ΌΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ της πρόσφατης τελετής των Όσκαρ από την οποία τελικά, ειδικά για όσους δεν την παρακολούθησαν (αλλά και για τους περισσότερους από αυτούς που την παρακολούθησαν) έμεινε μόνο ο θορυβώδης απόηχος από το μνημειώδες χαστούκι του Γουίλ Σμιθ στον Κρις Ροκ, έτσι και για όσους δεν είδαν την προχθεσινή Eurovision τους περίμεναν αργότερα στα social media οι «αντιδράσεις» από την προβοκατόρικα αυτοαναφορική ατάκα του Γιώργου Καπουτζίδη την ώρα της μετάδοσης.
Μόνο που δεν ήταν ακριβώς ξεκάθαρο ευθύς εξαρχής το τι είχε πει ακριβώς, αφού ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα θεωρήθηκε κάπως… περιφραστικό για επικεφαλίδα ή για meme, με αποτέλεσμα να έχει συμπυκνωθεί σε κάτι που θα μπορούσε άνετα να παρερμηνευτεί: «Είμαι καλή αδερφή» ή κάπως έτσι.
Ακολούθως βέβαια έγινε σαφές ότι είχε πει επί λέξει: «Την Πέμπτη που σχολίαζα τη Σουηδία, κάποιος μου έγραψε ότι είμαι κακιά αδερφή. Που αδερφή είμαι, αλλά είμαι καλή. Και όμορφη κι έξυπνη και πετυχημένη».
Ειδικά η τελευταία φράση («και όμορφη…» κλπ) νομίζω ήταν όλα τα λεφτά και ακριβώς στον στόχο: το τελειωτικό χτύπημα σε όσους είχαν πάθει αναφυλαξία μετά από αυτό το αναπάντεχο σχόλιο «επί προσωπικού» ζωντανά στον αέρα.
Δεν είναι δημοσιογράφος όμως, ούτε και ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision είναι τα μπαλέτα Μπολσόι (τυχαία η ρωσική αναφορά), όσο συναρπαστική κι αν ακούγεται η προοπτική να έλεγε κάτι αντίστοιχο ζωντανά στον αέρα ο Αλέξης Κωστάλας.
Κάποιοι του χρέωσαν ότι δεν ήταν ορθό να περιαυτολογήσει εν ώρα εργασίας (σε δημόσιο φορέα), ούτε να απευθυνθεί έτσι ανέμελα σ’ έναν μέσο συντηρητικό θεατή, τεστάροντας τα ομοφοβικά αντανακλαστικά του μεγάλου κοινού.
Δεν είναι δημοσιογράφος όμως, ούτε και ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision είναι τα μπαλέτα Μπολσόι (τυχαία η ρωσική αναφορά), όσο συναρπαστική κι αν ακούγεται η προοπτική να έλεγε κάτι αντίστοιχο ζωντανά στον αέρα ο Αλέξης Κωστάλας. Άλλοι πάλι, ευσεβείς και τυπολάτρες, επιστράτευσαν το αμίμητο και άμεσα αυτοαναιρούμενο επιχείρημα: «Έχει βγει να πει ποτέ κανείς ότι είναι στρέιτ;» – μια σοβαροφανής παραλλαγή του κλασικού «δεν με νοιάζει τι κάνουν σπίτι τους, αλλά όχι και στα μούτρα μας, παρακολουθούν και μικρά παιδιά».
Υπήρξαν όμως και κάποιες επικρίσεις «εκ των έσω» ή «εξ αριστερών» που έκαναν λόγο για νορμαλοποίηση μιας λούμπεν και προσβλητικής ορολογίας («αδερφή») που ανήκει στην εποχή του Ηλία Πετρόπουλου, δεν συνάδει με τη σύγχρονη queer αντίληψη και υπονομεύει τις κατακτήσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Κάποιοι άλλοι το ξεχείλωσαν ακόμα πιο πολύ, αφήνοντας υπονοούμενα περί τοκενισμού (tokenism) και pinkwashing, ότι δηλαδή ο Γιώργος Καπουτζίδης ανήκει σε εκείνους τους «συστημικούς» γκέι που χρησιμοποιούνται από την πολιτεία (που ακόμα δεν έχει θεσμοθετήσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών) για να μας ρίχνει στάχτη στα μάτια προβάλλοντας ένα ευαισθητοποιημένο και πολιτισμικά πολύμορφο προσωπείο.
Ενώ όμως μπορεί να έχουν (αλλού) τη θέση τους τέτοιες ενστάσεις, δεν νομίζω ότι ταιριάζουν εν προκειμένω. Ο Καπουτζίδης τόλμησε να εκφράσει κάτι σημαντικό και το έκανε με τον πλέον ταιριαστό για την περίσταση τρόπο: υπό μορφή απόκρισης σε ένα επίμονο και κακόβουλο κλισέ, και με την ελαφρότητα που υπαγορεύει η πλατφόρμα που του δόθηκε.
Στην Ελλάδα της καταναγκαστικής ντουλάπας και των μοχθηρών ψιθύρων, αυτές του οι κουβέντες ήταν ένα ξεκάθαρο βήμα μπροστά. Όπως είπε κι ο ίδιος ολοκληρώνοντας τη μικρή αλλά αποτελεσματική αυτή προβοκάτσια: «Μη σοκάρεστε, μη σοκάρεστε. Αυτά πρέπει να τα συζητάμε. Και να τα συζητάμε ανοιχτά. Αν δεν τα συζητήσουμε, δεν θα τα αντιμετωπίσουμε ποτέ».