Σύλλας Τζουμέρκας

Σύλλας Τζουμέρκας Facebook Twitter
0

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου είναι καθηγητές και έτσι έκανα το «αγροτικό» μου στη Νίσυρο. Αυτό που μου αρέσει να λέω στη Θεσσαλονίκη είναι ότι είμαι από την Αθήνα και στην Αθήνα ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη.

Η παραμονή μου στη Νίσυρο είναι από τα πράγματα που με έχουν τροφοδοτήσει πάρα πολύ. Φαντάσου πως ήμουν ένα παιδί που μεγάλωνα στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκα ξαφνικά σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, με μια άλλη επαφή με τη φύση, μια τελείως διαφορετική ζωή. Μεγαλώνοντας σε αυτά τα δύο μέρη σου δημιουργείται ένα είδος αντίφασης. Ήμουν στην πόλη, πήγαινα σχολείο και έκανα γαλλικά και αγγλικά και την ίδια στιγμή ένα κομμάτι δικό μου είχε μεγαλώσει χωρίς τίποτα απ' όλα αυτά, με τους φίλους μου στο νησί. Μια αντίφαση που δεν είναι εύκολη, αλλά δυναμωτική και ζωογόνα.

Στην Αθήνα ήρθα στα 18 μου για σπουδές. Πέρασα Θεατρολογία, αφού από μικρός ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά. Αυτό ήταν το πράγμα που αγαπούσα πιο πολύ. Δεν αγαπούσα μόνο να βλέπω ταινίες. Αγαπούσα τη φτιαξιά τους. Μου άρεσαν οι τεχνικοί, οι ηθοποιοί, το σενάριο και η ένταση που υπήρχε. Τώρα που δουλεύω δεν σκέφτομαι ποτέ αν αυτό ταιριάζει με αυτό που φανταζόμουνα. Το αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Προτιμώ να βλέπω καλά αυτό που ζω. Ακόμα, βέβαια, η μεγάλη χαρά είναι η συνεργασία με τους άλλους ανθρώπους.

Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος όταν μετακόμισα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Είναι μια πόλη που είναι στην καρδιά μου, γιατί εδώ είναι η ζωή μου. Τριγυρνάω στο κέντρο. Μου αρέσουν τα κέντρα των πόλεων γενικά. Η ζωή στα προάστια δεν με αφορά καθόλου. Δεν ξέρω πώς να ζήσω εκεί.

Η εμπειρία μου στο ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν απογοητευτική. Υπήρχε απίθανη δύναμη καθυστέρησης. Νιώθω μίσος, γιατί ενώ ήμασταν πολλοί νέοι με πολύ όρεξη, αυτό που έβλεπα ήταν πολλούς ανθρώπους δίπλα μου να τσακίζουν επειδή το πανεπιστήμιο είναι σε αυτή την κατάσταση.

Ο κινηματογράφος είναι μια δουλειά που θέλει κότσια. Μπλέκονται πάρα πολλοί παράγοντες και είναι μια ακριβή τέχνη. Αυτό που θέλει τα πραγματικά κότσια είναι να μπορείς να πεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Να επιτεθείς με την εμπειρία σου.

Η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία ήταν τα Μάτια που τρώνε, που είχε μια πορεία καλή και έφτασε μέχρι τις Κάννες. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά ότι μπορεί να ζωντανέψει το υλικό. Είναι φοβερή εκείνη η στιγμή που το καταλαβαίνεις αυτό. Δεν είναι κάτι στριμωγμένο και άψυχο, αλλά κάτι που έχει τη δική του ζωή που εσύ πια ακολουθείς.

Η Χώρα Προέλευσης είναι η πρώτη μου μεγάλου μήκους. Τη χρηματοδότηση την έλαβε όταν ήμουν φαντάρος. Θέλαμε να μιλήσουμε για τη χώρα και την οικογένεια. Για το πόσο αλληλένδετα είναι αυτά τα δύο. Χτίσαμε όλους τους χαρακτήρες πάνω σε αυτήν τη βασική ιδέα. Βασική έμπνευση της ταινίας ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού.

Μιλάμε πολλές φορές για τη χώρα και δεν καταλαβαίνουμε πως, όταν μιλάμε γι' αυτή, μιλάμε και για άτομα και για τις οικογένειες. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς είναι δυνατόν να επιτίθεται κανείς στη χώρα και να μην επιτίθεται στην οικογένεια, όταν η χώρα αποτελείται από διάφορες οικογένειες. Προσπαθήσαμε να βρούμε πού ταυτίζονται αυτοί οι δύο θεσμοί. Μιλάμε για την κρίση, για τις απάτες, για την πολιτική κατάσταση, χωρίς να υπολογίζουμε πως αυτά είναι μέσα στα σόγια μας. Από το πώς θα πει ο πατέρας στο παιδί του πως θα ψηφίσεις αυτό και θα πιστεύεις στο άλλο. Εκεί για μας είναι το κακό.

Αυτό που διέγνωσα στην ελληνική οικογένεια και με ενδιέφερε πολύ είναι το φαινόμενο του patronize. Οι τεχνικές, δηλαδή, καθοδήγησης που χρησιμοποιεί η ελληνική οικογένεια. Είναι αναπόφευκτο να το κάνει. Το θέμα είναι να διαγνώσεις πώς το κάνει, να το δεις και να καταφέρεις να ξεφύγεις. Δεν ξέρω ποια είναι η λύση. Τεράστια σημασία έχει να δεις πώς γίνεται. Το πώς θα ξεφύγεις είναι προσωπική υπόθεση του καθενός.

Στην ταινία εμφανίζονται τρεις γενιές: του '50, της μεταπολίτευσης και η νεότερη γενιά. Είναι αυτές που έχω ζήσει και που έχουν φτιάξει το φαινόμενο «μεταπολίτευση». Το τι έκαναν θα το δείτε στην ταινία. Αυτό που μας ενδιέφερε εμάς είναι να δείξουμε τις στιγμές που αυτές οι γενιές παίρνουν απόφαση. Με ενδιαφέρει να δούμε τη μεταπολίτευση χωρίς νοσταλγία, να δούμε τι συνέβη και να μιλήσουμε αντικειμενικά γι' αυτό.

Η μεταπολίτευση δεν έχει πεθάνει. Εκ των πραγμάτων συναλλασσόμαστε με αυτό που έρχεται μετά τη μεταπολίτευση. Όλοι συμμετέχουμε σε αυτό που έρχεται. Και φυσικά συμμετείχαμε και πριν. Από τα 20 μέχρι τα 30 έχω ανεχτεί σειρά πραγμάτων που δεν θα έπρεπε. Έχω κάνει λάθη σε ατομικό επίπεδο, που αντανακλούσαν σε ένα επίπεδο μιας ολόκληρης γενιάς. Μιλάω για το πώς δουλέψαμε, πώς σπουδάσαμε, πώς ψηφίσαμε. Σε όλα αυτά ήμασταν εκεί. Δεν ξέρω τι έπρεπε να κάνουμε, αλλά αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι πως δεν τα έκανα σωστά.

Είμαι σίγουρος πως η δικιά μας γενιά θα κάνει τα δικά της εγκλήματα. Ελπίζω να είναι λιγότερα από της προηγούμενης. Όταν ακούω, όμως, ότι είμαστε η κακομαθημένη γενιά, γίνομαι έξαλλος. Από πού προκύπτει ότι είναι κακομαθημένη μια γενιά η οποία βρίσκεται στα 18 της σε ένα διαλυμένο πανεπιστήμιο, σε δουλειές στις οποίες την εκμεταλλεύονται από το πρωί μέχρι το βράδυ, με ένα μεγάλο, αλλά κρυμμένο ταξικό ζήτημα, και φτάνοντας στα τριάντα, εκεί που πρέπει να αναπτύξει τις δικές της δουλειές, βρίσκεται σε μια χώρα χρεοκοπημένη; Πώς είναι δυνατόν αυτή η γενιά να είναι κακομαθημένη; Το κακομαθημένος είναι απλά άλλη μια μέθοδος πατροναρίσματος, γιατί αναφέρεται στη δεκαετία του '80. Σου λέει ότι εγώ σου έδωσα στη δεκαετία του '80 να τρως και να πίνεις και τώρα εσύ πρέπει να το πληρώσεις.

Λένε ότι η ταινία έχει πάρα πολύ θυμό. Νομίζω πως όλοι όσοι μεγαλώσαμε τη δεκαετία του '80 έχουμε μέσα μας ένα μεγάλο στρώμα θυμού. Η βία που μας ασκήθηκε ήταν κρυμμένη. Αυτό το στρώμα θυμού είναι εκεί. Θεωρεί πως η χώρα και οι δικοί μας άνθρωποι μας ξεγέλασαν. Αυτό που κάνει ο θυμός είναι πως σου δίνει ένταση και σε αναγκάζει να δεις. Από αυτή την άποψη είναι χρήσιμο. Η ταινία που αγαπάω και είναι βασισμένη στον θυμό είναι μια του Πολ Βερχόφεν από τη δεκαετία του '70. Λέγεται Turkish Delight και διαλύει την ολλανδική κοινωνία του τότε με απίστευτο θυμό και απίστευτο κέφι. Όταν ο θυμός πάει με το κέφι έχει μεγάλη πλάκα.

Οι Αθηναίοι
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος

Οι Αθηναίοι / Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: «Η δημοσιότητα που έχω είναι μεγαλύτερη από την αξία μου»

Τη δεκαετία του '50 έβγαλε το πιο φτηνό εισιτήριο, βρέθηκε στο Παρίσι και κοιμόταν στο πάτωμα, προκειμένου να γνωρίσει το «μαγικό σύμπαν» του κινηματογράφου. Ο Βούλγαρης τον φωνάζει ακόμα «δάσκαλο», ενώ κάποτε του έλεγαν ότι οι κριτικές του έμοιαζαν να απευθύνονται μόνο στους φίλους του. Όμως εκείνος παρέμεινε πιστός στον δικό του δρόμο. Και είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός

Οι Αθηναίοι / Χρήστος Μποκόρος: «Η τέχνη δεν είναι θέαμα, πρέπει να σε αφορά και να σε πονάει»

Όταν βρέθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, ένιωσε ότι ναυάγησαν όλα του τα όνειρα και οι επιθυμίες. Αν και έχει ζωγραφίσει χιλιάδες κεράκια, ακόμα αισθάνεται αρχάριος, γιατί το καθένα είναι διαφορετικό, όπως και οι άνθρωποι. Για εκείνον, η τέχνη είναι ένα μνημείο, και κάθε φορά με τα έργα του ακουμπά εκεί που πονάει, για να παίρνει δύναμη.
M. HULOT
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Sotja

Οι Αθηναίοι / Sotja: «Στο ξεκίνημά μου έλεγαν "αυτό το κοριτσάκι θα μου κάνει το tattoo;"»

Όταν μπήκε στα τατουατζίδικα, ελάχιστες γυναίκες εργάζονταν εκεί. Εξασκήθηκε πάνω σε «πανκιά» και βρήκε το προσωπικό της στυλ στις horror ταινίες των ’60s. Η Αθηναία της εβδομάδας θυμάται την εποχή που τα tattoo προκαλούσαν προβλήματα στη δουλειά και κακεντρεχή σχόλια στον δρόμο - και αυτή η πραγματικότητα δεν έχει ακριβώς τελειώσει.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ