Tείνει να εξελιχθεί σε «γιορτινό» θεσμό η χριστουγεννιάτικη ταινία του Netflix με κράχτη μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ και φόντο το τέλος του κόσμου. Κι αν πέρσι επρόκειτο για μελόδραμα (το Midnight Sky με τον Τζορτζ Κλούνι κατάμονο στο σύμπαν, αν το θυμάται κανείς), φέτος το μεγάλο εορταστικό χαρτί της πλατφόρμας είναι μια μεγαλεπήβολη φάρσα (ή κωμωδία καταστροφής) με σούπερ καστ και φιλοδοξίες επείγουσας και παρεμβατικής κοινωνικοπολιτικής σάτιρας: Ένας κομήτης απειλεί με αφανισμό τον πλανήτη, οι κρατούντες όμως κοιτάζουν μόνο το μικροπολιτικό και το μακροοικονομικό συμφέρον τους.
Παρότι η ιδέα της ταινίας και η συμφωνία με την πλατφόρμα προϋπήρχε της πανδημίας, η πλοκή του Don’t Look Up εμφανίζεται ως εξαιρετικά επίκαιρη και κρίσιμη καθώς θίγει άλλοτε με χιουμοριστικό και άλλοτε με διδακτικό τρόπο, μια σειρά από καυτά και ακανθώδη ζητήματα των αποκαλυπτικών καιρών μας: την μισαλλοδοξία που κάνει μετάσταση σε φασισμό, την δυσπιστία προς την επιστήμη, την αμετροέπεια των ισχυρών, τις προτεραιότητες και την διαβρωτική κουλτούρα των μέσων, την ύβρη και την απληστία των πάμπλουτων βαρόνων της τεχνολογίας και του χρήματος, την κλιματική απειλή.
Οι προφανείς στόχοι του Don’t Look Up όμως (οι ψέκες, η θρησκόληπτη δεξιά, ο τραμπισμός, οι influencers, o Μπέζος κι ο Μασκ) έχουν ήδη "σατιριστεί" μέχρι θανάτου. Το γεγονός επίσης ότι σύμφωνα με την αφήγηση της ταινίας ο πλανήτης ισούται με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την καθιστά αφόρητα παρωχημένη και ντεμοντέ.
Επίκαιρο όμως δεν σημαίνει καίριο, και πάνω στο άγχος της να τα πει (και να τα ξέρει) όλα, η ταινία του Άνταμ Μακ Κέι χάνει τον μπούσουλα, τρικλίζοντας αμήχανα μεταξύ χαβαλέ και καταγγελίας, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να πάρεις τοις μετρητοίς ούτε τα σοβαρά ούτε τα αστεία. Πολλές ατάκες δεν προλαβαίνουν καν να προσγειωθούν, χάνονται απλά στον αιθέρα, παρασυρμένες από τον (με το ζόρι) φρενήρη ρυθμό της ταινίας. Κρίμα, γιατί ο δημιουργός της ταινίας έχει αποδειχθεί στο παρελθόν άσσος όχι μόνο στην κωμωδία / παρωδία (Anchorman, Talladega Nights, The Step Brothers, The Other Guys) αλλά και στην πολιτική σάτιρα (ειδικά στο εντυπωσιακά ξύπνιο The Big Short, λιγότερο στο προβληματικό Vice).
Είναι κρίμα που ο Άνταμ Μακ Κέι την είδε ξαφνικά αφ’ υψηλού δημαγωγός τύπου Άαρον Σόρκιν ή ακόμα και Πάντι Τσαγιέφσκι, όπως μαρτυρά ο πύρινος μονόλογος του Λεονάρντο Ντι Κάπριο που θυμίζει το παροιμιώδες ξέσπασμα του τραγικού πρωταγωνιστή της θρυλικής ταινίας «Το δίκτυο» (Network) του 1976. Οι προφανείς στόχοι του Don’t Look Up όμως (οι ψέκες, η θρησκόληπτη δεξιά, ο τραμπισμός, οι influencers, o Μπέζος κι ο Μασκ) έχουν ήδη "σατιριστεί" μέχρι θανάτου. Το γεγονός επίσης ότι σύμφωνα με την αφήγηση της ταινίας ο πλανήτης ισούται με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την καθιστά αφόρητα παρωχημένη και ντεμοντέ. Μαζί με τον Μακ Κέι, το σενάριο της ταινίας υπογράφει ο Ντέιβιντ Σιρότα, πρώην δημοσιογράφος αλλά και πρώην σύμβουλος και λογογράφος του Μπέρνι Σάντερς. Το διδακτικό ύφος όμως που γίνεται κάποιες στιγμές κραυγαλέο και υπονομεύει τις σατιρικές προθέσεις της ταινίας, ταιριάζει περισσότερο σε μια αφ’ υψηλού φιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων παρά στο συμπεριληπτικό και φιλολαϊκό κήρυγμα του θείου Μπέρνι.
Τα προβλήματα τόνου, ύφους και «θερμοκρασίας» επεκτείνονται και στις ερμηνευτικές επιλογές ενός υπερ-εκλεκτού (και υπερ-σπαταλημένου) καστ που καταφεύγει, υπηρετώντας δήθεν τον σχιζοειδή φορμαλισμό της ταινίας, σε εύκολες και προβλέψιμες καρικατούρες με μεγαλύτερο (η Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο μιας δημοφιλούς παρουσιάστριας πρωινάδικου) ή μικρότερο βαθμό αποτελεσματικότητας (κάποτε πρέπει να αποδεχτούμε ότι έχει και κακές στιγμές η Μέριλ Στριπ, άνθρωπος είναι). Εξαίρεση αποτελεί νομίζω ο κακομοίρης ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο - ανώτερος των περιστάσεων για μια ακόμα φορά – ο οποίος προσπαθεί να δώσει μια υπόσταση γνησιότητας στον χαρακτήρα του συνεσταλμένου επιστήμονα, ώρες- ώρες όμως μοιάζει κι αυτός σα να έχει αποδεχθεί μέσα του όμως πως είναι μάταια τελικά η προσπάθεια, όπως μάταια είναι με τις επικρατούσες αντιλήψεις και η απόπειρα σωτηρίας του πλανήτη.