Ο παππούς της Μαρίας Παπαδημητρίου είχε το «Ερμείον», αλλά αυτή έκανε την πρώτη της έκθεση σε ένα προποτζίδικο.

Ο παππούς της Μαρίας Παπαδημητρίου είχε το «Ερμείον», αλλά αυτή έκανε την πρώτη της έκθεση σε ένα προποτζίδικο. Facebook Twitter
0
Ο παππούς της Μαρίας Παπαδημητρίου είχε το «Ερμείον», αλλά αυτή έκανε την πρώτη της έκθεση σε ένα προποτζίδικο. Facebook Twitter
Τα παιδιά είναι πάντοτε ένας θησαυρός. Έχουν αγάπη για τη γνώση, έχουν ιδέες, σε εκπλήσσουν πάντοτε με τον τρόπο που σκέφτονται και χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους. Είναι όμως φανερό πια και το ζόρισμά τους. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
  • Γεννήθηκα στην Αθήνα, στην Ακρόπολη. Μέναμε στην Παρθενώνος και οι βόλτες μου από μικρό παιδί ήταν στην Ακρόπολη και στο Σύνταγμα. Στον περίπατο που με πήγαινε η μαμά μου περνούσαμε μπροστά από το σπίτι του Παρθένη, που είχε ψηλό τοίχο και παράθυρα-φεγγίτες, και μου έλεγε ότι ο Παρθένης είναι συγκλονιστικός ζωγράφος. Έτσι, μου είχε δημιουργηθεί μια εντύπωση για τους καλλιτέχνες πολύ μεταφυσική, περίεργη.
  • Ο παππούς και οι γονείς μου ήταν ξενοδόχοι. Ο παππούς ήρθε στην Αθήνα από τη Σάμο σε ηλικία 15 ετών και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να αποκτήσει 3 μικρά ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης. Μετά, έφυγε στον πόλεμο. Όταν επέστρεψε, δεν βρήκε τίποτα κι έτσι σχεδόν μίσησε την ιδιοκτησία. Όμως συνέχισε το ίδιο επάγγελμα, αυτήν τη φορά όχι ως ιδιοκτήτης, αλλά ως επιχειρηματίας. Δύο χαρακτηριστικά ξενοδοχεία του παππού έχουν καταγραφεί έντονα στη μνήμη μου, το ένα για την ομορφιά του και το άλλο για την ιδιαιτερότητά του. Το ξενοδοχείο «Εμπορικόν» ήταν από τα πρώτα κτίρια στην καρδιά της Αθήνας, στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, που υιοθέτησαν τις αρχές της αρ νουβό. Τετραώροφο, με εξωτερική διακόσμηση με άτλαντες, μεγάλα γλυπτά και εσωτερικές οροφογραφίες παντού. Ήθελα να το επισκέπτομαι γιατί μου άρεσε να χαζεύω τις ζωγραφιές στα ταβάνια, να ανεβαίνω την τεράστια στρογγυλή σκάλα από το υπόγειο στο δώμα και μετά να την κατεβαίνω, κάνοντας τσουλήθρα στο κάγκελο. To ξενοδοχείο «Ερμείον» είχε άλλη γοητεία. Κι αυτό τετραώροφο, αλλά ο τελευταίος όροφος στέγαζε το σπίτι της οικογένειας και τη μικρή βιοτεχνία της γιαγιάς. Η δουλειά και η ζωή ήταν αξεδιάλυτα μπλεγμένα. Θυμάμαι το μεγάλο χολ μ' ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση. Αριστερά και δεξιά δωμάτια, στο βάθος η κουζίνα και οι τουαλέτες, από την άλλη πλευρά μια μεγάλη βεράντα με θέα την Ακρόπολη. Το τι γινόταν μέσα σ' αυτό το σπίτι είναι απερίγραπτο. Η γιαγιά είχε μετατρέψει το μεγάλο δωμάτιο σε εργαστήριο γραβατών και παπιγιόν πολυτελείας, πέντε-έξι κοπέλες δούλευαν σε αυτό. Οι καμαριέρες του ξενοδοχείου πηγαινοέρχονταν και συνεχώς κάτι μαγείρευαν στην κουζίνα για την οικογένεια, τους υπαλλήλους και τους πελάτες. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε συνεχώς. Μόνο τις Κυριακές υπήρχε ησυχία και ο παππούς έπαιρνε μαθήματα ζωγραφικής στο μεγάλο τραπέζι του χολ. Το δίπτυχο σπίτι-εργασία με ενθουσίαζε, πάντα έβρισκες κάποιο ενδιαφέρον επεισόδιο να παρακουλουθήσεις. Στη συνέχεια, έζησα τα εφηβικά μου καλοκαίρια στα ξενοδοχεία των γονιών μου. Ασφαλώς πιο μοντέρνα, λίγο μεγαλύτερα, ποτέ όμως δεν ξεπερνουσαν τα 50-60 δωμάτια. Είχαν, σαν να λέμε τουριστικά, έναν οικογενειακό χαρκτήρα. Ο πατέρας μου είχε διάφορα ξενοδοχεία στην Αθήνα κατά καιρούς, όπως το «Πλάκα», το «Μινώα».
  • Η μητέρα μου μού δίδαξε τη σημασία της παρατηρητικότητας και ο πατέρας μου την αισιοδοξία. Από μικρή έμαθα να παρατηρώ – και παρατηρούσα σε σημείο σχιζοφρενικό. Με την τέχνη έμπλεξα μικρή και κατά λάθος. Ήμουν στη Β' Γυμνασίου, στη Σχολή Hill. Το σχολείο αποφάσισε να κάνει ένα παζάρι τέχνης στο τέλος της χρονιάς. Όποιος είχε ταλέντο, θα μπορούσε να απαλλαγεί από το μάθημα των Θρησκευτικών για να δημιουργήσει τα έργα του. Πίστευα πως ήμουν εντελώς άτεχνη και αδέξια, αλλά για να γλιτώσω τα Θρησκευτικά, δήλωσα καλλιτέχνης. Το εργαστήριο ήταν σε μια μεγάλη αίθουσα με τεράστια τραπέζια γεμάτα μολύβια, χαρτιά, κόλλες, χρώματα, ψαλίδια – δεν ήξερα τι να φτιάξω. Άρχισα δειλά να κόβω χαρτάκια και να συνδυάζω σχήματα και χρώματα. Βλέποντας τα περίεργα κολάζ η υπεύθυνη του εργαστηρίου βροντοφώναξε: «Άρπ, Άρπ, αυτά είναι σαν του Αρπ!». Εγώ, βέβαια, δεν ήξερα ποιος είναι ο Αρπ, γύρισα στο σπίτι μου, έψαξα την εγκυκλοπαίδεια, δεν βρήκα τίποτα. Την άλλη μέρα πήγα στη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου, βρήκα τον κύριο Αρπ και ενθουσιάστηκα. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με την τέχνη, από περιέργεια που μετατράπηκε σε αφοσίωση. Μου ταίριαζε πολύ αυτός ο τρόπος έκφρασης, έβγαινε αβίαστα, γιατί με τον προφορικό λόγο είχα τα προβληματάκια μου. Τελειώνοντας το σχολείο, προσπάθησα να πετύχω στην Καλών Τεχνών, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν μπορούσα να συμμορφωθώ με τον τρόπο που η σχολή ήθελε να σχεδιάζουμε τότε.

Οι άνθρωποι που σχετίζονταν στενά μαζί μου από παλιά συνήθως μου έλεγαν ότι ξοδεύομαι μέσα απ' τις σχέσεις μου, επενδύω αλόγιστα στους άλλους και χάνω τον χρόνο μου. Εγώ όμως δεν το έβλεπα έτσι. Η σπατάλη, η ενασχόληση με τον άλλο και τον ξένο είναι τα βασικά εργαλεία της δουλειάς μου

  • Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, από την απελπισία μου αρρώστησα – μεγάλη αποτυχία. Έτσι άρχισε η πρώτη περιπλάνηση. Σε αυτό με βοήθησε ο καλός μου δάσκαλος ο Μίμης Κοντός. Μου είπε: «Μη σε νοιάζει, δεν είσαι εσύ για τέτοιους ακαδημαϊσμούς. Φύγε, ταξίδεψε, να μάθεις πρώτα απ' όλα τον δρόμο. Φύγε και όπου σε βγάλει». Μετά από τέσσερα χρόνια περιπετειών, το 1981, βρέθηκα στο Παρίσι. Εκεί σπούδασα και δεν το μετάνιωσα. Ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, το 1987, δεν ήξερα σχεδόν κανέναν από τον καλιτεχνικό κύκλο και αυτούς τους λίγους που ήξερα ήθελα να τους ξεχάσω. Νοίκιασα ένα εργαστήριο στην πλατεία Ψυρρή – τότε η περιοχή δεν ήταν τουριστική ατραξιόν με ταβέρνες και μπαρ, είχε βιοτεχνίες με παπούτσια και τσάντες, μαγαζιά με χρώματα, γυαλικά, ένα τυπογραφείο, τον Μπάμπη τον χασάπη, τη Σπατανέικη Ταβέρνα και το προποτζίδικο. Η πρώτη μου έκθεση έγινε στο προποτζίδικο. Ήταν Σάββατο μεσημέρι, ο Μπάμπης είχε τοποθετήσει στον δρόμο έξω από το χασάπικο τραπέζια σκεπασμένα με λαδόκολλες και το γιουβέτσι χύμα. Αυτό ήταν το κέτερινγκ! Η επόμενη μεγάλη, σχεδόν δημόσια παρουσία ήταν σ' ένα εργοστάσιο στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Συστηματικά άρχισα να εκθέτω από τις αρχές του '90. Συνεργάστηκα με την Έπη Πρωτονοταρίου και τον Μάνο Παυλίδη στην γκαλερί Δεσμός. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον τρόπο που ιδίως η Έπη ενθάρρυνε όλους εμάς τους νέους καλλιτέχνες, ούτε την Ελένη Κορωναίου, που της οφείλω τη γνωριμία μου με τον Helmut Middendorf, τον Martin Kippenberger, τον Peter Pakesch. Αλλά ούτε και την Κατερίνα Καφοπούλου, που με ακολουθούσε σε όλες τις τρελές μου ιδέες και με βοηθούσε να τις πραγματοποιήσω. Φυσικά, ούτε τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, που η συνεργασία μας συνεχίζεται έως σήμερα.
  • Τότε έμενα στην Αλκμάνος, πίσω από το Holiday Inn. Το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων. Γνωστοί, άγνωστοι, φίλοι φίλων, καλλιτέχνες, πάρτι, ξενύχτια, καφέδες ατελείωτοι, μια παρέα που όλο άλλαζε και μεγάλωνε με βασικό κορμό τον Μίλτο Μανέτα, τον Ηλία Μαρμαρά και τον Δημήτρη Ντογκατζή. Ήμασταν μια ομάδα κρούσης αντισυμβατική, με νέες ιδέες, που επιζητούσε τη ρήξη με τον καθωσπρεπισμό.
Ο παππούς της Μαρίας Παπαδημητρίου είχε το «Ερμείον», αλλά αυτή έκανε την πρώτη της έκθεση σε ένα προποτζίδικο. Facebook Twitter
Είμαι πολύ πεισματάρα. Ιδίως όταν θέλω να κάνω πράγματα. Έχω μάθει όμως στη ζωή μου ότι αυτό το πείσμα και την επιθυμία πρέπει να τα πηγαίνω μέχρι τα όρια όταν αφορούν μόνο εμένα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
  • Το 1998, και ενώ έψαχνα για παλιά έπιπλα σε φτηνές τιμές στη Δυτική Αττική μαζί με τη φίλη μου Katerina Whurtle, ανακάλυψα μια κοινότητα Ρομά από τη Βόρεια Ελλάδα, που βασική τους ασχολία ήταν τα παλιά αντικείμενα και έπιπλα. Χρησιμοποιούσαν αυτή την υποβαθμισμένη περιοχή στα όρια της πόλης ως τόπο παροδικής ή μόνιμης εγκατάστασης. Ο τρόπος ζωής τους βασίζεται στην ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων, καθώς και μιας διαφορετικής αντίληψης για την εγκατάσταση και τον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Αυτό που είδα εκεί ήταν η ιδέα ενός πρόχειρου οικισμού, ένα είδος κινητής μετα-αστικής πόλης που εξυπηρετεί τις ανάγκες για προσωρινή στέγαση και τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Ο νομαδικός τρόπος ζωής τους και οι ιδιαιτερότητες της κοινότητας, η παράδοσή τους και ταυτόχρονα η περιθωριοποίησή τους από την υπόλοιπη κοινωνία μου έδωσαν την ιδέα για τη δημιουργία ενός συστήματος επικοινωνίας και ανταλλαγής ανάμεσα στους κατοίκους, την καλλιτεχνική κοινότητα, το κοινό και εμένα την ίδια. Το εγχείρημα αυτό το ονόμασα «Προσωρινό αυτόνομο μουσείο για όλους» και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην 25η Μπιενάλε του Σάο Πάολο της Βραζιλίας, σε επιμέλεια της Έφης Στρούζα. Από τότε το έργο αυτό έχει γίνει viral και γνωστό με τα αρχικά Τ.Α.Μ.Α. (Temporary Autonomous Museum for All).
  • Οι άνθρωποι που σχετίζονταν στενά μαζί μου από παλιά συνήθως μου έλεγαν ότι ξοδεύομαι μέσα απ' τις σχέσεις μου, επενδύω αλόγιστα στους άλλους και χάνω τον χρόνο μου. Εγώ όμως δεν το έβλεπα έτσι. Η σπατάλη, η ενασχόληση με τον άλλο και τον ξένο είναι τα βασικά εργαλεία της δουλειάς μου.
  • Στις αρχές του 2000 ο πατέρας μου έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα που τον καθήλωσε στο κρεβάτι για τα επόμενα έξι χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Το κυριότερο μέλημά μου ήταν η θεραπεία του. Σταμάτησαν οι κυριακάτικες συγκεντρώσεις στο σπίτι και τα καλέσματα. Ο πόνος δημιουργεί εσωστρέφεια. Έπρεπε να πάρω ορισμένες επείγουσες αποφάσεις και να ασχοληθώ με τη δουλειά του. Είχε απομείνει ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά. Το δίλημμά μου ήταν αν θα το κλείσω ή θα το ανακαινίσω για να συνεχίσει τη λειτουργία του. Αμφιταλαντεύτηκα αρκετά, γιατί η εργασία αυτή μου άρεσε και θα μου εξασφάλιζε ένα ασφαλέστερο εισόδημα. Πώς μπορούσα, όμως, να παρατήσω την κοπιαστική και αλλοπρόσαλλη πορεία που είχα κάνει μέχρι τότε στην τέχνη και είχα χτίσει με πολύ κόπο και δαπάνη; Η απόφαση πάρθηκε και τελικά η επιχείρηση έκλεισε. Η σειρά με τα ξενοδοχεία που ακολούθησε στη συνέχεια, με αφετηρία το Hotel Grande στη Λάρισα (2005), είναι αφιερωμένη στον πατέρα μου. Του το είχα υποσχεθεί πως θα έβρισκα έναν τρόπο να συνεχιστεί αυτή η οικογενειακή παράδοση, αλλά αλλιώς.
  • Όταν έκλεισα το ξενοδοχείο, έπρεπε να αδειάσει ολόκληρο μέσα σε 24 ώρες για να περάσει επιθεώρηση. Πήρα τηλέφωνο μια μεταφορική εταιρεία που μου ζήτησε ένα απίστευτο ποσό και είπε ότι όλο αυτό θα χρειαζόταν το λιγότερο τρεις μέρες. Και τότε σκέφτηκα να πάρω τους φίλους μου τους Τσιγγάνους από το Μενίδι, οι οποίοι ήρθαν αμέσως. Γέμισε ο δρόμος τρίκυκλα, μικρά φορτηγά, μεγάλα φορτηγά, μπήκαν μέσα και σε πέντε ώρες διέλυσαν και πήραν τα πάντα. Σκαρφάλωναν, άνοιγαν ντουλάπια, κουβαλούσαν αντικείμενα, επίπλωση, σκεύη, τα πάντα, και τα μετέφεραν, στοιβάζοντάς τα, στο κέντρο της κοινότητάς τους. Από κει και πέρα, καθένας πήρε ό,τι ήθελε, στρώματα, κρεβάτια κ.λπ. Ζήτησαν πολύ λιγότερα χρήματα, έκαναν τη δουλειά αμέσως και τα πράγματα τα μοιράστηκαν ή τα πούλησαν. Στην τελευταία μεταφορά, όταν είχε βραδιάσει πια, ήμουν κι εγώ μέσα στο φορτηγό. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν τόσο μεγάλη, που ξέσπασα κι άρχισα να κλαίω. Αυτοί οι άνθρωποι με έβαλαν σε ένα σπίτι, με τύλιξαν με μια κουβέρτα, μου έφταξαν τσάι, οι γυναίκες με χάιδεψαν κι όλο αυτό έγινε τόσο ομαλά, όμορφα και τόσο ανθρώπινα.
  • Τον Σεπτέμβριο του 2011 αποφάσισα να αξιοποιήσω μια μικρή, ξεχασμένη αυλή με ερειπωμένα μικρά δωμάτια ολόγυρα στη βιομηχανική περιοχή της Αθήνας που τυχαίνει να είναι η παλαιότερη γειτονιά της πόλης, τον Ελαιώνα (στην αρχή της αρχαίας οδού που οδηγούσε στα Ελευσίνια Μυστήρια). Συζήτησα την ιδέα μου με την Cathryn Drake και αμέσως δέχτηκε να συμμετάσχει. Πρόκειται για ένα τυπικό αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα του 19ου αιώνα. Ζούσαν εκεί φτωχοί άνθρωποι και οι αυλές αυτές ήταν το μέσον επικοινωνίας, αλληλεγγύης και ενότητας. Ο τίτλος του χώρου είναι «Souzy Tros» και ο υπότιτλος «Loveless - Hot Trahanas». Ο τραχανάς είναι μια θρεπτική σούπα της ελληνικής κουζίνας, που συνδέεται κυρίως με τη φτώχεια. Ο τίτλος προέκυψε από μια διάσημη σκηνή της ταινίας του 1969 Η Παριζιάνα, όπου η παχουλή πελάτισσα μιας συνοικιακής μοδίστρας ισχυρίζεται ότι κάνει δίαιτα για να χωρέσει στο καινούργιο φουστάνι, αλλά παχαίνει διαρκώς. «Σούζη, τρως! Και ψεύδεσαι και τρως!» της απαντά η μοδίστρα, φράση που μπορεί να θεωρηθεί αλληγορική, παραπέμποντας στην άρνηση του ελληνικού κράτους απέναντι στην οικονομική κρίση, καθώς και στη γενική παγκόσμια άρνηση να αλλάξουμε τον αδιέξοδο σύγχρονο τρόπο ζωής. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μαζεύονται και συναντιούνται σε κοινές δραστηριότητες. Ένας νέος τόπος ελεύθερης σκέψης, δημιουργικότητας και διαλόγου.
  • To έργο με το οποίο εκπροσώπησα τη χώρα μας στην 56η Μπιενάλε της Βενετίας 2015, το «Why look at animals? AGRIMIKA», συνίσταται στην ακριβή μεταφορά ενός καταστήματος που βρίσκεται στην περιοχή «Παλιά» της πόλης του Βόλου. Πρόκεται για ένα απομεινάρι του παρελθόντος που εμπορεύεται τομάρια και δέρματα ζώων. Η ταμπέλα του γράφει «ΔΕΡΜΑΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΑΓΡΙΜΙΚΑ» και η πρόσοψή του μαρτυρά εγκατάλειψη. Πλησίασα το θολό τζάμι από περιέργεια και αντίκρισα μια υπέροχη εγκατάσταση εκθεμάτων άγριων ζώων που έχει σταματήσει στον χρόνο. Δεν καταλάβαινα αν ήταν εκθετήριο, καφενείο, σάλα υποδοχής ή αν γινόταν κάποια εμπορική δραστηριότητα. Άνοιξα την πόρτα με δέος, δύο ηλικιωμένοι άνδρες καθισμένοι στη δεξιά γωνία του καταστήματος έπιναν καφέ και συζητούσαν. Ο ένας ήταν ο ιδιοκτήτης. H πραγματικότητα του καταστήματος αποτελεί την έκφραση και την καταγραφή της σπάνιας προσωπικότητας του ιδιοκτήτη, ο οποίος έχει ζήσει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, απέναντι στην οποία έχει κρατήσει κριτική στάση. Ένας σπάνιος άνθρωπος, με αξίες και ήθος. Ο τρόπος που έχει διαμορφώσει/διακοσμήσει τον χώρο του μας φέρνει σε άμεση επαφή με το αγρίμι και μας ζητά να αναμετρηθούμε μαζί του επί ίσοις όροις.
  • Τα τελευταία 16 χρόνια διδάσκω στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τα παιδιά είναι πάντοτε ένας θησαυρός. Έχουν αγάπη για τη γνώση, έχουν ιδέες, σε εκπλήσσουν πάντοτε με τον τρόπο που σκέφτονται και χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους. Είναι όμως φανερό πια και το ζόρισμά τους. Οι περισσότεροι φοιτητές αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν περιθώρια για σπατάλες και οι γονείς δύσκολα μπορούν να βοηθήσουν. Η κρίση έχει κάνει τα παιδιά συνεπέστερα, αλλά και λίγο μελαγχολικά. Θέλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους χωρίς να χάνουν χρόνο με τις κομματικές νεολαίες που δεν τους προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο. Βέβαια, τα πανεπιστήμια αυτήν τη στιγμή πάσχουν γιατί έχουν ελλειμματική χρηματοδότηση και η πλειονότητα των καθηγητών προσπαθεί με όλο και πιο λίγα μέσα να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο σπουδών με προσωπικό κόστος.
  • Είμαι πολύ πεισματάρα. Ιδίως όταν θέλω να κάνω πράγματα. Έχω μάθει όμως στη ζωή μου ότι αυτό το πείσμα και την επιθυμία πρέπει να τα πηγαίνω μέχρι τα όρια όταν αφορούν μόνο εμένα. Αν αφορούν και άλλους, πρέπει να σταματάω εκεί όπου αισθάνομαι ότι οι άλλοι έχουν αδυναμία. Αυτό είναι ένα μάθημα το οποίο πήρα πρόσφατα και το οποίο κάποιος άλλος θα μπορούσε να εκλάβει ως αποτυχία. Εγώ όμως το εκλαμβάνω ως μια πολύ μεγάλη επιτυχία, γιατί έμαθα κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο στο μέλλον θα με απαλλάξει από πολλές φασαρίες.

Info:
Το 2003 η Μαρία Παπαδημητρίου κέρδισε το βραβείο του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. Το 2016 της απονεμήθηκε ο βαθμός της Officier dans l' Ordre des Palmes Académiques από τη γαλλική κυβέρνηση. Αυτήν τη στιγμή συμμετέχει στην ομαδική έκθεση «Οδοιπορικό» στην Γκαλερί Ελένη Κορωναίου (έως τις 4/3) και στα GR80s (Ντίσκο Μόδα, Περίπτερο Δ10, Τεχνόπολις - Γκάζι, έως τις 12/3).

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Οι Αθηναίοι
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT
Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αγνή Πικιώνη: «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ»

Οι Αθηναίοι / «Δυσκολεύονταν να με πλησιάσουν επειδή ήμουν η κόρη του Πικιώνη»

Η Αγνή Πικιώνη, κόρη του οραματιστή αρχιτέκτονα που είχε αφοσιωθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική, μιλά για τη ζωή της δίπλα σε εκείνον, που της έμαθε ότι «ένας απλός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό». Αρχιτέκτονας και η ίδια, φρόντισε να διασώσει και να ταξινομήσει το έργο του. Τη θυμώνει η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και πιστεύει ότι η Αθήνα έχει χάσει το στοίχημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κρίστη Στασινοπούλου: «Έχω φάει τη νύχτα με το κουτάλι, προτιμώ πια να κάθομαι σπίτι»

Οι Αθηναίοι / Κρίστη Στασινοπούλου: «Έχω φάει τη νύχτα με το κουτάλι, προτιμώ πια να κάθομαι σπίτι»

Όλοι τη ρωτούν για τον Παύλο Σιδηρόπουλο όμως έχει ζήσει περισσότερα δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Eurovision, αισθάνεται περήφανη που μεγαλώνοντας κατέληξε να κάνει μόνο πράγματα που της αρέσουν. Έχει γυρίσει τον κόσμο με τον Στάθη Καλυβιώτη και τη μουσική τους, μόλις κυκλοφόρησε ένα βιβλίο για τα ταξίδια τους που μετράνε πια 25 χρόνια.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ