σύλληψη και τη σχέση του με τη μουσική και τις ανάσες.
— Όταν σας έγινε η πρόταση, ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη; Πώς θα είναι η συνεύρεση με μια ορχήστρα και μια φωνή ή ποια θα είναι τα έργα που θα ακουστούν;
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «τι ωραία, έχω την ευκαιρία να μπω σε μια περιοχή εντελώς διαφορετική από αυτές στις οποίες με καλούν συνήθως». Η χαρά ήταν μεγάλη γιατί το θέατρο είναι θέατρο. Με την πορεία που ακολούθησα μετά το «Breath» του Μπέκετ στην Αρσενάλε το 2005, στο μυαλό μου είχαν αρχίσει να ανοίγονται διάφορα πεδία συνεργασίας.
Στην ουσία, το διάστημα από το 2005 μέχρι το 2019 ωρίμαζαν αυτές οι σκέψεις. Έτσι, για μένα αυτή ήταν μια πρόσκληση με χαρακτήρα ιαματικό. Έφευγα για να πάω κάπου όπου σχεδόν περίμενα να με καλέσουν. Η πρόταση ήρθε από το ΝΕΟΝ. Η μουσική δεν ήταν πρόβλημα αφενός γιατί προέκυψε κατόπιν ζυμώσεων και αφετέρου γιατί ο Κουμεντάκης, γνωρίζοντας τη δουλειά μου, διαισθάνθηκε τι είδους μουσικής ταίριαζε σε αυτό που κάνω.
Ασχολήθηκα με αυτούς τους ανθρώπους, δούλεψα με το δεδομένο ότι αυτή είναι η μουσική που έπρεπε να διαχειριστώ για να γίνει ένα έργο. Τα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Μάλερ τα ήξερα καλά, το έργο του Κούρταγκ όχι τόσο. Αλλά, όποιος ξέρει τη δουλειά μου ξέρει και ότι έχει έναν θρηνώδη χαρακτήρα.
Βλέπω έναν περίεργο συντηρητισμό να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων, ιδίως των νέων: το μη φύλο, το άφυλο, το είμαι εδώ και βλέπε μόνο. Αυτό έχει να κάνει με την αθλιότητα του politically correct και είναι απαράδεκτα ανιαρό. Αν κινδυνεύουμε να πεθάνουμε από κάτι, είναι από ανία. Αυτό είναι ένα σύμπτωμα.
— Οι ανάσες και οι αναπνοές, πάντως, που ακούγονται στην αρχή του έργου είναι γνώριμα στοιχεία της δουλειάς σας.
Αυτό που ακούγατε στην αρχή είναι ένα κείμενο που την ώρα που το διαβάζει ο ερμηνευτής το καταπίνει, το «βάζει μέσα του». Ακούγεται σαν μια κατάποση, γι' αυτό και υπάρχει μια αίσθηση υγρού στοιχείου, σαν κάτι να στάζει, αλλά ουσιαστικά είναι το λαρύγγι του ανθρώπου που καταπίνει αυτές τις λέξεις.
— Ποια ήταν τα κείμενα;
Καταρχάς, να πω ότι συνεργάστηκα με δύο ανθρώπους, την εξαιρετική ηθοποιό Ζέτα Δούκα, που πρωτογνώρισα το 2003 στο Φεστιβάλ Μπέκετ που οργάνωσε η Άννα Κοκκίνου στο Θέατρο Σφενδόνη, το οποίο έτσι κι αλλιώς με επηρέασε πάρα πολύ. Εκεί η Ζέτα έπαιζε το «Not Ι», όπου μια γυναίκα ανακαλύπτει τον λόγο και το στόμα της, τα οποία είναι το σώμα της. Αυτό της ζήτησα να διαβάσει, κρατώντας μόνο τις αναπνοές.
Επίσης, από μια φίλη εικαστικό και περφόρμερ με καταπληκτική φωνή, τη Μαρία Λύμπουρα, ζήτησα να διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιό της σαν προσευχή.
— Ακούγαμε, δηλαδή, κείμενα που δεν αρθρώνονταν.
Άλεκτα κείμενα. Γι' αυτό και ήθελα να ακολουθούν τους θεατές-ακροατές με την είσοδό τους στον χώρο. Ένα μέρος του «Not Ι» υπάρχει στο δεύτερο κομμάτι, που παίζεται μόνο στον χώρο της πλατείας, αποκλειστικά για τους περφόρμερ, όταν βάζουν τους «ρόλους» πάνω στις καρέκλες.
Καθώς ξεκινάει σαν προσευχή και μετά γίνεται τραγούδι, κλάμα, πόθος, παράλληλα με τη μουσική του Μάλερ, ακούγεται σαν θρήνος στην πλατεία.
— Έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ συνήθως σας συνεπαίρνει η φύση ή η «οργανικότητα» της ύλης, βρεθήκατε μέσα σε ένα ψυχρό, «τσίλικο» και αλώβητο ακόμα θέατρο.
Αν η οργανικότητα συνδέεται μ' εμένα ως αντίληψη, αυτήν ήρθα να βρω εδώ, αντιλαμβανόμενος τον χώρο της πλατείας ως ένα τεράστιο κέλυφος, έναν οργανικό θόλο. Αυτό που αισθανόμουν περισσότερο ήταν μια ζωογόνο δύναμη, δεν κοιτούσα τόσο τα όριά της και τι την συγκροτεί.
— Τα κοστούμια ήταν τυχαίες επιλογές ή φτιάχτηκαν με βάση κάποιο σκεπτικό;
Θέλαμε κάποια κοστούμια που, όταν φωτίζονταν, θα άστραφταν. Επίσης, να μην είναι μεγάλα ή βαριά, για να μπορούν να τα μετακινήσουν. Σε κάθε περίπτωση, θέλαμε να αντανακλούν φως.
— Παρ' όλα αυτά, τι συμβολίζουν; Τα νεκρά παιδιά σε ευθεία αναφορά με το έργο του Μάλερ, νεκροί ρόλοι, νεκροί άνθρωποι-θεατές της Λυρικής παλιότερων εποχών;
Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας το ερμηνεύει σύμφωνα με το τι χρειάζεται και τι φοβάται. Μπορεί να είναι οι φαντασιώσεις που θέλουμε να δούμε ή να ενεργοποιήσουμε με ήχο και με φόρμα, ακόμα και με χρώμα.
Η επιτυχία μας είναι ότι οι εκδοχές σε αυτή την ιστορία είναι τόσες όσες και οι διαφορετικές ερμηνείες που δίνουν οι θεατές. Αυτό είναι και το κέρδος μας, η διαφορετική ερμηνεία του έργου και όχι η ταύτιση με αυτό που έχουμε στον νου μας.
Άρα, μπορεί να είναι και νεκρά παιδιά, βάσει του κειμένου, μπορεί να είναι και νεκροί ρόλοι που δεν θα παιχτούν ή ρόλοι που δεν θα παίξουμε ποτέ εμείς, προβολές των επιθυμιών μας. Μπορεί, όμως, να είναι απλώς κάποια κοστούμια που ξαναζωντανεύουν.
— Οι κούκλες και τα ζωάκια είναι κάτι άλλο;
Διαλέξαμε κοστούμια από το βεστιάριο της Λυρικής και από παιδικά μπαλέτα. Εφόσον ανήκαν στο δυναμικό της, εμείς τα ενεργοποιήσαμε.
— Υπήρχε παλμός, χορογραφημένες κινήσεις και διαδρομές την ώρα που οι περφόρμερ τα εναπέθεταν στα καθίσματα, σαν να άγγιζαν κάτι ιερό.
Η Παυλίνα Ανδριοπούλου και η Ολύβια Θανάσουλα, που είχαν αναλάβει τη χορογραφία, έκαναν εξαιρετική δουλειά. Χορογράφησαν τις κινήσεις των περφόρμερ όταν παίρνουν τα ρούχα και τα τοποθετούν στα καθίσματα με συγκεκριμένες διαδρομές τρομερής ακρίβειας.
— Θα λέγατε ότι το «Noli me tangere» είναι εικαστική εγκατάσταση ή ένας υπερμεγέθης ζωγραφικός πίνακας;
Μεγάλη μου τιμή να θεωρηθεί ζωγραφικός πίνακας. Αρχικά, κάναμε μια μεγάλη μακέτα 2 μέτρων με φωτογραφίες των κοστουμιών, όπου αξιολογήσαμε την τονικότητα, τη χρωματότητα και τις εντάσεις κάθε κοστουμιού, έτσι ώστε από μακριά να υπάρχει μια συντεθειμένη όψη.
Δηλαδή, η κατανομή των κοστουμιών γινόταν τονικά, ζωγραφικά, καλλιτεχνικά. Σε αυτό συνέβαλε και ο καταπληκτικός φωτιστής Χρήστος Τζιόγκας. Κάθε καρέκλα ήταν σχεδιασμένη με ακρίβεια.
— Κι εκεί ήρθε η μουσική να παίξει τον δικό της ρόλο. Βέβαια, αν ο Μάλερ διαθέτει μια σαφή αναφορά, ο Κούρταγκ είναι κάτι πιο αινιγματικό.
Ο Κούρταγκ είναι δαιμονόγερος. Μόλις παρουσίασε, στα 93 του, στη Σκάλα, μια όπερα παραγγελία πάνω στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, την οποία δούλευε τα τελευταία τρία χρόνια.
— Τι να σημαίνει, άραγε, η επιλογή του αυτή! Πάντως, η δική σας επιλογή με τον τίτλο «Noli me tangere»/«Μη μου άπτου» εμπεριέχει θρησκευτικότητα.
Είναι το «Μη με αγγίζεις του Ιησού», αλλά σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με έναν περίεργο συντηρητισμό που βλέπω να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων, ιδίως των νέων: το μη φύλο, το άφυλο, το είμαι εδώ και βλέπε μόνο. Αυτό έχει να κάνει με την αθλιότητα του politically correct και είναι απαράδεκτα ανιαρό. Αν κινδυνεύουμε να πεθάνουμε από κάτι, είναι από ανία. Αυτό είναι ένα σύμπτωμα.
Στο βιβλίο του Nτιντιέ Aνζιέ «Το εγώ-δέρμα» υπάρχει η αναφορά στον Ιησού που ζητάει από τη Μαγδαληνή να μην τον αγγίξει, ενώ τον αδελφικό του φίλο Θωμά τον προτρέπει να αγγίξει το χέρι του για να πιστέψει. Αρνείται την επαφή σε μια γυναίκα, ενώ την επιτρέπει σε έναν άντρα.
Επίσης, ο συγγραφέας αναφέρεται στα παιδιά και στους γονείς, στο πώς οι Εσκιμώοι κρατάνε τα παιδιά τους επάνω τους, με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση, να μη φοβούνται.
— Στα «υλικά» σας στο πρόγραμμα αναφέρεστε και στο «Noli me tangere» του Αντόνιο Αλέγκρι ντα Κορέτζιο που βρίσκεται στο Πράδο, στη Μαδρίτη.
Αν με ρωτούσαν τι με ενέπνευσε, θα συμπεριλάμβανα και αυτή την εικόνα. Δράμα σημαίνει δράση που επιτελείται και ολοκληρώνεται από σώματα που κινούνται μπροστά από άλλα ζωντανά σώματα, τα οποία πρέπει να κινητοποιηθούν. Υπό αυτή την έννοια, επρόκειτο για δρώντα σώματα. Μου αρέσει ό,τι διαβάζεται σε πάρα πολλά επίπεδα, οι θεατές που είναι συγχρόνως συμμετέχοντες.
— Αναφέρεστε και στον Φιτζκαράλντο. Τι αντλείτε από αυτόν;
Ο αγώνας που έκανε ο Φιτζκαράλντο να μετακινήσει το πλοίο πάνω από τα βουνά μοιάζει με αυτόν που κάναμε στην Ελευσίνα για να μετακινήσουμε το στάρι μέσα σε τσιμέντο. Σε αυτό το περίεργο παιχνίδι βρίσκεται όλη η ματαιότητα. Όσο περνάει ο καιρός, βλέπω ότι στη δουλειά μου ελλοχεύει η ματαιότητα ως υλικό, η τυφλότητα.
— Μπορούμε, εν τέλει, να πούμε ότι ήταν μια εικαστική δράση που συνομίλησε με τον Μάλερ και τον Κούρταγκ;
Είναι μεγάλη φιλοφρόνηση το ότι, εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Μάλερ, κάνω σχόλιο πάνω στο έργο του.
— Γιατί όχι; Αν στην Ελευσίνα το θρόισμα των σταχυών ήταν η αναπνοή του θεού, εδώ η αναπνοή του έργου είναι ο Μάλερ και ο Κούρταγκ.
Είναι ό,τι ωραιότερο έχω ακούσει. Αν το εισπράξατε έτσι, είναι μεγάλη ευχαρίστηση για μένα. Δεν είχα σκεφτεί ότι μπορούσε να αναπνέει ο Μάλερ μέσα σε αυτό.
— Αυτός δεν ήταν ο στόχος;
Το «Μη μου άπτου» μιλάει για μια Ανάσταση. Η όπερα ανασταίνει από το μηδέν τα ανθρώπινα πάθη. Αν με αυτά που κάνω καταφέρνω να αναστήσω την ανάσα του Μάλερ ή του Κούρταγκ, ο κοινός τόπος είναι η όπερα, χώρος αναστάσιμων γεγονότων.
— Υπήρχε κάποιο πρόσφατο πρότζεκτ που είχατε στα σκαριά ή είχατε ολοκληρώσει και πλησίαζε ως ιδέα την ανάθεση της Λυρικής;
Τον Οκτώβριο ήμουν στην Μπιενάλε στη Ρίγα με το «All of old. Nothing else ever. Όλα περασμένα, ποτέ τίποτε άλλο», μαζί με την Κατερίνα Γρέγου. Πρόκειται για τη φράση του Μπέκετ που ουσιαστικά λέει «πάντα προσπαθούσες, πάντα αποτύγχανες». Είχα γράψει τότε: «Πρόκειται για μια σκηνική εγκατάσταση, όπου ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν, γιατί μόνο μέσα στο θέατρο του κόσμου μπορεί κάτι να φαίνεται και να μην είναι συγχρόνως». Μετά έγινε αυτό το έργο στην Αθήνα.
Info:
The artist on the composer
3, 10 Φεβρουαρίου 2019
Κύκλος Μουσική και εικαστικές τέχνες, σε συνεργασία με τον Οργανισμό ΝΕΟΝ
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ώρες έναρξης: 18.30 & 20.30
σχόλια