ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΣΩΝΕΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑ να επιλέξω από τις ταινίες του που έχω δει (και αποτελούν σίγουρα μια ισχνή μειοψηφία ανάμεσα στις άπειρες που είχε γυρίσει) μία και μοναδική ερμηνεία του σπουδαίου εκλιπόντος Ζαν Λουί Τρεντινιάν, αυτή θα έπρεπε αντικειμενικά να είναι η ελεγειακή περιφορά του στον αριστουργηματικό «Κομφορμίστα» (Il Conformista, 1970) του Μπερτολούτσι.
Είναι απίστευτη αυτή η εκστατική και συχνά τρομακτική αλήθεια που έβγαζε αυτός ο άνθρωπος από κάποιους πρωταγωνιστές του, γεγονός που θα επιβεβαιωνόταν θεαματικά με τον Μπράντο και το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» δύο χρόνια αργότερα.
Τα καλοκαίρια συμβαίνουν και ατυχήματα, ακόμα και τραγικά. Απλά τα καλοκαίρια όλα μοιάζουν πιο έντονα, πιο μεγάλα, πιο ειδυλλιακά, πιο σπαρακτικά. Και πιο πολύ απ’ όλα οι ψευδαισθήσεις.
Ο Ιταλός μαέστρος ξεκλείδωσε κάτι βαθύ και ανησυχητικά οικουμενικό από έναν ηθοποιό που μέχρι τότε –αλλά και αργότερα– έμοιαζε στην οθόνη σα να ανησυχεί διαρκώς μήπως ανακαλύψει ο θεατής ποιος πραγματικά είναι.
Αντίθετα από τον Ντελόν ή τον Μπελμοντό φερ’ ειπείν ή τους περισσότερους μεγάλους αστέρες, ήταν αδύνατον να βάλεις σ’ ένα καλούπι τον τύπο που εκπροσωπούσε (όλοι οι σταρ του σινεμά εκπροσωπούν έναν τύπο ασχέτως του εκάστοτε ρόλου) ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Συχνά, στους ρομαντικούς ρόλους που έπαιζε νεότερος, ήταν συνεσταλμένος, ευάλωτος, εσωστρεφής, κρυψίνους, αναποφάσιστος, δειλός, διχασμένος. Και πουθενά περισσότερο από την περίφημη ιταλική κωμωδία (ώσπου παύει να είναι πια κωμωδία) του Ντίνο Ρίζι, Il Sorpasso του 1962, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Βιτόριο Γκάσμαν που λειτουργούσε στην ταινία ως το άλλο άκρο του: ένα τέρας ηδονοθηρίας και εξωστρέφειας.
Είναι δεκαπενταύγουστος στη Ρώμη και τα πάντα έχουν ερημώσει. Ο Μπρούνο (Γκάσμαν), ένας ανερμάτιστος και ανέστιος σαραντάρης ζωντοχήρος περιφέρεται μάταια με το σπορ αμάξι του (μια Lancia Aurelia Spider) στους άδειους δρόμους της μητρόπολης, ώσπου πέφτει πάνω στον Ρομπέρτο (Τρεντινιάν), έναν νεαρό, μελαγχολικό φοιτητή νομικής απορροφημένο από τις επικείμενες εξετάσεις του.
Παρά τους δισταγμούς του νεαρού, ο Μπρούνο τον πείθει τελικά να τον ακολουθήσει σ’ ένα ανέμελο καλοκαιρινό road trip στις παραλιακές λεωφόρους και τα θέρετρα της ακτογραμμής. Ο Ρομπέρτο λαχταρά κι αυτός να ζήσει το μεθύσι μιας καλοκαιρινής περιπλάνησης (ή αποπλάνησης), αλλά τρώγεται με τα ρούχα του και με τις βαθιές αναστολές του.
Στα ελληνικά η ταινία είναι γνωστή ως «Ο φανφαρόνος» (απολύτως ευθυγραμμισμένος με τον γαλλικό τίτλο που ήταν «Le fanfaron»), μια ευθεία αναφορά στον υπερφίαλο (με κατά τόπους νεφώσεις και κρίσεις αυτολύπησης) χαρακτήρα του Γκάσμαν που αποτελεί την κινητήρια (μέχρι εκτροχιασμού) δύναμη της ταινίας. Στην αγγλοσαξονική του μετάλλαξη ο τίτλος έγινε «The Easy Life», μια μάλλον προφανής απόπειρα εκμετάλλευσης του σουξέ και του αντίκτυπου της «Dolce Vita» του Φελίνι, που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν.
Ο ακριβής τίτλος όμως (και συγχρόνως ένα φοβερό spoiler) είναι ο πρωτότυπος ιταλικός: «Il Sorpasso», δηλαδή «Η προσπέραση». Και όταν από το πουθενά συμβεί το μοιραίο στο τέλος, μεταστρέφοντας με τραγικό τρόπο το κυρίαρχο mood, δεν συμβαίνει ως προειδοποίηση ή ως ηθικό μήνυμα, αλλά ως το ιλιγγιώδες χανγκόβερ μετά από τις πιο αξέχαστες διακοπές της ζωής σου.
Τα καλοκαίρια συμβαίνουν και ατυχήματα, ακόμα και τραγικά. Απλά τα καλοκαίρια όλα μοιάζουν πιο έντονα, πιο μεγάλα, πιο ειδυλλιακά, πιο σπαρακτικά. Και πιο πολύ απ’ όλα οι ψευδαισθήσεις.