Όπως σε κάθε παρεμφερή περίπτωση, ο θεατής που γνωρίζει όχι μόνο ποιος είναι ο Μάικλ Τζόρνταν (αυτό είναι εύκολο) αλλά και ποιοι ήταν οι ανταγωνιστές του στο draft και κυρίως τι σημαίνουν τα ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι για τη ζηλευτή επιλογή κατάταξης στο NBA ‒δηλαδή αν ο Στίβεν Νας είναι μεγαλύτερο κελεπούρι, παρά το ύψος του, σε σχέση με τον Πάτρικ Γιούινγκ, που έπαιζε μπάλα στην Τζαμάικα‒, και ποια ήταν η συνέχειά τους στο κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ στον κόσμο, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των εντελώς αμύητων στο άθλημα.
Ωστόσο, ακολουθώντας τη φλέβα των σύγχρονων ορθόδοξων βιογραφιών, και σε αντίθεση με το πρόσφατο Hustle με τον Άνταμ Σάντλερ, σε μία ακόμα απεγνωσμένη και υπερτιμημένη προσπάθεια να κυνηγήσει μια υποψηφιότητα στην πεντάδα των Όσκαρ Ανδρικής Ερμηνείας, το Air: Κυνηγώντας έναν θρύλο δεν περιορίζεται σε μπασκετική διάλεκτο, καρφώματα και προπονητικού τύπου λεπτομέρειες που θα ενδιέφεραν αποκλειστικά τους μπασμένους στο θέμα nerds.
Με αφορμή το μεγαλύτερο ταλέντο που πέρασε ποτέ από τα παρκέ, με τους αριθμούς να το αποδεικνύουν και τους τίτλους να λειτουργούν ως αποστομωτική εγγύηση, το Air είναι τόσο η ιστορία της γέννησης ενός παπουτσιού όσο και η απαρχή μιας διαφορετικής αντίληψης για τον επαγγελματικό αθλητισμό και το concept της εμπορικής εκμετάλλευσης με επί ίσοις όροις ματιά στον αθλητή ως προϊόν.
Στην ίδια γειτονιά με τα φετινά Tetris και Blackberry, τις αντίστοιχες βιογραφίες των ιδρυτών των φερώνυμων τεχνολογικών εταιρειών με όλα τα λάθη και τις επινοήσεις, τους θριάμβους και τα στραπάτσα που δοκίμασαν (στον ειδικό τομέα του corporate biopic το ιδιοφυές Social Network παραμένει άνετα στην κορυφή), το Air πραγματεύεται την παράτολμη και συγκινητική απόπειρα του Σάνι Βακάρο, συμβούλου και επιστήθιου φίλου του ιδρυτή της Nike, Στιβ Νάιτ, να δελεάσει τον «καυτό» rookie Τζόρνταν να υπογράψει με την εταιρεία που τότε υπολειπόταν σημαντικά έναντι των ανταγωνιστών εταιρειών αθλητικών ειδών, Adidas και Converse.
Ως άλλος Τζέρι Μαγκουάιρ, ο Βακάρο, που σίγουρα γνώριζε πολλά για το σπορ και το αγαπούσε αυθεντικά, ήταν ένα στέλεχος μάρκετινγκ που έφερνε περισσότερο σε ατζέντη, αν και άνευ χαρτοφυλακίου, κάτι ανάμεσα σε πιστό υπάλληλο ειδικών αποστολών και αντικειμενικό ερασιτέχνη, που αισθάνθηκε πως με την προσφορά που είχε στο μυαλό του θα μπορούσε να εκτοξεύσει τον κλάδο στη μοναδική, ανήκουστη ως τότε, εξατοκιμευμένου εξοπλισμού στρατόσφαιρα που πλέον γνωρίζουμε απ’ έξω κι ανακατωτά, ταυτόχρονα υπονομεύοντας την επαγγελματική ασφάλεια του ίδιου και των στενών συνεργατών του.
Το δίλημμα που τέθηκε ήταν αν η Nike ήταν διατεθειμένη να διαβεί τη βολική πεπατημένη της διασποράς του μπάτζετ σε μέτριους υποψηφίους ή να προσφέρει γη και ύδωρ, δηλαδή όλο της τον προϋπολογισμό, σε έναν και μόνο παίκτη, τη στιγμή μάλιστα που κανείς σοβαρός μέλλοντικός πρωταθλητής δεν φαινόταν πρόθυμος να υπογράψει με μια φίρμα χωρίς αντίκτυπο και όραμα, φημισμένη βασικά στον κόσμο του στίβου και στη χαλαρότερη κοινότητα των τζόγκερ.
Ο Μπεν Άφλεκ δείχνει από νωρίς τη διάθεσή του να αντιμετωπίσει το saga της Nike με ελαφράδα και πολυλογία, διεισδύοντας καίρια με βαθύτερες διαπιστώσεις στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, χωρίς ποτέ να χάνει το χιούμορ του. Το Air είναι μια ταινία που μοιάζει πολύ στην προσωπικότητά του, ακολουθώντας τη λογική της ανδροπαρέας με τη βοστονέζικη αψάδα και τα χοντρά πειράγματα.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ για το σενάριο του Ξεχωριστού Γουίλ Χάρντινγκ και την παραγωγή του Άργκο ηθοποιός διαθέτει πλέον τη σχεδόν βιωμένη σκηνοθετική άνεση, καθώς και το αφηγηματικό τέμπο που ανανεώνει αβίαστα το ενδιαφέρον, να χωρέσει στην ταινία κατά βούληση χιούμορ και ιδεαλισμό ως άλλος, μοντέρνος Κάπρα της meta-machismo εποχής, συνειδητοποιώντας τον στόχο και το νόημα πίσω από τις αυτοματοποιημένες καθημερινές κουβέντες, τις ξεχωριστές στιγμές και τις συχνά πολύ αστείες ατάκες που πλημμυρίζουν το σενάριο του Άλεξ Κόνβερι, ειδικά εκεί όπου ο Σάνι του Ματ Ντέιμον περιγράφει στον ατζέντη του Τζόρνταν τη φιλοσοφία της Adidas και των επιγόνων του ιδρυτή της, Άντι Ντάσλερ, θυμίζοντάς του πως το πραγματικό του όνομα είναι Αδόλφος και ήταν προφανώς ναζί!
Ο G.O.A.T. του παγκόσμιου μπάσκετ έδωσε τις ευλογίες του και απέφυγε να παρέμβει εκ των προτέρων, ζητώντας μία και μόνο χάρη: τον ρόλο της μητέρας του, Ντελόρις, να τον ερμηνεύσει η Βαϊόλα Ντέιβις, ευτυχώς ψύχραιμη και απαλλαγμένη από τη φούρια των πρόσφατων εμφανίσεών της ‒ και είχε δίκιο.
Ο όρος του συμπίπτει με την απαράβατη υποσημείωση που θέτει η σιδηρά κυρία πίσω απ’ όλες τις αποφάσεις του χαρισματικού γιου, τον οποίο βλέπουμε πλάτη στις δραματοποιημένες σκηνές στις οποίες συμμετέχει, και δεν ακούμε ποτέ ‒ μια δύσθυμη, σχεδόν αρνητική «αύρα» στα προεόρτια της μυθικής του καριέρας.
Το τυράκι που έβαλε στο αγωνιώδες ερώτημα αν ο Μάικλ Τζόρνταν θα προτιμήσει τους εδραιωμένους της αγοράς ή θα κολακευτεί από ένα προσωποποιημένο υπόδημα που θα φέρει το όνομα και αργότερα το σκιτσαρισμένο είδωλό του κρύβει ένα ρομαντικό χτύπημα στην απληστία με τα ίδια τα όπλα του καπιταλισμού που θα μπορούσαν να συγκινήσουν τους επιχειρηματίες.
Με αφορμή το μεγαλύτερο ταλέντο που πέρασε ποτέ από τα παρκέ, με τους αριθμούς να το αποδεικνύουν και τους τίτλους να λειτουργούν ως αποστομωτική εγγύηση, το Air είναι τόσο η ιστορία της γέννησης ενός παπουτσιού όσο και η απαρχή μιας διαφορετικής αντίληψης για τον επαγγελματικό αθλητισμό και το concept της εμπορικής εκμετάλλευσης με επί ίσοις όροις ματιά στον αθλητή ως προϊόν. Ο Άφλεκ ενώνει πρόσωπα με ετερόκλητο background και διαφορετική κατεύθυνση καριέρας σε μια μαγική στιγμή, σαν τον άνεμο που φυσάει προς το μέρος τους για να συγκλίνουν στην ίδια ιδέα.
Αν μιλάμε για ατόφια ψυχαγωγία made in USA ευθείας αφήγησης και έξυπνου χειρισμού, το Κυνηγώντας έναν θρύλο είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα, αιθέριο, βγαλμένο από τα παλιά.
AIR, κυνηγώντας έναν θρύλο - official trailer