ΤΕΛΙΚΑ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ σε ένα τυπικό reunion. Αν αυτός ήταν ο στόχος των δημιουργών του – πέρα από μια πανηγυρική τελετή του HBO Max για την εξαγορά της διάσημης σειράς από το Netflix – η αποστολή εξετελέσθη. Το Friends: The Reunion, ως (πολυαναμενόμενο) τηλεοπτικό event παγκόσμιας απήχησης, είναι αμήχανο, προβλέψιμο με κάποιες απροσδόκητες εκλάμψεις, περίεργα φορτισμένο, συγκινητικό αν του το επιτρέψεις, διεκπεραιωτικό, καθησυχαστικό (όλοι αλλάζουμε παραμένοντας οι ίδιοι), συγκυριακό, νοσταλγικό, χλιαρό συνήθως και εν τέλει ανώδυνο αλλά και δυνάμει αξέχαστο. Στοιχεία δηλαδή και δυναμικές που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα σχολικά ή φοιτητικά reunion που όλοι έχουμε πάει λίγο-πολύ, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα.
Θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με εκατό λεπτά παραμονής στο καθαρτήριο η εμπειρία της παρακολούθησης αυτού του νοσταλγικού βαριετέ (οι έξι σταρ της σειράς επισκέπτονται μετά από 17 χρόνια τα εμβληματικά σκηνικά αλλά και τους χαρακτήρες που τους έκαναν διάσημους στο σύμπαν), ένα ήπιο και χαλαρό καθαρτήριο όμως, μακριά από τα ύψη του παραδείσου ή τα βάθη της κόλασης. Στην αρχή φρικάρεις λίγο, καθώς δεν ξέρεις προς τα πού θα πάει το συγκεκριμένο reunion (η γκάφα, η ντροπή, η παραφωνία και η πικρία παραφυλάνε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις), μετά από λίγο όμως χαλαρώνεις και αφήνεσαι στο νοσταλγικό τριπ. Τι είναι άλλωστε εκατό λεπτά μπροστά στις εκατοντάδες φορές που έχουμε δει την σειρά να περνά από μπροστά μας ή μπροστά στα εκατό δισεκατομμύρια προβολές παγκοσμίως που υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει σε οποιαδήποτε πλατφόρμα;
Εύχεται κανείς να υπήρχαν αντιστοίχως σήμερα περισσότερες πραγματικά, και όχι κατ’ επίφαση, κωμικές σειρές (με ποια σειρά γελάσατε πραγματικά τελευταία;), έστω και χωρίς τα κονσερβαρισμένα γέλια του κοινού όπως στην εποχή του Friends.
Χωρίς πολλά spoiler λοιπόν για την δομή, την εξέλιξη και τις εκπλήξεις αυτής της «θρυλικής» αλλά χαμηλότονης σε γενικές γραμμές επανασύνδεσης, ιδού κάποιες παρατηρήσεις και κάποια προσωπικά highlights, αυθαίρετα και υποκειμενικά, από το reunion μιας σειράς που αφορούσε, σύμφωνα με την εκ των δημιουργών της Μάρτα Κάουφμαν, «εκείνη την περίοδο της ζωής μας που οικογένειά μας είναι οι φίλοι μας».
Από τους έξι, ο Μάθιου Πέρι, που ως Τσάντλερ αποτελούσε το «πνεύμα» της σειράς, μοιάζει ο πιο εξαντλημένος (από τη ζωή;) και εμφανίζεται ως ο πιο λακωνικός, συγχρόνως όμως και ως ο πιο γνήσια ευσυγκίνητος. Όταν ο αφόρητος Τζέιμς Κόρντεν, ο οποίος συντονίζει την κοινή συνέντευξη με φόντο το γνωστό από τους τίτλους της σειράς σιντριβάνι, τους ρωτά στην αρχή πόσο συχνά βλέπονται, ο Πέρι παραπονιέται μισοσοβαρά, «εμένα δεν με παίρνει κανείς ποτέ [από τους άλλους]». Σε κάποιο άλλο σημείο που η κουβέντα έχει πάει στα γυρίσματα της σειράς ενώπιον ζωντανού κοινού, λέει: «Κάθε φορά που δεν άκουγα γέλιο, νόμιζα ότι θα πεθάνω – είχα έντονη εφίδρωση και σπασμούς».
Είναι ο μόνος επίσης από όλους όσους εμφανίζονται σ’ αυτό το σπέσιαλ επεισόδιο που αναφέρει την λέξη Covid, όταν προς το τέλος ρωτά αν το μαντηλάκι που του δίνει η «Φοίβη» για να σκουπίσει τα δάκρυα συγκίνησης στο (οικείο και συγχρόνως ανοίκειο πλέον) πρόσωπό του, είναι αποτελεσματικό κατά του ιού.
Μαθαίνουμε ακόμα ότι ο «Ρος» (Ντέιβιντ Σουίμερ) και η «Ρέιτσελ» (Τζένιφερ Άνιστον) ήταν καψουρεμένοι μεταξύ τους και στην πραγματικότητα, στους πρώτους δύο κύκλους τουλάχιστον, αλλά είχαν αποφασίσει, μας λένε τώρα, να μην το προχωρήσουν αλλά να διοχετεύσουν όλη αυτή την ρομαντική ενέργεια στους ρόλους τους (ας το πιστέψουμε). Ο Σουίμερ δηλώνει επίσης ότι μισούσε θανάσιμα τον Μαρσέλ, την «αξιαγάπητη» μαϊμού που του είχαν φορτώσει οι σεναριογράφοι στις αρχές της σειράς.
Ένα τμήμα αφορά τις μαρτυρίες οπαδών από άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη, από την Γκάνα ως την Ινδία και το Μεξικό – ας μην ξεχνάμε ότι τα «Φιλαράκια» ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε «παγκόσμιο φαινόμενο» σε μια εποχή που το ίντερνετ ήταν ακόμα στα σπάργανα – που δηλώνουν με χαρά και συγκίνηση πόσο τους βοήθησε η σειρά να νιώθουν λιγότεροι μόνοι και παρίες και εξοστρακισμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο, συχνά επειδή ήταν γκέι. Τρυφερό αλλά και λίγο ειρωνικό αν αναλογιστούμε ότι και οι έξι κεντρικοί χαρακτήρες της σειράς είναι λευκοί και στρέιτ.
Δεν έχει σημασία όμως τελικά. Ίσως δεν είχε ούτε τότε. Οι χαρακτήρες στο Friends ήταν οικουμενικά αναγνωρίσιμοι, αρχετυπικοί σχεδόν, και εκπροσωπούσαν μια εποχή που δεν ήταν τόσο επικεντρωμένη στις πάσης φύσεως ισορροπίες και εκπροσωπήσεις όσο η δική μας. Δεν θα είχε νόημα σήμερα μια σειρά σαν το Friends (ακόμα και τότε εξάλλου παραήταν «ρόδινη») ούτε θα μπορούσε να έχει το ίδιο αντίκτυπο. Από την άλλη, εύχεται κανείς να υπήρχαν αντιστοίχως σήμερα περισσότερες πραγματικά, και όχι κατ’ επίφαση, κωμικές σειρές (με ποια σειρά γελάσατε πραγματικά τελευταία;), έστω και χωρίς τα κονσερβαρισμένα γέλια του κοινού όπως στην εποχή του Friends.