Από την εποχή της φοβερής ερμηνείας του στο «Χτυπημένος από έρωτα» (Punch-Drunk Love, 2002) του Πολ Τόμας Άντερσον, ήταν οφθαλμοφανές ότι ο Άνταμ Σάντλερ, πέρα από επιφανής κωμικός και σούπερ σταρ δημοφιλών ταινιών της πλάκας, μπορούσε να είναι και ένας εξαιρετικός ηθοποιός.
Και τα τελευταία χρόνια μας το υπενθυμίζει όλο και πιο συχνά και με όλο και πιο εμφατικό τρόπο, με αποκορύφωμα το προπέρσινο μετα-σκορσεζικό ντελίριο του Uncut Gems των αδελφών Safdie, μια παραγωγή του Netflix.
Στην ίδια πλατφόρμα έκανε προχθές πρεμιέρα και η νέα του ταινία, που μπορεί να μην έχει τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, τις υπερβάσεις και το εύρος της προηγούμενης, είναι όμως, παρά τις συμβατικές προδιαγραφές της, μια πολύ καλή ταινία στο είδος της «αθλητικής δραματικής κομεντί».
Δεν είναι απαραίτητο να αγαπά κανείς το μπάσκετ –και ειδικότερα το NBA–, κάτι τέτοιο όμως βοηθά σημαντικά στην απόλαυση του Hustle, και όχι μόνο επειδή η ταινία κατακλύζεται από τις έκτακτες εμφανίσεις πολλών μεγάλων αστέρων του αθλήματος, παλαιών και σύγχρονων.
Ο Σάντλερ υποδύεται τον Στάνλεϊ, πρώην μπασκετμπολίστα που αναγκάστηκε να τερματίσει πρόωρα την καριέρα του λόγω ενός δραματικά ατυχούς συμβάντος και, πενηντάρης πλέον, εργάζεται ως σκάουτερ για τους ιστορικούς ‘76ers της Φιλαδέλφεια, αναζητώντας στις «μπασκετομάνες» της Ευρώπης (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) τον «επόμενο [Greek] freak», τον οποίον και ανακαλύπτει ένα βράδυ τυχαία στην Ισπανία καθώς κοντοστέκεται να χαζέψει ένα νυχτερινό διπλό «αλάνας» σε μια φτωχογειτονιά.
Πρόκειται για έναν νεαρό και «τραχύ» οικοδόμο που ζει με τη μάνα του και τη μικρή του κόρη, ο οποίος στην αρχή περνάει τον Στάνλεϊ για «ανώμαλο», τελικά όμως δέχεται να τον ακολουθήσει στη Γη της Επαγγελίας.
Οι απόηχοι από ταινίες όπως το (πρώτο) Rocky ή το Creed, που επίσης γυρίστηκαν στη Φιλαδέλφεια, είναι έντονοι στις σκηνές της εξαντλητικής προπόνησης, η καρδιά της ταινίας όμως βρίσκεται πιο κοντά στις συναισθηματικές αποχρώσεις του Jerry Maguire.
«Οι άντρες μετά τα 50 δεν έχουν όνειρα», μονολογεί στην αρχή της ταινίας ο Στάνλεϊ καθώς διασχίζει σκυφτός άλλη μια αίθουσα αεροδρομίου, «έχουν εφιάλτες και έκζεμα».
Στην πραγματικότητα ο ίδιος έχει όνειρα, απλά δεν είναι πλέον ούτε μεγαλεπήβολα ούτε φανταχτερά. Το μόνο που θέλει είναι να μη βρίσκεται διαρκώς μακριά από τη γυναίκα του (σούπερ, όπως πάντα, στον ρόλο η αγαπητή Queen Latifah) και στην έφηβη κόρη του, και ιδανικά να κερδίσει μια θέση βοηθού προπονητή στον οργανισμό των Sixers.
Τα πάντα όμως περιπλέκονται όταν επιστρέφει στη Φιλαδέλφεια μαζί με τον νεαρό προστατευόμενό του, τον οποίο υποδύεται με πειστικότητα και αυθεντική «αφέλεια» ο Ισπανός power forward των Utah Jazz, Χουάν Αλμπέρτο («Χουάντσο») Χερνανγκόμεζ, τη «νέμεση» του οποίου στην ταινία υποδύεται ο πρώην συμπαίκτης του στους Minnesota Timberwolves, Άντονι Έντουαρντς. Έναν μικρό «κωμικό» ρόλο έχει και ο πανύψηλος Σέρβος σέντερ των Dallas Mavericks, Μπόμπαν Μαριάνοβιτς.
Τριγύρω τους, καθώς μπαίνουμε στα άδυτα της διαδικασίας του NBA Draft Combine, περιφέρονται διάσημοι Hall of Famers, παλιοί και καινούριοι, που «παίζουν» τον εαυτό τους – από τον Τζούλιους Έρβινγκ, τον Σακίλ, τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ και τον Ντερκ Νοβίτσκι μέχρι σημερινούς σταρ όπως ο Τρε Γιανγκ, ο Λούκα Ντόνσιτς και ο συμπαίκτης του Γιάννη στους Bucks, Κρις Μίντλετον.
Οι απόηχοι από ταινίες όπως το (πρώτο) Rocky ή το Creed, που επίσης γυρίστηκαν στη Φιλαδέλφεια, είναι έντονοι στις σκηνές της εξαντλητικής προπόνησης, η καρδιά της ταινίας όμως βρίσκεται πιο κοντά στις συναισθηματικές αποχρώσεις του Jerry Maguire.
Πέρα όμως από το σωστό –και σποραδικά εμπνευσμένο– γύρισμα και το μαζεμένο σενάριο που, παρά την προβλέψιμη τρίπρακτη εξέλιξη της πλοκής, δεν ξεπέφτει σε εύκολα κλισέ και διατηρεί συνολικά έναν ακέραιο χαρακτήρα, η ταινία σε μεγάλο βαθμό ανήκει στον Άνταμ Σαντλερ που ερμηνεύει ιδανικά τον συμπαθή, καλοπροαίρετο και κάπως κλονισμένο από τη ζωή τύπο (ή μεσήλικα) της διπλανής πόρτας, που δεν το βάζει κάτω παρά τις αντιξοότητες.