ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ να περιμένει το κοινό που είχε συρρεύσει στη (sold out) προβολή αυτού του ιδιαίτερου ντοκιμαντέρ για τον Μπράιαν Ίνο στις Νύχτες Πρεμιέρας την Παρασκευή το βράδυ. Το μόνο που γνώριζαν πολλοί ήταν ότι, σε κάθε περίπτωση και όποια κι αν ήταν η τελική εντύπωση, θα επρόκειτο για μια μοναδική εμπειρία. Κυριολεκτικά, αφού κάθε φορά που προβάλλεται η ταινία κατά την περιοδεία της στα διεθνή φεστιβάλ, είναι και η μοναδική φορά που μπορεί κανείς να τη δει σ’ αυτή της την εκδοχή.
Με βάση ένα πρόγραμμα που ονομάζεται Brain One (ένας μάλλον προφανής αναγραμματισμός του Brian Eno), μπορούν να αναπαραχθούν κυριολεκτικά άπειρες εκδοχές του υλικού που έχουν συγκεντρώσει οι δημιουργοί του Eno από μια βάση δεδομένων που ξεπερνά τις 30 ώρες αποκλειστικών συνεντεύξεων του 76χρονου υπερ-δημιουργού με το τεράστιο αποτύπωμα όχι μόνο στη σύγχρονη μουσική αλλά και σε χιλιάδες άλλα πράγματα που κατά καιρούς έχει στραφεί το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός του, και τις 500 ώρες υλικού από το προσωπικό του αρχείο.
Παρότι όμως πρόκειται για ένα «πείραμα», και συγχρόνως ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την άστατη, αγωνιώδη συχνά αλλά συναρπαστική διαδικασία της δημιουργίας, το αποτέλεσμα είναι μάλλον συμβατικό και αρκετά φιλικό προς έναν μέσο θεατή.
Η διάσημη ρήση του Ηράκλειτου («δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι») βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ που βασίζεται έστω και επιφανειακά στην ιδέα περί (ανα)παραγωγικής τέχνης που έχει διακηρύξει και εφαρμόσει ο Eno με την παιγνιώδη μεθοδικότητα που τον χαρακτηρίζει. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε σε τι είδους μορφή θα κυκλοφορήσει η ταινία όταν και εφόσον βγει σε κάποια εκδοχή (ή εκδοχές) «οικιακής προβολής».
Παρότι όμως πρόκειται για ένα «πείραμα», και συγχρόνως ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την άστατη, αγωνιώδη συχνά αλλά συναρπαστική διαδικασία της δημιουργίας, το αποτέλεσμα είναι μάλλον συμβατικό και αρκετά φιλικό προς έναν μέσο θεατή. Κι αυτό επειδή ο «εγκεφαλικός» Eno είναι ο πιο χαρισματικός, ιδιοφυής, προσηνής και γοητευτικός συνομιλητής (ή λέκτορας) που μπορεί να σου τύχει.
Και είναι σαν να υπάρχει μια συνομιλία ανάμεσα σ’ εκείνον και το κοινό που τον παρακολουθεί, παρότι σε όλη την ταινία μιλάει σχεδόν μόνο εκείνος. «Το μαγείρεμα το κάνει το μυαλό του ακροατηρίου, αυτό είναι που βλέπει τις σχέσεις και τις συνδέσεις», τον ακούμε να λέει κάποια στιγμή στην «αθηναϊκή» εκδοχή της ταινίας, όπου μεταξύ πολλών άλλων είδαμε και ακούσαμε (και θυμόμαστε) και τα εξής σπαράγματα:
• Σε μια στιγμή –από παλιά συνέντευξη– κάποιος του ζητάει να πει στην κάμερα το πλήρες όνομά του. Κι εκείνος το κάνει, υπομειδιώντας ελαφρά: Brian Peter George St John le Baptiste de la Salle Eno. (Δεν δηλώνει πάντως αυτός ο φαινομενικά μεγαλόσχημος σιδηρόδρομος κάποια υψηλή καταγωγή, απλά το γενεαλογικό μπλέξιμο του ταχυδρομικού στο επάγγελμα μπαμπά του και της Βελγίδας μαμάς του).
• «Αντί να σκέφτομαι "θα φτιάξω κάτι", σκέφτομαι "θα φυτέψω κάτι"», λέει καθώς περιεργάζεται τον –υπέροχο– κήπο του.
• Αυτό που έχει μετανιώσει πιο πολύ απ' όλα, όπως λέει, είναι που δεν συνεργάστηκε με την Τζόνι Μίτσελ, όταν εκείνη τον προσέγγισε κάποτε με την ιδέα να φτιάξουν από κοινού ένα ambient άλμπουμ.
• Τον David Bowie από την εποχή της «τριλογίας του Βερολίνου» να λέει για τον συνεργάτη του: «Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς κάνει στο στούντιο. Το μιξάρισμα εγώ το κάνω. Η δική του προσέγγιση είναι περισσότερο φιλοσοφική».
• Τη Laurie Anderson (δύο φορές) να διαλέγει τυχαία και να μας δείχνει μία από τις περίφημες Oblique Strategies κάρτες του Eno, ένα σύστημα που εμπνεύστηκε για να καθοδηγήσει τη δημιουργική διαδικασία. Σε ένα άλλο στιγμιότυπο, ο Bowie θυμάται τη δημιουργία του κομματιού Μoss Garden από το Heroes, όταν τράβηξαν οι δύο τους από μια κάρτα χωρίς να τη δείξει ο ένας στον άλλον. Του Eno έγραφε «μην αλλάξεις τίποτα και συνέχισε με απέριττη συνέπεια». Του Bowie έγραφε περίπου το αντίθετο: «Κατάστρεψε το πιο σημαντικό πράγμα».
• Και κάτι πρόσφατο, μια επιφοίτηση που του ήρθε εσχάτως και, όπως λέει, του έχει αλλάξει άρδην την καθημερινότητα ενισχύοντας παράλληλα τη δημιουργική του δυναμική. Αυτό που έκανε είναι να κόψει το πρωινό και όλα τα παρελκόμενά του επειδή μια μέρα διαπίστωσε ότι το μόνο που έκανε ήταν να δέχεται τόσο πολύ input μόλις ξυπνούσε το πρωί –όχι μόνο φαγητό και καφέ, αλλά και ενημέρωση, ανάγνωση emails, σκρολάρισμα της επικαιρότητας κ.λπ.– ώστε μπούκωνε η παραγωγική διαδικασία. Τώρα πλέον αναβάλλει το «πρωινό» και σπεύδει απευθείας στο έργο (output). Βέβαια, με το που τα λέει αυτά, αμέσως παραδέχεται ότι έχει πεθάνει από την πείνα περιμένοντας να πάει μεσημέρι για να μπορέσει να φάει.
Γενικά, είναι σα να παρακολουθείς μια καριέρα και μια ζωή στο shuffle. Κι αυτό αφήνει στον θεατή ένα αίσθημα ανικανοποίητου, όταν αναλογίζεται το υλικό που δεν συμπεριλήφθηκε στην εκδοχή του Eno που μόλις είδε. Από την άλλη, οποιαδήποτε εκδοχή αυτού του ντοκιμαντέρ αν μη τι άλλο μεταφέρει ένα νηφάλια αισιόδοξο πνεύμα και μια αντίληψη περί της εκστατικής χαράς που μπορεί να προσφέρει η δημιουργία, τόσο ελκυστική όσο και η διαυγής φωτεινότητα που εξακολουθεί να εκπέμπει στις αναζητήσεις του ο ίδιος ο Eno, μετά από τόσες δεκαετίες.
ENO (2024) Trailer