ΕΙΧΕ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΝΑΓΚΗ το ρόστερ του Netflix από μια σημαντική και καίρια σειρά, και το «Beef» ήρθε να καλύψει και με το παραπάνω αυτό το κενό στην καρδιά της πλατφόρμας.
Οι εποχές που οι σειρές διαχωρίζονταν σε κωμικές και δραματικές έχουν παρέλθει και το «Beef» είναι και κωμωδία, είναι και δράμα, είναι ακόμα και υπαρξιακό θρίλερ ενίοτε.
Πέρα απ’ όλα όμως, είναι μια εξαιρετικά καλοπαιγμένη και καλογυρισμένη και συναρπαστική στο ξετύλιγμά της σπουδή στο φάσμα του εσωτερικευμένου, εμφιαλωμένου θυμού (δίκαιου και άδικου), που άμα σκάσει μπορεί να τα πάρει όλα παραμάζωμα, μπορεί να γίνει αυτοσκοπός.
«Beef», όχι όπως βοδινό, αλλά όπως αντιδικία, έριδα, κόντρα, βεντέτα που με κάθε επεισόδιο κλιμακώνεται σε νέα –σουρεάλ συχνά– επίπεδα.
Ο τόνος αλλάζει διαρκώς από σκηνή σε σκηνή και έχει κανείς την αίσθηση ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν στο επόμενο πλάνο ως συνέπεια των επιπλοκών που προκαλούν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες που κυνηγάνε ο ένας τον άλλον αλλά συγχρόνως κυνηγάνε και τις ουρές τους.
Εν προκειμένω, τo «beef» είναι ανάμεσα σε δύο ανθρώπους εντελώς διαφορετικής κοινωνικής τάξης –τον φτωχό μικρο-εργολάβο Ντάνι που παλεύει διαρκώς και ανεπιτυχώς να τα βγάλει πέρα και δεν αντέχει άλλο και την Έιμι που φαινομενικά τα έχει όλα, αλλά επίσης δεν αντέχει άλλο την πίεση που υφίσταται– που δεν γνωρίζονται, αλλά οι ζωές του συναντιούνται σε ένα περιστατικό «οδικής οργής», σε μια παρεξήγηση που λειτουργεί ως η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
Αν κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, τότε και κάθε δυστυχισμένο άτομο είναι επίσης δυστυχισμένο με τον δικό του τρόπο, ο οποίος συχνά μπορεί να βγάζει νόημα μόνο στο ίδιο το άτομο. Και ο καλύτερος εξομολογητής μπορεί να είναι ένας άγνωστος.
Ακόμα και ο ίδιος ο σύζυγος της Έιμι δεν έχει τον τρόπο ή τη διάθεση να τη βοηθήσει πραγματικά, πέρα από κάτι ψόφια σπαράγματα (καλιφορνέζικης) θετικής σκέψης: «Ξέρω πολλούς ανθρώπους που κατάφεραν να νικήσουν την κατάθλιψη», της λέει, ή «ο θυμός είναι απλά μια μεταβατική φάση της συνείδησης».
Ο τόνος αλλάζει διαρκώς από σκηνή σε σκηνή και έχει κανείς την αίσθηση ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν στο επόμενο πλάνο ως συνέπεια των επιπλοκών που προκαλούν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες που κυνηγάνε ο ένας τον άλλον αλλά συγχρόνως κυνηγάνε και τις ουρές τους.
Κάποια στιγμή το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι. «Όλα ξεθωριάζουν, τίποτα δεν μένει», λέει η Έιμι στον Ντάνι σε ένα από τα τελευταία επεισόδια της σειράς, «είμαστε σαν ένα φίδι που τρώει την ουρά του».
Το «Beef» είναι σοφιστικέ και δεν το κρύβει. Ο τίτλος καθενός από τα δέκα επεισόδια προέρχεται από «βαρύ» τσιτάτο: «Τα πουλιά δεν τραγουδάνε, στριγκλίζουν με πόνο» (Βέρνερ Χέρτσογκ), «Είμαι ένα κλουβί» (Κάφκα), «Με κατοικεί μια κραυγή» (Σίλβια Πλαθ), «Τέτοια εσωστρεφή μυστικά πλάσματα» (Άιρις Μέρντοχ), «Το δράμα της αρχικής επιλογής» (Σιμόν ντε Μποβουάρ) και ούτω καθεξής.
Το τελευταίο επεισόδιο έχει πάρει τον τίτλο του («Φιγούρες φωτός») από ένα απόσπασμα του Καρλ Γιουνγκ, το οποίο μπορεί και να κρύβει το δίδαγμα μιας σειράς που μόνο διδακτική δεν είναι: «Η φώτιση δεν έρχεται με το να φανταζόμαστε φιγούρες φωτός, αλλά με το να κάνουμε συνειδητό το σκοτάδι. Η δεύτερη διαδικασία όμως μπορεί να είναι δυσάρεστη, και συνεπώς καθόλου δημοφιλής».