Ποιος θυμάται τον Άντριου ΜακΚάρθι; Όχι πολλοί από τις προηγούμενες ή τις επόμενες γενιές υποθέτω, αλλά αν ήσουν έφηβος στα ‘80s, ο 61χρονος σήμερα ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ που προσγειώθηκε στο Disney+ ήταν μια από τις χαρακτηριστικές μορφές του νεανικού Χόλιγουντ, σε μια εποχή που η βιομηχανία του κινηματογραφικού θεάματος εγκατέλειπε σε μεγάλο βαθμό τις ταινίες από ενήλικες για ενήλικες και στρεφόταν πρόσω ολοταχώς σε ένα πολύ πιο νεανικό κοινό.
Ο Άντριου ΜακΚάρθι ήταν πάντα ο ευαίσθητος, ο ρομαντικός, ο ευάλωτος, το καλό παιδί. Μαζί με συνομήλικους του τότε ηθοποιούς, όπως ο Ρομπ Λόου, η Μόλι Ρίνγκουολντ, η Άλι Σίντι, η Ντέμι Μουρ, ο Εμίλιο Εστέβεζ και άλλοι νεαροί σταρ εκείνης της περιόδου που έπαιξαν σε μέτριες κατά κανόνα αλλά μνημειώδεις για κάποιους από εμάς νεανικές ταινίες των ‘80s, τσουβαλιάστηκε –ή «θάφτηκε»– κι εκείνος κάτω από μια ετικέτα που έγραφε The Brat Pack.
Ήταν οι πρωταγωνιστές ταινιών όπως το Breakfast Club (το οποίο ξαναείδα πρόσφατα και παραμένει μια αυθεντική καταγραφή της εφηβικής εμπειρίας), «Το μπαράκι του Σαν Έλμο» (St. Elmo’s Fire), «Η κουκλίτσα με τα ροζ» (Pretty in Pink) και άλλες που γυρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και απευθύνονταν στους αποξενωμένους εφήβους ανά την υφήλιο, που ματαίως αναζητούσαν τους καημούς τους στη μεγάλη οθόνη.
Όπως λέει ο χαρακτήρας της Άλι Σίντι στο Breakfast Club, σε μια ατάκα που θα χτυπάει φλέβες αιωνίως, «όταν μεγαλώνεις, η καρδιά σου πεθαίνει».
«Ο Σπίλμπεργκ και ο Σκορσέζε δεν θα επέλεγαν ποτέ κάποιον που ανήκει στο Brat Pack», λέει κάποια στιγμή ο ΜακΚάρθι στην ταινία, η οποία μοιάζει συχνά με ψυχοθεραπευτική συνεδρία (με την καλή έννοια), υπό την αιγίδα μιας σοφίας που μόνο η ηλικία μπορεί να φέρει.
Ο ίδιος ο ΜακΚάρθι πάντως –και δεν είναι ο μόνος από εκείνη την «παρέα»– θεωρεί ότι αυτός ο όρος που τον στοιχειώνει εδώ και δεκαετίες έβλαψε αδίκως την καριέρα του και τον οδήγησε μακριά από το Χόλιγουντ.
Μετά από μια ριζική θεραπεία αποτοξίνωσης από το αλκοόλ, ο ΜακΚάρθι εγκατέλειψε το σινεμά και έγινε ταξιδιωτικός συγγραφέας, για να επιστρέψει και πάλι, αυτήν τη φορά από τη θέση του σκηνοθέτη, με μόνο κάποιες σποραδικές εμφανίσεις μπροστά από την κάμερα.
Τα φαντάσματα της δεκαετίας του ’80 όμως δεν τον άφηναν ήσυχο και πρόπερσι κυκλοφόρησε το βιβλίο απομνημονευμάτων του με τον ενδεικτικό τίτλο Brat: An ’80s Story, το οποίο αποτέλεσε τη βάση και τον προπομπό για αυτό το ντοκιμαντέρ.
«Μου έμοιαζε πολύ», γράφει στο βιβλίο για τον Κέβιν, τον συνεσταλμένο χαρακτήρα που υποδύθηκε στο «Μπαράκι του Σαν Έλμο», ενώ φαίνεται να μην τον ενοχλεί πια εκείνη η καταραμένη στάμπα: «Η ετικέτα “Brat Pack” έχει μεγαλώσει κι εκείνη με τα χρόνια και πλέον εκπέμπει μια ζεστή νοσταλγία. Ήταν ένα στίγμα που τελικά μετατράπηκε σε έναν όρο που σημαίνει μια τρυφερότητα που αντέχει στον χρόνο. Εκείνες οι ταινίες με τοποθέτησαν σταθερά στον κόσμο της γενιάς μου με τρόπο μοναδικό και συλλογικό. Σε ποιο ιδανικότερο μέρος θα μπορούσα να έχω προσγειωθεί;».
Η περιβόητη ταμπέλα αποτελεί έμπνευση του Ντέιβιντ Χαμ, ενός δημοσιογράφου του περιοδικού New York, ο οποίος κατέγραψε με έξτρα γλαφυρό τρόπο την εμπειρία που είχε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1985 στο Λος Άντζελες, παρέα με κάποιους από τους σταρ των νεανικών ταινιών της εποχής.
Το άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς είχε τίτλο «Hollywood’s Brat Pack» και μόνο κολακευτικό δεν ήταν, για κάποια μέλη τουλάχιστον της φουρνιάς αυτής – η κυριολεκτική μετάφραση του «brat pack», άλλωστε, πέρα από τη λοξή αναφορά στο Rat Pack της δεκαετίας του ’60 με τον Σινάτρα, τον Ντιν Μάρτιν και τους υπόλοιπους της ανδροπαρέας του Λας Βέγκας, είναι «αγέλη κακομαθημένων».
Ο «επίορκος» δημοσιογράφος, ο οποίος τότε ήταν έξι-επτά χρόνια μεγαλύτερος από τους «κακομαθημένους» σταρ τους οποίους είχε σιγοψήσει στο άρθρο του, εμφανίζεται κι αυτός στην ταινία αναγνωρίζοντας τις «παράπλευρες απώλειες» που μπορεί να προκάλεσε, μαζί με επιφανή μέλη εκείνης της κάστας, όπως ο Εμίλιο Εστέβεζ, η Άλι Σίντι και η Ντέμι Μουρ, αλλά και διάσημους «αναλυτές» του Brat Pack φαινομένου, όπως οι συγγραφείς Μπρετ Ίστον Έλις και ο Μάλκολμ Γκλάντγουελ.
«Χαίρομαι που ζει για πάντα εκείνος ο όρος, αλλά ελπίζω να μην είναι το καλύτερο πράγμα που έκανα στην καριέρα μου», λέει στον Άντριου ΜακΚάρθι ο Χαμ, κι εκείνος του απαντά: «Ακούγεσαι σαν μέλος του Brat Pack».
«Ο Σπίλμπεργκ και ο Σκορσέζε δεν θα επέλεγαν ποτέ κάποιον που ανήκει στο Brat Pack», λέει κάποια στιγμή ο ΜακΚάρθι στην ταινία, η οποία μοιάζει συχνά με ψυχοθεραπευτική συνεδρία (με την καλή έννοια), υπό την αιγίδα μιας σοφίας που μόνο η ηλικία μπορεί να φέρει.
«Έχασα το αφήγημα της καριέρας μου», λέει στην Ντέμι Μουρ, η οποία τον καθησυχάζει λέγοντάς του πως το γεγονός ότι είχαν εκλάβει ως βαριά προσβολή εκείνη την ταμπέλα έχει να κάνει πιο πολύ με τις ανασφάλειες της νιότης, παρά με οτιδήποτε άλλο.
Ακόμα πιο θετικός, ο Ρομπ Λόου του λέει ότι η δουλειά που έκαναν κάτω από την ομπρέλα του Brat Pack μετράει, διότι έτσι στρώθηκε ο δρόμος για τα νεανικά ensembles τύπου Friends.
Δύσκολο να πεις, ακόμα και εκ των υστέρων, πόση ζημιά πραγματικά έκανε εκείνο το άρθρο ή άλλοι παράγοντες και πόση ζημιά έκαναν οι ίδιοι/-ες στον εαυτό τους, ως ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Ό,τι κατάλοιπα είχαν μείνει όμως από εκείνο το «στίγμα» εξορκίστηκαν μ’ αυτό το γλυκό και στοχαστικό ντοκιμαντέρ. Όπως λέει και ο δημιουργός του, «είναι πια θεσμός για κάθε νέα γενιά, είναι ένα rue de passage: διαβάζεις τον Φύλακα στη σίκαλη και μετά βλέπεις το Breakfast Club.
BRATS - Official Trailer