Δεν είναι υπερβολή, αν γραφτεί ότι αν ο μισός ελληνικός κινηματογράφος είναι γεμάτος από τραγούδια του Χιώτη, του Χατζιδάκι, του Πλέσσα, ο άλλος μισός «τραγουδάει» Γιώργο Ζαμπέτα.
Αστείρευτος, ασταμάτητος, στα 7 του βραβεύεται -για το τραγούδι του!- σε σχολικό διαγωνισμό, στα 13 του γνωρίζεται με τον Τσιτσάνη και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1992, «χτυπημένος» από τον καρκίνο, γράφει περισσότερα από 250 τραγούδια, επιτυχίες στο σύνολο τους, «κλειδωμένες» στο ελληνικό DNA που ξέρει να φερθεί «και του λιμανιού και του σαλονιού».
Έχει ταξιδέψει παντού, έχει γνωριστεί με όλους τους σπουδαίους του ελληνικού πενταγράμμου, έχει γράψει ιστορία, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.
Ατακαδόρος και αθυρόστομος, καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας -και λάτρης της γραμματικής, να μια άγνωστη λεπτομέρεια-, γι' αυτό και εξαίρετος στιχοπλόκος, ο Ζαμπέτας είχε το δικό του φραστικό στιλ, που πέρναγε στα τραγούδια του, με τίτλο, σλόγκαν και ρυθμό, κάτι που τον έκανε περιζήτητο στις μεγάλες μουσικές δουλειές της εποχής.
Ατακαδόρος και αθυρόστομος, καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας -και λάτρης της γραμματικής, να μια άγνωστη λεπτομέρεια-, γι' αυτό και εξαίρετος στιχοπλόκος, ο Ζαμπέτας είχε το δικό του φραστικό στιλ, που πέρναγε στα τραγούδια του με τίτλο, σλόγκαν και ρυθμό, κάτι που τον έκανε περιζήτητο στις μεγάλες μουσικές δουλειές της εποχής.
Ακόμη, όμως, κι αν δεν έγραφε τους στίχους, ήταν η θεατρικότητα που ήξερε να προσθέτει στα τραγούδια που έπρεπε να πλάσει για κάποια ταινία, κάποια συνεργασία, κάποιο δίσκο.
Ζωντανός και παραστατικός, ο τρόπος με τον οποίο περιέγραφε το πώς συνέλαβε τον «Πενηντάρη», ένα από τα πιο γνωστά, πολυτραγουδισμένα και (πάντα επίκαιρα) τραγούδια του:
«... Την εποχή που το έγραψα ήταν το 1971. Τότε ήμουν 46 χρονών. Και είμαι στη Μασσαχουσέτη, στο Μασακιούσετς που λένε, στο Μπόστον. Οπότε με παίρνουν τηλέφωνο από 'δω, ο Ναπολέων ο Ελευθερίου και μου λέει: "Είναι μία ταινία, έχω τους στίχους, πρέπει να 'ρθεις, πότε θα 'ρθεις;". Του λέω "θα 'ρθω και θα ξαναγυρίσω στην Αμερική, γιατί έχω δουλειά εδώ". Είχα τότε δουλειά, ήταν στα μέσα του Ιουλίου του 1971. Λοιπόν, του λέω, "πες μου τους στίχους να τα ετοιμάσω τα τραγούδια".
»Ήταν ο "Πενηντάρης" και ένα τραγούδι άλλο που λέει "με το χρήμα – με το χρήμα". Κάθομαι και διαβάζω καλά τους στίχους. Πήγα μία βόλτα στο πάρκο με το μπουζούκι, κοίταγα τον "Πενηντάρη", κοίταγα πως θα καταντήσω προσεχώς. Ε, κοίταγα και τον "Πενηντάρη", κοίταγα και το στίχο, οπότε να πούμε, κάθισα και το 'φτιαξα.
»Ερχόμενος εδώ, από το αεροπλάνο κατέβηκα, την άλλη μέρα ήμουνα στο στούντιο. Το γραμμοφώνησα, το βάλαμε σε ταινία, το πήρε και η εταιρεία, όπως ήτανε και δύο μέρες έφυγα ξανά για την Αμερική, αλλά όχι για το Μπόστον. Αυτή τη φορά, το '71 μιλάμε, έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Ήταν Σεπτέμβριος. Ο "Πενηντάρης" ενδιαφέρει όλον τον κόσμο... Όποιος δεν είναι θα γίνει κι όσοι γίνανε, θα ξαναγίνουνε. Πενηντάρηδες έτσι;».
Βέβαια, πέρα από το «άλα» και το «έτσι» και τις πιο εμπορικές επιτυχίες του, ο Ζαμπέτας έχει γράψει κάποια από τα τρυφερά, μελαγχολικά και γεμάτα συναίσθημα ελληνικά τραγούδια.
Από τα «Δειλινά» και το «Θα 'ρθω κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», μέχρι το «Σταλιά - Σταλιά» και το «Αυτοί που φεύγουν», όλα -στίχοι, μουσική- εξηγούν γιατί ο Ζαμπέτας, λαϊκός και αυθόρμητος, υπήρξε πολλά περισσότερα από δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.
Ο πενηντάρης (Εφοπλιστής με το ζόρι, 1971)
Με στοιχεία από το βιβλίο της Κατερίνας Γ. Ζαμπέτα «Γιώργος Ζαμπέτας - Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω...» - Εκδόσεις Άγκυρα
σχόλια