ΜΕΣΑ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ απεβίωσαν δύο πολιτικά πρόσωπα που είχαν κατορθώσει –έστω και εκ των υστέρων και αφότου είχαν αποσυρθεί από την κομματική αρένα και τα βαλτοτόπια και τα ναρκοπέδια της εξουσίας– να κερδίσουν την εκτίμηση ενός μεγάλου κοινού εξαιτίας της πολιτείας τους αλλά κυρίως εξαιτίας μιας στάσης ζωής και μιας αντίληψης που αντανακλούσε συνέπεια, εργατικότητα, κοινωνική ενσυναίσθηση και δημοκρατικό ήθος.
Μπορεί τέτοιου είδους ένσημα να πλαισιώνουν τις νεκρολογίες και άλλων πολιτικών, ήταν πραγματικά όμως σπάνιες και ιδιαίτερες –καθεμιά με τον τρόπο της– οι περιπτώσεις του Δημήτρη Τσοβόλα και της Μαριέττας Γιαννάκου.
Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη (και την αηδία, για να είμαστε ακριβείς) που είχα νιώσει βλέποντας εκείνη την Κυριακή του 1989 στο «Βήμα» το περιβόητο και κατάπτυστο εκείνο άρθρο/προφίλ/δολοφονία χαρακτήρα με τον απίστευτα περιφρονητικό τίτλο «Ο γιος του αγωγιάτη». Την ίδια αντίδραση θυμάμαι είχε και ο (Νεοδημοκράτης) πατέρας μου, ασχέτως αν ο Δημήτρης Τσοβόλας εκπροσωπούσε, υποτίθεται, ένα είδος ακραιφνούς και ασυμβίβαστου Πασόκου παλαιάς κοπής, αλλά και τόσος πολύς κόσμος, ειδικά όσοι μοιράζονταν μια αντιστοίχως «ταπεινή» καταγωγή με τον πολιτικό από τους Μελισσουργούς της Άρτας, όπου είχε γεννηθεί και ο επίσης ευρέως συμπαθής Γιάννης Μπανιάς.
Λίγα χρόνια αργότερα ακόμα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα παραδεχόταν δημόσια ότι κακώς και αδίκως είχε συρθεί ο Τσοβόλας στο Ειδικό Δικαστήριο ανάμεσα στους κατηγορούμενους για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Για ένα υπερκινητικό άτομο όπως η ίδια που, όπως έλεγε, αγαπούσε τόσο πολύ το περπάτημα και το κολύμπι η καθήλωσή της στην αναπηρική πολυθρόνα θα πρέπει να ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα, η ίδια πάντως φαινόταν να το εκλαμβάνει ως ένα μικρό πισωγύρισμα και πάντως όχι ως το τέλος του κόσμου.
Ας μου επιτραπεί και κάτι «βιωματικό», που ίσως αξίζει να σημειωθεί, κάτι που μοιάζει έλασσον ή συμπτωματικό, μπορεί όμως και να μην είναι. Θυμάμαι πόσο είχα εντυπωσιαστεί την πρώτη φορά που τον είχα δει παλιά ανάμεσα στους (τακτικούς, ως απεδείχθη) θαμώνες του (τζαζ) μπαρ «56» στην Πλουτάρχου, ένα μέρος όπου συχνάζουν ποικίλης υφής προσωπικότητες, χαρακτήρες, φυλές και συνομοταξίες, έμοιαζε όμως κάπως αναπάντεχο να βρίσκεται ανάμεσά τους ο άνθρωπος που είχε συνδεθεί με το σλόγκαν «Τσοβόλα, δώσ' τα όλα». Κι όμως, μόνο σαν τη μύγα μες στο γάλα δεν έμοιαζε να είναι.
Η Μαριέττα Γιαννάκου ήταν μια κεντρώα πολιτικός με γνήσιες φιλελεύθερες ευαισθησίες (σπάνιο και εξωτικό είδος στην πραγματικότητα, κι ας δηλώνουν τόσοι πολλοί «κεντρώοι», «κεντροδεξιοί» ή «φιλελεύθεροι»), πέρασε πολλές προσωπικές δοκιμασίες που τις αντιμετώπισε με δύναμη και θάρρος, ενώ υπήρξε υπόδειγμα πολιτικού ήθους η σθεναρή αντίστασή της απέναντι στις ακάματες δυνάμεις της εγχώριας εθνικοφροσύνης (που τελικά την νίκησαν) κατά την υπόθεση του βιβλίου της Ιστορίας ή η στάση της ενάντια στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Μιλώντας για τη ζωή της σ’ ένα επεισόδιο της σειράς «Το μαγικό των ανθρώπων», το οποίο προβλήθηκε πριν από τριάμισι χρόνια στην κρατική τηλεόραση και υπάρχει διαθέσιμο στο αρχείο της ΕΡΤ και στο YouTube, θυμόταν τις εφημερίες της ως νεαρή ψυχίατρος στο Δαφνί και τους ανθρώπους πάσας ιδιότητας και οικονομικής επιφάνειας που έπαιρναν εξιτήριο από το ίδρυμα αλλά επέστρεφαν μετά από λίγο καιρό, δηλώνοντας αδυναμία να αναμετρηθούν με τον κοινωνικό περίγυρο: «Δώστε μου κάτι να κάνω εδώ, οτιδήποτε, μας έλεγαν, μπορεί να έχω χρήματα ή δουλειά, αλλά δεν έχω κοινωνικό χώρο».
Για ένα υπερκινητικό άτομο όπως η ίδια που, όπως έλεγε, αγαπούσε τόσο πολύ το περπάτημα και το κολύμπι η καθήλωσή της στο αναπηρικό αμαξίδιο θα πρέπει να ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα, η ίδια πάντως φαινόταν να το εκλαμβάνει ως ένα μικρό πισωγύρισμα και πάντως όχι ως το τέλος του κόσμου: «Το μυαλό βέβαια είναι πάντα ελεύθερο να πάει όπου θέλει… Είμαι καλά και θέλω να παραμείνω στη ζωή για να στηρίξω την κόρη μου».
«Μου αρέσει η Αθήνα», είχε πει σε μια άλλη συνέντευξή της. «Αν ανέβει κανείς στον Λυκαβηττό και τη δει από ψηλά, τον πιάνει η ψυχή του. Είναι όμως φιλόξενη πόλη, ίσως η πιο φιλόξενη σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μια πόλη που μπορεί να στηρίξει έναν μοναχικό άνθρωπο».
Το Μαγικό των Ανθρώπων – Μαριέττα Γιαννάκου