ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΠΟΙΚΙΛΑ σχετικά δημοσιεύματα, ένα από τα πιο δημοφιλή νοσταλγικά σουξέ του lockdown παγκοσμίως – τουλάχιστον στο πρώτο ημίχρονο της πανδημίας, τότε που κάναμε λίστες με “comfort viewing” αναζητώντας λίγη «κοτόσουπα για την ψυχή» μέσα στην απόλυτη αβεβαιότητα – ήταν το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι». Κατανοητό απολύτως, ειδικά για την γενιά που το θυμόταν από την παιδική της ηλικία και επιθυμούσε μέσω της σειράς να ανακαλέσει ένα πολύτιμο συναίσθημα οικογενειακής θαλπωρής και ασφάλειας αλλά και να το μεταδώσει ίσως στις επόμενες.
Και η ΕΡΤ, ανεβάζοντας το νοσταλγικό ένστικτο ένα επίπεδο παραπάνω, ξεκίνησε αυτή τη εβδομάδα την μετάδοση της ιστορικής σειράς, αυτή τη φορά όμως, σύμφωνα με το δελτίο τύπου, σε μια νέα deluxe remastered / high definition εκδοχή, η οποία κατόπιν επεξεργασίας από τους εδώ τεχνικούς, «θα μεταδοθεί με το αυθεντικό ντουμπλάζ και τις φωνές που έχουμε αγαπήσει και έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό όλων μας. Του Χρήστου Τσάγκα, του Ντίνου Καρύδη, της Ματίνας Καρρά, της Έφης Πίκουλα, της Αλεξίας Ασκαρίδου και τόσων άλλων γνωστών ηθοποιών».
Η σκηνή που όλοι μας σχεδόν θυμόμαστε πιο χαρακτηριστικά από τη σειρά δεν έχει διάλογο και είναι η ίδια σε κάθε επεισόδιο: οι τίτλοι αρχής με την μικρή (για πάντα) Λώρα να τρέχει στους αγρούς έτοιμη για απογείωση, συμπυκνώνοντας σε ένα λεπτό μια αιώνια αίσθηση παιδικής ελευθερίας.
Σεβαστά τα ονόματα και οι αναμνήσεις και δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο αλλά ακόμα και ως μικρό παιδάκι, μου φαινόταν κάπως ψεύτικο το ντουμπλάρισμα, γενικώς. Ήταν κάπως κουλό να ακούς να λένε στη μαμά της Λώρα(ς) και της Μαίρη(ς) στα ελληνικά, «η μηλόπιτά σας κυρία Ίνγκαλς είναι η πιο νόστιμη στην κοιλάδα». Στο παρελθόν πάντως, η σειρά έχει προβληθεί από τη δημόσια τηλεόραση άπειρες φορές (θυμάμαι πριν μερικά χρόνια να την πετυχαίνω μεσημέρι στην οθόνη μπροστά από το διάδρομο στο γυμναστήριο, στο κανάλι της ΕΡΤ3) και με υπότιτλους και χωρίς, και ίσως γι’ αυτό στο μυαλό μου δεν είναι τόσο έντονη η ελληνόφωνη εκδοχή. Εξάλλου, η σκηνή που όλοι μας σχεδόν θυμόμαστε πιο χαρακτηριστικά από τη σειρά δεν έχει διάλογο και είναι η ίδια σε κάθε επεισόδιο: οι τίτλοι αρχής με την μικρή (για πάντα) Λώρα να τρέχει στους αγρούς έτοιμη για απογείωση, συμπυκνώνοντας σε ένα λεπτό μια αιώνια αίσθηση παιδικής ελευθερίας.
Όσο για την εικόνα της νέας βερσιόν που εξασφάλισε η ΕΡΤ, είναι πράγματι εντυπωσιακή (το τσέκαρα) αναδεικνύοντας όλα τα χρώματα της μεθοριακής κοιλάδας που έμενε η οικογένεια Ίνγκαλς πριν από 150 χρόνια. Επειδή όμως η νοσταλγία είναι ανίκητη, στο μυαλό μου η σειρά είναι για πάντα ασπρόμαυρη όπως η τηλεόραση που είχαμε όταν ήμουν πέντε χρονών, τότε που ξεκίνησε να προβάλλεται από την ελληνική τηλεόραση στα μέσα της δεκαετίας του ’70, παράλληλα με την Αμερική και με σημαντικό μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Πιο πολύ μου θυμίζει τη γιαγιά μου νομίζω, να το παρακολουθεί μαζί με μένα και με τον αδελφό μου, αφού οι γονείς μας εκείνη την ώρα (απόγευμα) είχαν ακόμα δουλειές και υποχρεώσεις και σπανίως στήνονταν στην τηλεόραση πριν από το νυχτερινό πρόγραμμα.
Όπως είναι γνωστό, η σειρά ήταν βασισμένη στην ομώνυμη σειρά των (αυτοβιογραφικών) παιδικών βιβλίων της Λώρα Ίνγκαλς Γουάιλντερ, το όνομα και η λογοτεχνική κληρονομιά της οποίας έχουν αναμιχθεί τα τελευταία χρόνια στη δίνη των λεγόμενων «πολέμων της κουλτούρας» και στο πνεύμα αναθεώρησης ακόμα και κλασικών σχολικών βιβλίων, όπως οι ιστορίες της που σε κάποια σημεία μιλάνε για τους αυτόχθονες με τον τρόπο που θα μιλούσαν οι λευκοί άποικοι εκείνης της εποχής. Πριν από μερικούς μήνες πάντως, στο πλαίσιο της σειράς American Masters, έκανε πρεμιέρα ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Laura Ingalls Wilder: Prairie to Page”, στο οποίο επιχειρείται μια εξερευνητική ματιά στην «πολιτισμική κληρονομιά και την πολύπλοκη ιστορία» της συγγραφέως που είχε ζήσει πολύ σκληρά παιδικά χρόνια και σαφώς πολύ πιο σκληρά απ’ όσο θα μπορούσαν να δείξουν τα βιβλία της και πολύ περισσότερο η σειρά, που, παρότι εποχής, αυτό που πάνω απ’ όλα μεταδίδει σήμερα είναι μια θερμή αίσθηση ανέμελης ’70ίλας, προτού μεγαλώσουμε και γίνουν όλα εξαιρετικά πολύπλοκα.