Όπως αναγράφεται στην αρχή κάθε επεισοδίου, αυτή η μίνι σειρά που προσγειώθηκε σαν φλεγόμενο τζετ πριν από μερικές μέρες στην πλατφόρμα του Netflix είναι «βασισμένη σε αλήθειες και ψέματα». Και ειδικότερα στις απίστευτες αλήθειες και στα κινηματογραφικά ψέματα που απαρτίζουν την αυτοβιογραφία που έγραψε ο ίδιος ο Κλαρκ Όλοφσον, ο πιο διαβόητος ληστής - δραπέτης - σταρ που γνώρισε ποτέ η Σουηδία, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν την τύχη να φιλοξενήσουν το χάρισμα και την παραβατική δράση του.
Η σειρά έχει βασιστεί επίσης στο σουηδικό ντοκιμαντέρ του 2020 με τον ίδιο τίτλο. Το εξάωρο όμως στυλιστικό πανηγύρι του Γιόνας Άκερλαντ (φημισμένου κυρίως για τα μουσικά βίντεο που έχει γυρίσει για τους πάντες σχεδόν εδώ και τρεις δεκαετίες) δεν μαρτυρά καμία πρόθεση νατουραλισμού ή στοιχειώδους ρεαλιστικής προσέγγισης.
Αντιθέτως, πρόκειται για ένα εντελώς λαλημένο, συχνά ντελίριο μυθοπλασίας που ξεδιπλώνεται σε έξι ωριαία επεισόδια που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και επειδή η δράση εκτυλίσσεται στην δεκαετία του ’70 κυρίως, ο θεατής βομβαρδίζεται με ένα μάλλον ρηχό σε φάσεις, αλλά πάντα αμαρτωλά ψυχαγωγικό όργιο αναπαράστασης εποχής με όλα τα σχετικά φετίχ: «vintage» φακούς και φίλτρα, πυροτεχνικό μοντάζ, softcore καταστάσεις, soundtrack εποχής, περούκες και μούσια, ελεύθερο σεξ, drugs και rock & roll (και ντίσκο).
Στον κεντρικό ρόλο, φοβερός πραγματικά ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ (γιος του Στέλαν και μικρότερος αδελφός του Αλεξάντερ) που υποδύεται τον Όλαφσον ως μια «πειραγμένη» πλην χαρισματική δύναμη της φύσης που πάσχει από έντονες ναρκισσιστικές διαταραχές και από ακραία διάσπαση προσοχής.
Η σειρά έχει διαφημιστεί ως η ιστορία του ανθρώπου που «ευθύνεται» για τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», αυτό όμως είναι μόνο μια υποσημείωση στην μακρά και περιπετειώδη διαδρομή του Κλάρκ Όλαφσον, ο οποίος εξακολουθούσε να μπαινοβγαίνει στις φυλακές με διάφορες κατηγορίες ως celebrity κρατούμενος μέχρι και πρόσφατα, κι ας είναι πλέον 75 χρονών.
Το πιο φοβερό όμως είναι ότι πολλά (τα περισσότερα) από τα εξωφρενικά σκηνικά που βλέπουμε να διαδραματίζονται στη σειρά συνέβησαν στην πραγματικότητα. Οι θρασύτατες ληστείες τραπεζών μέρα μεσημέρι, οι αμέτρητες απίστευτες αποδράσεις, οι τρελές περιπλανήσεις ανά την Ευρώπη κι ακόμα παραπέρα, ο μεθυσμένος διάπλους της Μεσογείου με κότερο (μετά από λίγο καιρό βαρέθηκε και πέρασε το Γιβραλτάρ, πήγε να πνιγεί αλλά κατάφερε να φτάσει τελικά στην Καραϊβική), το ντου στη θερινή κατοικία του Σουηδού πρωθυπουργού, όταν ο Κλαρκ ήταν ακόμα έφηβος, τα επεισοδιακά και αγρίως τραυματικά παιδικά χρόνια, η μαγνητική έλξη που ασκούσε ακόμα και σε γυναίκες που μπορούσαν να δουν ότι ήταν εντελώς αφερέγγυος και «σκάρτος».
Καραμπινάτη περίπτωση κοινωνιοπαθή (ή και ψυχοπαθή ενδεχομένως) νάρκισσου, ο «αληθινός» Κλαρκ Όλαφσον μπορεί ίσως να αναζητηθεί στους σπαρταριστά αυτοαναφορικούς τίτλους των επεισοδίων αυτής της μίνι σειράς που δεν αφήνει κανένα τρικ αχρησιμοποίητο προκειμένου να αποδώσει το υπερδιεγερτικό προφίλ μιας εκρηκτικής προσωπικότητας: «Δεν ήταν η φάση μου να είμαι ο καλύτερος από τους καλύτερους κι έτσι αποφάσισα να γίνω ο καλύτερος από τους χειρότερους», «Αυτομάτως κάνω τα πάντα αντίθετα από τον υπόλοιπο κόσμο», «Με βλέπουν σαν ένα μίγμα Πίπης Φακιδομύτη και Αλ Καπόνε», «Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ, και μερικά ακόμα επίσης»…
Η σειρά έχει διαφημιστεί ως η ιστορία του ανθρώπου που «ευθύνεται» για τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (η συναισθηματική ταύτιση που αναπτύσσουν οι όμηροι με τους απαγωγείς τους), αυτό όμως είναι μόνο μια υποσημείωση στη μακρά και περιπετειώδη διαδρομή του Κλάρκ Όλαφσον, ο οποίος εξακολουθούσε να μπαινοβγαίνει στις φυλακές με διάφορες κατηγορίες ως celebrity κρατούμενος μέχρι και πρόσφατα, κι ας είναι πλέον 75 χρονών.
Πράγματι, τον Αύγουστο του 1973, βρέθηκε να είναι πρωταγωνιστής στη ληστεία της πλατείας Norrmalmstorg, όπως έγινε γνωστή, όταν ένας θαυμαστής του μπήκε οπλισμένος στο υποκατάστημα της τράπεζας Sveriges Kreditbanken στη Στοκχόλμη, κράτησε τέσσερις ομήρους και ζήτησε από τις αρχές να του φέρουν τον Κλαρκ, ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών για ένοπλη ληστεία.
Έτσι κι έγινε, και μετά από έξι ημέρες αγωνίας, φαρσικών αιτημάτων και κωμικοτραγικών καταστάσεων, η πολιορκία έληξε αναίμακτα και οι όμηροι απελευθερώθηκαν. Κανείς (και κυρίως, καμιά) τους όμως δεν δέχθηκε να καταθέσει εναντίον των δύο ληστών, και ειδικά εναντίον του Ιησού / Τσε / Ρομπέν των δασών, Κλαρκ Όλαφσον, και κάπως έτσι προέκυψε η ονομασία για το ψυχολογικό αυτό φαινόμενο.
Αμέσως μετά την ευτυχή έκβαση της πολυήμερης ληστείας, που μεταδιδόταν σε 24ωρη βάση από την τηλεόραση, ο πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε ζήτησε να δει προσωπικά τον Κλαρκ στη θερινή κατοικία του (στο ίδιο σπίτι που είχε μπουκάρει μικρός, κατά τη θητεία του προηγούμενου πρωθυπουργού Τάγκε Ερλάντερ) πριν οδηγηθεί ξανά στην φυλακή, όπου φυσικά δεν έμελλε να παραμείνει για πολύ ακόμα.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν πληροφορήθηκε την δολοφονία του Πάλμε, ο Όλαφσον θα σχολίαζε: «Ευτυχώς που ήμουν φυλακή, αλλιώς σίγουρα θα το είχαν φορτώσει κι αυτό σε μένα».