Γεννήθηκα στο Τορίνο της Ιταλίας στις 25 Μαΐου του 1949. Έμεινα εκεί 10 χρόνια και ύστερα μπήκα οικότροφος σ’ ένα σχολείο στη γερμανόφωνη Ελβετία, όπου έμεινα μέχρι τα 18. Ο πατέρας μου είχε ένα κατάστημα με υφάσματα και όταν ήμουν 11 χρεοκόπησε. Ύστερα δούλευε στο τμήμα επικοινωνίας μιας εταιρείας σχεδιασμού αυτοκινήτων και πέθανε όταν ήμουν 18. Η μητέρα μου, που τώρα είναι 90, παντρεύτηκε έναν Ελβετό και μένει στη Γενεύη. Καπνίζει, κάνει ταξίδια μόνη της και είναι σε τέλεια φόρμα.
Τέλειωσα το σχολείο και πήγα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου σπούδασα γλώσσες. Ύστερα πήρα υποτροφία για τις ΗΠΑ, όπου σπούδασα έναν χρόνο στο Γέιλ κι έναν χρόνο στο Κολούμπια. Η αλήθεια είναι πως επιδίωξα να πάω στο Γέιλ γιατί η κοπέλα που αγαπούσα τότε νοσηλευόταν σε μια νευρολογική κλινική εκεί κοντά κι έπρεπε να βρω έναν τρόπο να είμαι δίπλα της. Αργότερα το έσκασε από την κλινική και την έψαχνα μάταια για πολλούς μήνες. Ύστερα έφυγα για τη Νέα Υόρκη και δεν την ξαναείδα, παρά 20 χρόνια αργότερα. Οι ΗΠΑ με κούρασαν αρκετά και η Ιταλία μου προκαλούσε ανάλογα συναισθήματα. Έτσι ήρθα στην Αθήνα, όπου έμεινα από το 1977 μέχρι το ’81.
Αισθάνομαι την Ελλάδα σαν την πατρίδα μου, την αγαπημένη μου χώρα. Είναι ένα υπέροχο μέρος. Όπως λέει ο Έλιοτ στα Τέσσερα Κουαρτέτα, «home is where you start from». Το μέρος απ’ όπου ξεκινάς δεν έχει σχέση με το μέρος όπου γεννιέσαι, είναι ο τόπος στον οποίο ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και νιώθεις ελεύθερος. Σε μένα όλα αυτά συνέβησαν εδώ, γι’ αυτό είμαι τόσο δεμένος με την Ελλάδα. Μου αρέσει ο πολιτισμός της, οι άνθρωποι, η μουσική, η ιστορία, η αισθητική. Οι Έλληνες είναι αναρχικοί. Όχι με την πολιτική έννοια, αλλά με την πολιτισμική. Είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Έχουν ελεύθερο νου. Προέρχονται από μια βαθιά ιστορία κι έχουν δυνατές ρίζες.
Μέχρι τα 12-13 σιχαινόμουν το διάβασμα, μέχρι που μου τράβηξαν την προσοχή δύο βιβλία: το ένα ήταν του Πόε και το άλλο του Τολστόι. Έτσι άρχισε η σχέση μου με το διάβασμα.
Δεν πήγαινα πολύ σινεμά μικρός. Μία από τις ταινίες που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το La Strada του Φελίνι, που είδα στο οικοτροφείο στα 12. Με είχαν εντυπωσιάσει η βία και η ανικανότητα του Ζαμπάνο να νιώσει την αγάπη της Τζελσομίνα.
Όταν ήμουν 12 χρόνων είχαμε στο οικοτροφείο μάθημα καλλιτεχνικών. Την πρώτη μέρα μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη και μας είπε ν’ αγοράσουμε νερομπογιές, γκουάς, βούρτσες και χάρακα. Τη δεύτερη μέρα έκανε στον πίνακα ένα σχέδιο που έμοιαζε με την Παναγία και μας είπε να το χρωματίσουμε όπως θέλουμε. Την τρίτη μέρα το μάθημα διήρκεσε δυο ώρες. Ο δάσκαλος ήρθε κρατώντας ένα βιβλίο και μας διάβασε μερικές σειρές από τον Tόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν. Μας είπε να ζωγραφίσουμε τη σκηνή που ο Tόνιο Κρέγκερ βλέπει το ζευγάρι να περπατάει στην παραλία. Εκείνη τη στιγμή ανοίχτηκε ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά μου. Γι’ αυτό, κάθε φορά που κάποιος με ρωτάει πώς κατάλαβα ότι αγαπώ την τέχνη, απαντώ ότι δεν ευθύνεται κανένα βιβλίο και καμία ταινία, αλλά ένας δάσκαλος. Ο δάσκαλος αυτός έκανε μάθημα σε δύο τάξεις, που η καθεμιά είχε τρία παιδιά. Από αυτά τα έξι παιδιά εγώ έγινα επιμελητής, δύο έγιναν καλλιτέχνες, ο ένας εκδότης βιβλίων τέχνης και ο άλλος συλλέκτης.
Στην αρχή ξεκίνησα ως καλλιτέχνης. Στα 23 μου έκανα την πρώτη μου έκθεση στο Μιλάνο. Έχω εκθέσει έργα μου στη Νέα Υόρκη και σε πολλά ακόμα μέρη. Το 1978-79 και στην Αθήνα, με την Bernier. Κάπως έτσι γνώρισα τον Νίκο Μπάικα, με τον οποίο είμαστε πολύ καλοί φίλοι μέχρι σήμερα. Πιστεύω ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή καλλιτέχνες, ένας νοήμων άνθρωπος, εξαιρετικά φιλοσοφημένος.
Όταν ήρθα στην Ελλάδα ένιωθα πολύ μόνος. Είχα νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στο Κολωνάκι, με πολύ ωραία θέα, που το χρησιμοποιούσα και ως στούντιο. Ξυπνούσα το πρωί και μπορεί να δούλευα για 12 ώρες και στις 10 το βράδυ συνειδητοποιούσα ότι δεν είχα μιλήσει σε άνθρωπο. Ένας φίλος μού πρότεινε να γραφτώ σε μία σχολή μπαλέτου για να μη νιώθω μόνος. Δεν το είχα δοκιμάσει μέχρι τότε κι έτσι το έκανα. Ξεκίνησα, λοιπόν, τα μαθήματα, ερωτεύτηκα την Αμερικανίδα δασκάλα μου, την παντρεύτηκα κι εκείνη ήθελε να γυρίσουμε στο Σικάγο. Δυστυχώς, κάτι που με θέα τον Παρθενώνα μοιάζει ρομαντικό δεν είναι το ίδιο με θέα το Sears Τower, κι έτσι χωρίσαμε.
Στο Σικάγο παντρεύτηκα πάλι και ήταν το 1986 που σταμάτησα να εργάζομαι ως καλλιτέχνης και ξεκίνησα να κάνω διαφορετικά πράγματα. Έμεινα 4 χρόνια στη Φιλαδέλφεια και ύστερα πήγα στη Γενεύη, όπου για 11 χρόνια ήμουν διευθυντής στο Centre d’ Art Contemporain. Μετά από αυτό έκανα το 1999 την Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια προσλήφθηκα ως καλλιτεχνικός σύμβουλος στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Κωνσταντινούπολης, όπου δουλεύω μέχρι και σήμερα.
Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος και γι’ αυτό προσπαθώ πάντα στις ομαδικές εκθέσεις να εισάγω πολιτισμικό υλικό που να έχει μεγαλύτερη ανταπόκριση ως θεματική για την έκθεση. Έτσι, στην έκθεση «Faces» που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η ταινία του Κασσαβέτη, που αγαπώ πολύ, λειτούργησε ως πόλος έλξης για όσους δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη σύγχρονη τέχνη, ίσως επειδή δεν έχουν τα «κλειδιά» για να κατανοήσουν τον σκοπό της. Το Faces είναι μια ταινία για την αποξένωση και τις δυσκολίες στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι μια ταινία για το πρόσωπο από την εποχή του θεάτρου, τότε που λειτουργούσε ως εργαλείο για να κρύψεις τα συναισθήματά σου και όχι να τα εκδηλώσεις. Έτσι, σκέφτηκα να κάνω μια έκθεση που να έχει ως θεματική τον ρόλο της μάσκας και να μεταφέρει το συναισθηματικό φορτίο της ταινίας στην τέχνη, του παρελθόντος και του παρόντος.
Στην έκθεση αυτή παρουσιάζεται ένα αγαπημένο μου έργο, το βίντεο του Λουκά Σαμαρά με τίτλο self. Πρώτη φορά είδα το βίντεο αυτό στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στην Bernier το 1978, όπου παρουσίαζα κι εγώ κάτι. Ως επιμελητής, πλέον, όπου και να κάνω έκθεση, από τη Γενεύη μέχρι την Κωνσταντινούπολη, προσπαθώ πάντα να δείχνω αυτό το βίντεο του Σαμαρά. Είναι ένα εκπληκτικό έργο, ο τρόπος που έχει μονταριστεί κι επεξεργαστεί μουσικά το κάνει να αποτελεί ένα αριστούργημα. Είναι σαν να έχει αφήγηση, χωρίς να υπάρχει στην ουσία αφήγηση. Πραγματικά, όποτε μου δίνεται ευκαιρία, δείχνω αυτό το βίντεο, κι έχει καταλήξει αστείο να τον ρωτάω πάντα «μπορώ να δείξω το self;» και αυτός να μου απαντάει «ναι, μπορείς».
Όταν δεν δουλεύω πάω στο σούπερ μάρκετ, μαγειρεύω, κάνω μπουγάδα και οτιδήποτε μπορεί να κάνει κανείς στο σπίτι του. Διαβάζω, ακούω μουσική. Η μουσική μου αρέσει πολύ. Έχω μία πολύ καλή φίλη, την Καίτη Κουλιά, που είναι επίσης εκπληκτική μουσικός. Είναι από την Κάλυμνο και τραγουδάει νησιώτικα μαζί με μερικούς άλλους μουσικούς από την Κρήτη. Την είχα καλέσει στην Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης να τραγουδήσει μαζί με τον Σόλωνα Λέκκα, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, είναι μία από τις μουσικές ιδιοφυΐες που υπάρχουν στον χώρο. Μου αρέσουν επίσης οι Ιμάμ Μπαϊλντί, τους οποίους και παρακολούθησα τις προάλλες στο Μπενάκη.
σχόλια