Τρία χρόνια μετά το αντίστοιχου εύρους και ύφους «Κάποτε στο Ιράκ» (Once Upon a Time in Iraq), o βραβευμένος σκηνοθέτης Τζέιμς Μπλούμελ επέστρεψε φέτος με άλλο ένα ντοκιμαντέρ για λογαριασμό του BBC και του αμερικανικού PBS. Το «Κάποτε στη Βόρεια Ιρλανδία» (Once Upon a Time in Northern Ireland) είναι ένα πραγματικά συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ σε πέντε ωριαία επεισόδια, μια διαδρομή τριών δεκαετιών όπου ζωντανεύει, με τον πιο συνταρακτικό τρόπο, η ιστορία των βίαιων θρησκευτικών και πολιτικών συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, το χρονικό του εμφύλιου σπαραγμού που έμεινε γνωστό με τον ήπιο, για τα μέτρα της αιματηρής αντιπαράθεσης και αλληλοεξόντωσης που διεξαγόταν μέρα-νύχτα, χαρακτηρισμό «Οι Ταραχές» (The Troubles).
Η σειρά είναι στημένη ως προφορική ιστορία εμπλουτισμένη με πλούσιο (και σε κάποιες περιπτώσεις σπάνιο) αρχειακό υλικό, το οποίο, ακόμα κι αν είσαι αρκετά μεγάλος για να θυμάσαι την απεργία πείνας και το τραγικό τέλος του Μπόμπι Σαντς, σε κάνει κάθε τόσο να αναπηδάς από τη θέση σου και να μην πιστεύεις στα μάτια παρακολουθώντας το κρεσέντο βίας, έχθρας και ατόφιου μίσους ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Πολύ μεγαλύτερη αναστάτωση και συγκίνηση όμως προκαλούν τα πρόσωπα που αφηγούνται αυτό το χρονικό αίματος μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες.
Το «Κάποτε στη Βόρεια Ιρλανδία» αξίζει να το αναζητήσει κανείς επειδή αποτελεί υπόδειγμα συναισθηματικής εξιστόρησης που πηγαίνει πολύ βαθύτερα από οποιοδήποτε αμιγώς ιστορικό ντοκιμαντέρ έχει ασχοληθεί (και είναι πολλά) με την περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας.
Οι άνθρωποι που μιλάνε στο ντοκιμαντέρ δεν είναι ειδικοί, πολιτικοί αναλυτές, θεσμικοί εκπρόσωποι ή δημοσιογράφοι. Είναι άνθρωποι –Καθολικοί, Προτεστάντες, Republicans και Loyalists– που ζούσαν καθημερινά και για δεκαετίες σε εμπόλεμη ζώνη (μέσα στην Ευρώπη) και σε καθεστώς ασύλληπτης διχόνοιας με τους γείτονές τους στην απέναντι πλευρά του δρόμου (κυριολεκτικά) και κάθε μέρα δεν ήξεραν αν θα υπάρξει επόμενη. Είναι άνθρωποι που οι ζωές τους σημαδεύτηκαν ή διαλύθηκαν από την εμφύλια διαμάχη, άνθρωποι που θρήνησαν και θρηνούν νεκρούς στο σπίτι τους αλλά είναι ευγνώμονες που δεν είχαν και εκείνοι την ίδια τύχη. Κάποιοι από τους ομιλούντες είναι εντελώς αθώοι του αίματος, κάποιοι συμμετείχαν στα παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου και των δύο πλευρών, όλοι τους ζουν με ένα βαθύ τραύμα.
Η αφήγηση (χωρίς αφηγητή) ακολουθεί χρονολογική σειρά, από το τέλος της δεκαετίας του ’60 ως τις πρώτες αφίξεις του βρετανικού στρατού κι από το σφαγείο της «Ματωμένης Κυριακής» (Bloody Sunday) το 1972, την απόπειρα δολοφονίας της Θάτσερ, τις απεργίες πείνας των κρατουμένων στα κολαστήρια, τις ατέλειωτες βομβιστικές επιθέσεις, τις ατέλειωτες κηδείες, τις σφαγές αθώων, μέχρι την ιστορική συμφωνία εκεχειρίας –και αμνηστίας– τη Μεγάλη Παρασκευή του 1998 (φέτος συμπληρώθηκαν 25 χρόνια). Σ’ αυτό το διάστημα χάθηκαν βίαια πάνω από 3.500 άνθρωποι, απλοί πολίτες ως επί το πλείστον, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία βρισκόταν σε καθεστώς τρόμου και ομηρίας από τους φανατικούς ινστρούχτορες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Η σειρά όμως δεν ασχολείται τόσο με τα ίδια τα γεγονότα όσο με το συντριπτικό ανθρώπινο κόστος – προσωπικό, ψυχολογικό, σωματικό, υπαρξιακό. Το «Κάποτε στη Βόρεια Ιρλανδία» αξίζει να το αναζητήσει κανείς επειδή αποτελεί υπόδειγμα συναισθηματικής εξιστόρησης που πηγαίνει πολύ βαθύτερα από οποιοδήποτε αμιγώς ιστορικό ντοκιμαντέρ έχει ασχοληθεί (και είναι πολλά) με την περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου οι διαχωριστικές γραμμές είναι τόσο έντονα χαραγμένες που παραμένουν ακόμα και σήμερα δραματικά ευδιάκριτες.